Δύο… ΤΥΠΑΡΕΣ που ΛΑΤΡΕΨΑΝ οι φίλοι του ποδοσφαίρου!

Οι δύο Ιταλοί σούπερ σταρ καθόρισαν με το ταλέντο και το ειδικό βάρος τους μία ολόκληρη εποχή. Θα δούμε στη συνέχεια ποιοί είναι αυτοί. Πρώτα όμως, μπορείτε να μπείτε εδώ για να δείτε τα πιο δυνατά σημερινά προγνωστικά στοιχήματος

Η δεκαετία του 1990 ήταν εξαιρετική για τη Serie A από πολλές απόψεις. Εκείνη τη χρονική περίοδο, στο πρωτάθλημα της Ιταλίας έπαιξαν ορισμένοι από τους καλύτερους παίκτες του κόσμου. Οι ομάδες του φρόντισαν γι’ αυτό. Από τις εννιά πιο ακριβές μεταγραφές της εποχής έκαναν τις έξι. Ιταλικοί σύλλογοι έφτασαν σε οχτώ από τους δέκα τελικούς του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου ή του Τσάμπιονς Λιγκ, με τη Μίλαν του Φάμπιο Καπέλο και τη Γιουβέντους του Μαρτσέλο Λίπι να ξεχωρίζουν.

Ωστόσο, αυτή η περίοδος ήταν ιδιαίτερη όχι μόνο για τις μεγάλες ομάδες και τους καινοτόμους προπονητές. Τη δεκαετία του 1990 έκαναν την εμφάνισή τους όχι ένας, αλλά δύο εμβληματικοί Ιταλοί παίκτες. Με τον Φραντσέσκο Τότι και τον Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο να ξεκινούν την καριέρα τους και να αναπτύσουν το ταλέντο τους παράλληλα, το ιταλικό ποδόσφαιρο έγινε πιο πλούσιο και ευρηματικό.

Τα πρώτα ποδοσφαιρικά βήματα

Από μικρός, ο Φραντσέσκο Τότι λάτρευε τη Ρόμα. Αγαπούσε επίσης τον Τζουζέπε Τζιανίνι, το δεκάρι γνωστό ως “πρίγκιπα”, που πρωταγωνίστησε στους “τζιαλορόσι” τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Ο Τότι είχε αφίσες του ήρωά του στον τοίχο του παιδικού του δωματίου και ονειρευόταν να ακολουθήσει τα βήματά του. Και για να γίνει πραγματικότητα αυτό το όνειρο, υπήρχε μόνο μία ομάδα στην οποία μπορούσε να παίξει.

Στην Τότι δόθηκε η ευκαιρία να αγωνιστεί στη Λάτσιο, αφού την κέρδισε με 2-0 με τη Λοντιτζιάνι σε ένα τουρνουά νέων. Αλλά το να υπογράψει στη μισητή αντίπαλο της Ρόμα απλά δεν ήταν επιλογή. Περίμενε και ήλπιζε, και τελικά ήρθε η προσφορά από τη σωστή ομάδα. Το 1989 έγινε παίκτης της  Ρόμα και τέσσερα χρόνια αργότερα έπαιζε μαζί με τον Τζιανίνι.

Στις 28 Μαρτίου 1993, ο τότε προπονητής της Ρόμα, Βουγιαντίν Μπόσκοφ, τον σήκωσε από τον πάγκο των αναπληρωματικών. Η ομάδα του προηγούνταν με 2-0 εκτός έδρας κόντρα στην Μπρέσια και ήθελε ο Τότι να κάνει ζέσταμα. Ήταν μόλις 16 ετών και έμεινε έκπληκτος. Όμως, όταν το σοκ ξεθώριασε, μπήκε στο γήπεδο και για το πρώτο επαγγελματικό του παιχνίδι με την ομάδα. Λίγους μήνες αργότερα, ο Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο έκανε το ντεμπούτο του στη Γιουβέντους, ωστόσο η πορεία του προς την πρώτη ομάδα των “μπιανκονέρι” ήταν πιο περίπλοκη.

Ο Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο γεννήθηκε στο Κονελιάνο και μεγάλωσε στο Σαν Βεντεμιάνο του Τρεβίζο. Αρχικά, ήθελε να γίνει τερματοφύλακας για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της μητέρας του. “Η μαμά μου φοβόταν τους τραυματισμούς, γιατί ήμουν πάντα ο πιο μικρός”, είπε σε συνέντευξή του 2013. “Μου έλεγε να αγωνιστώ ως τερματοφύλακας, γιατί έτσι θα είμαι ασφαλής”.

Η ασφάλεια, όμως, δεν ήταν στις προτεραιότητες της Πάντοβα. Πήρε τον 13χρονο Ντελ Πιέρο στην ακαδημία νέων της το 1988, για να αναπτύξει το ταλέντο του. Το 1992 έκανε την παρθενική του εμφάνιση με την πρώτη ομάδα του συλλόγου ως αναπληρωματικός, στην ήττα με 1-0 από τη Μεσίνα.

Σε αντίθεση με τον Τότι, αγωνίστηκε στη Serie B, αν και όχι για πολύ. Μετά από μία σεζόν στη δεύτερη κατηγορία της Ιταλίας, πήρε μεταγραφή στη Γιουβέντους. Και στις 12 Σεπτεμβρίου του 1993 έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα ασπρόμαυρα εναντίον της Φότζια.

Η καθιέρωση στην πρώτη ομάδα

Η σταδιοδρομία του Ντελ Πιέρο συνδέθηκε με τη μοίρα δύο Μπάτζιο. Ο ένας ήταν ο Ρομπέρτο, ένας παίκτης που λατρεύτηκε στην Ιταλία τη δεκαετία του 1990. Η λάμψη του στο γήπεδο, με ντρίμπλες και φινιρίσματα τεχνικής αριστείας, ενέπνευσε την απαράμιλλη αφοσίωση από τους οπαδούς. Αναγνωρίστηκε ως κάτι περισσότερο από ποδοσφαιριστής. Ήταν καλλιτέχνης, ένα είδωλο. Για τη Γιουβέντους, ήταν αναντικατάστατος, ο κορυφαίος σκόρερ στον σύλλογο για τέσσερις διαδοχικές σεζόν μεταξύ 1990 και 1994. Ο άλλος Μπάτζιο ήταν ο Ντίνο, ένας εργατικός μέσος, που έπαιξε επίσης στη Γιούβε.

Το καλοκαίρι του 1994, ο Ντελ Πιέρο προτάθηκε στην Πάρμα, που ενδιαφερόταν για τον Ντίνο. Στην αρχή, ο Ντίνο δεν σκόπευε να φύγει από το Τορίνο, αλλά μετά από σκέψη, συμφώνησε για τη μεταγραφή. Ως συνέπεια αυτής της αλλαγής απόφασης, ο Ντελ Πιέρο θα παρέμενε στους “μπιανκονέρι”. Αλλά το μέλλον του εξακολουθούσε να μοιάζει αβέβαιο.

Με τον Ρομπέρτο Μπάτζιο μπροστά από τους Τζιανλούκα Βιάλι και Φαμπρίτσιο Ραβανέλι, δεν υπήρχε θέση στην πρώτη ομάδα. Ωστόσο, με τους τραυματισμούς που προέκυψαν, ο Ντελ Πιέρο πήρε ευκαιρίες κατά τη διάρκεια της σεζόν 1994 – 1995. Με τα 11 γκολ του σε όλες τις διοργανώσεις, ένα από αυτά εξαιρετικής ομορφιάς που χάρισε τη νίκη στην ομάδα του απέναντι στη Φιορεντίνα, ισχυροποίησε την παρουσία του στην ομάδα. Ενθάρρυνε, έτσι, τον Μαρτσέλο Λίπι  να πάρει μία αμφιλεγόμενη απόφαση. Ακριβώς όπως συνέβη με τον Ντίνο, ο Ρομπέρτο Μπάτζιο προχώρησε.

Ο πρώην επιθετικός της Γιουβέντους, Ρομπέρτο Μπέτεγκα, διευθύνων σύμβουλος του συλλόγου τη στιγμή της αποχώρησης του Μπάτζιο, μίλησε για σκεπτικό πίσω από την πώλησή του, δηλώνοντας τα εξής: “Ζούμε σε καιρούς μεγάλης αλλαγής. Μερικές φορές, είναι καλύτερο να κάνουμε αλλαγές πριν οι παίκτες αρχίσουν να έχουν πτωτική πορεία στην απόδοσή τους. Το έργο του Λίπι είναι να χτίσει μία ομάδα με μέλλον, παρά να επιμείνει στο παρελθόν”.

Ο Ντελ Πιέρο κληρονόμησε τη φανέλα με το νούμερο 10 του Μπάτζιο. Δημιούργησε ένα ρευστό και ενεργητικό τρίο μαζί με τους Ραβανέλι και Βιάλι, που βοήθησε τη Γιουβέντους να κατακτήσει το Τσάμπιονς το 1996. Οι εμφανίσεις του νεαρού σταρ συνοδεύτηκαν από αποτελεσματικότητα και λαχτάρα να αναδειχθεί το συντομότερο δυνατό. Είχε ένα ορθολογικό στυλ, με γρήγορες αποφάσεις και έξυπνες κινήσεις.

Η αντίθεση του συνεχούς στροβιλισμού του Ντελ Πιέρο ήταν η λιτή κομψότητα του Τότι. Ενώ το αστέρι της Γιουβέντους είχε επιλέξει την πιο λογική πορεία για τη σταδιοδρομία του, ο Τότι βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στο συναίσθημα. Είχε καταθέσει την ψυχή του στη Ρόμα από μικρή ηλικία και η αγάπη του για το ποδόσφαιρο αποτυπωνόταν στην πιο χαλαρή στάση του.

Μέσα και έξω από το γήπεδο, το παιχνίδι του Ντελ Πιέρο είχε να κάνει με το μυαλό, αλλά του Τότι πάντα με την καρδιά. Έτσι, ίσως δεν είναι περίεργο εκ των υστέρων ότι χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για να διαπρέψει. Δεν αποτελεί επίσης έκπληξη το γεγονός ότι άρχισε να δείχνει τις εξαιρετικές του δυνατότητες υπό τις οδηγίες του Ζντένεκ Ζέμαν, που πρωταρχικός του στόχος ήταν να μπει το γκολ με τον πιο όμορφο δυνατό τρόπο. Η αποδοτικότητα περνούσε σε δεύτερη μοίρα για τον Τσέχο, οπότε και υπήρχε χώρος για τις παρορμήσεις του Τότι.

Με έναν προπονητή που κατάλαβε το στυλ του, ο Τότι άρχισε να ανθίζει. Διαδέχτηκε τον Τζιανίνι και πήρε το νούμερο 10, φτάνοντας για πρώτη φορά σε διψήφιο αριθμό τερμάτων τη σεζόν 1997 – 1998 και ξανά, ως αρχηγός του συλλόγου, το 1998 – 1999. “Το ποδόσφαιρο του Ζέμαν είναι το καλύτερο πράγμα για το οποίο μπορεί να ελπίζει ένας επιθετικός”, σχολίασε κάποτε με νόημα. Ο Ζέμαν επέστρεψε το κομπλιμέντο όταν του ζητήθηκε να ονομάσει τους πέντε καλύτερους Ιταλούς παίκτες, δηλώνοντας με έμφαση: “Τότι, Τότι, Τότι, Τότι και Τότι”.

Συμμετοχές στην εθνική

Σε επίπεδο συλλόγων, οι Ντελ Πιέρο και Τότι οδήγησαν αμφότεροι τις ομάδες τους σε τίτλους. Ο πρώτος έγινε πρώτος σκόρερ και αρχηγός στη Γιουβέντους, κέρδισε δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα και έφτασε σε τρεις διαδοχικούς τελικούς Τσάμπιονς Λιγκ. Ο δεύτερος – ως μέρος μίας ελίτ τριάδας στην επίθεση, που περιλάμβανε επίσης τον Βιντσέντσο Μοντέλα και τον Γκαμπριέλ Μπατιστούτα – μετά από 18 χρόνια ξηρασίας βοήθησε τη Ρόμα να κατακτήσει το τρίτο της σκουντέτο το 2001.

Ωστόσο, σε διεθνές επίπεδο, τα δύο μεγάλα δεκάρια μπλέχτηκαν σε μία παλιά διαμάχη. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, ο προπονητής της εθνικής ομάδας της Ιταλίας, Φερούτσιο Βαλκαρέτζι, κλήθηκε να αποφασίσει ποιος εκ των Τζιάνι Ριβέρα της Μίλαν και Σάντρο Ματσόλα της Ίντερ έπρεπε να παίξει. Και οι δύο ήταν ήταν ηγέτες και και εξαιρετικοί ποδοσφαιριστές υψηλού επιπέδου. Αλλά με το κατενάτσιο να επικρατεί εκείνη την εποχή υπήρχε, στην καλύτερη περίπτωση, ανησυχία στη σκέψη των δύο να παίζουν μαζί στην ομάδα. Τη λύση έδωσε ο Βαλκαρέτζι: κάθε παίκτης θα έπαιζε 45 λεπτά στον αγώνα, ένα ημίχρονο εντός και ένα εκτός.

Αυτή η αβεβαιότητα σχετικά με το πόση δημιουργικότητα μπορεί να ενσωματωθεί στη σύνθεση της Ιταλίας συνεχίστηκε πολύ μετά την απόσυρση των Ριβέρα και Ματσόλα. Ο Τότι και ο Ντελ Πιέρο έφεραν στο προσκήνιο το θέμα τη δεκαετία του 1990 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Ο Ντελ Πιέρο έπαιξε στην εθνική το 1995 και πήρε μέρος στο Γιούρο του 1996, ενώ ο Τότι προσπαθούσε ακόμη να βρει τη θέση του στη Ρόμα. Ωστόσο, ο παίκτης της Γιουβέντους δυσκολεύτηκε να αποδώσει στη διεθνή σκηνή. Αντίθετα, ο Τότι, μετά το ντεμπούτο του στην εθνική το 1998, πρωταγωνίστησε στο Γιούρο του 2000. Σημείωσε, μάλιστα, ένα υπέροχο γκολ στον ημιτελικό με την Ολλανδία και καθιερώθηκε ως σταρ εκτός της χώρας του. Στον τελικό της ίδιας διοργάνωσης, ο Ντελ Πιέρο δεν αξιοποίησε αρκετές ευκαιρίες, και καθώς η Ιταλία έχασε από τη Γαλλία, του αποδόθηκαν ευθύνες για την ήττα.

Ο Τότι και ο Ντελ Πιέρο είχαν ρόλο και στην επιτυχία της Ιταλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006. Το γκολ του παίκτη της Γιουβέντους στον ημιτελικό με τη Γερμανία ήταν μία από τις πιο αξέχαστες στιγμές των “ατζούρι” τα τελευταία χρόνια.

Η κληρονομιά που άφησαν πίσω

Οι δύο παίκτες μοιράστηκαν τα φώτα της δημοσιότητας και ξεκίνησαν πολλές συζητήσεις για το ποιος είναι καλύτερος. Ο Ντελ Πιέρο κέρδισε περισσότερα πρωταθλήματα, αλλά το έκανε με μία παραδοσιακά πιο επιτυχημένη ομάδα. Ο Τότι έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο σε διεθνές επίπεδο, αλλά πέτυχε λιγότερα εντός συνόρων.

Ο Ντελ Πιέρο, ενώ ήταν ποδοσφαιρικό προϊόν της Πάντοβα, έγινε θρύλος της Γιουβέντους. Ξεπέρασε τους τραυματισμούς, τις αμφιβολίες και τις αθέμιτες συγκρίσεις με παλιότερους παίκτες για να φορέσει τη φανέλα με το νούμερο 10 των ”μπιανκονέρι” με αξιοπρέπεια. Παρέμεινε στην ομάδα ακόμη και μετά τον υποβιβασμό της στη Serie B με το σκάνδαλο Καλτσιόπολι. Τελικά έφυγε για το Σίδνεϊ, αλλά μόνο αφότου ο σύλλογος επέστρεψε στην κορυφή της Serie A.

Ο Τότι, που λάτρεψε τη Ρόμα, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 2017. Ίσως η μακριά καριέρα του μπορεί να αποδοθεί στη συναισθηματική ενέργεια με την οποία έπαιζε σε κάθε εμφάνισή του. Η επιθυμία να αγωνιστεί στη Ρόμα και απλώς να παίξει ποδόσφαιρο τον έκανε να συνεχίσει στο “Ολίμπικο”, ακόμη και έξι χρόνια μετά από τότε που πολλοί πίστευαν ότι θα σταματούσε.

Οι Ντελ Πιέρο και Τότι ήταν, τελικά, διαφορετικοί παίκτες. Ο πρώτος ήταν πιο επιθετικός, δούλεψε σκληρά και είχε τον έλεγχο για να παίξει σε πιο αυστηρές θέσεις στον χώρο. Η φυσική προτίμηση του τελευταίου ήταν να περιφέρεται ελεύθερα, να περιπλανιέται εκεί που τον πηγαίνει η μπάλα. Ένα στυλ που η ομάδα του προτιμά όλο και περισσότερο με τα χρόνια.

Ίσως το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι αμφότεροι, ο καθένας με τη δική του φιλοσοφία στο ποδόσφαιρο, άφησαν το στίγμα τους σε μία εποχή αυξανόμενης συστηματοποίησης. Με την επιτυχία της Μίλαν του Αρίγκο Σάκι στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η άποψη ότι όλοι οι παίκτες θα πρέπει να είναι σε θέση να αμυνθούν και να επιτεθούν έγινε πιο διαδεδομένη στην Ιταλία. Το γεγονός ότι ο Τότι και ο Ντελ Πιέρο διαψεύδουν αυτή τη θεωρία αποτελεί απόδειξη του μεγαλείου τους.