Συνέντευξη της φωτογράφου Χριστίνας Καλλιγιάννη στον Ανδρέα Κατσικούδη για το polismagazino.gr
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, με ένα διάλειμμα τριών ετών που έζησα στην Ιταλία. Οι βασικές μου σπουδές (πτυχίο και μεταπτυχιακό) είναι στα Νομικά, αλλά σπούδασα και φωτογραφία στην E.S.P. στην Αθήνα (τον καιρό της μεγάλης άνθισης των σχολών φωτογραφίας) και τα τελευταία χρόνια ολοκλήρωσα και μια διδακτορική διατριβή στο Πάντειο που έχει σχέση με το φωτορεπορτάζ και την επίδρασή του στην αντίληψη της σύγχρονης ιστορίας. Υπήρξα για λίγα χρόνια δικηγόρος, αλλά από το 2002 είμαι φωτογράφος.

Μου άρεσε πολύ να φωτογραφίζω από πολύ μικρή. Ακούγεται κλισέ, ίσως και να είναι, αλλά στα δέκα μου, ας πούμε, δεν ζήτησα δώρο κούκλα ή παιχνίδι, αλλά μια KODAK Instamatic που είχε βγει τότε, με φιλμ «κασέτα 110» που είχε μια περιστρεφόμενη θήκη που γινόταν χερούλι! Όμως ήταν κατά τη διάρκεια των σπουδών μου που άρχισα να έχω σοβαρές φωτογραφικές ανησυχίες. Μου έκανε δώρο ο πατέρας μου τότε το πρώτο φωτογραφικό βιβλίο που διάβασα, το «Φωτογραφία» του Πλάτωνα Ριβέλλη, και έτσι νομίζω ότι πείστηκα ότι ήθελα οπωσδήποτε να ασχοληθώ πιο σοβαρά. Μόλις τελείωσα το πανεπιστήμιο πήγα στην E.S.P.
Τώρα η απάντηση στο «γιατί;» νομίζω ότι είναι βαθιά ψυχολογική. Θα πω αυτό που λέω όταν κάνω σεμινάρια: «Με το κλικ που κάνεις κρατάς ένα κλάσμα του χρόνου για πάντα δικό σου».
Είμαι από τους τυχερούς της εποχής που οι σχολές φωτογραφίας ήταν πολλές και είχαν εξαιρετικό διδακτικό δυναμικό. Στην E.S.P. τότε, με την καθοδήγηση του αείμνηστου Σταύρου Μωρεσόπουλου και του Κωστή Αντωνιάδη που ήταν διευθυντής σπουδών, είχαμε εξαιρετικούς καθηγητές, πολλοί από τους οποίους είναι μέχρι και σήμερα καθηγητές στο Π.Α.Δ.Α. ή/και πολύ επιτυχημένοι φωτογράφοι. Νατάσσα Μαρκίδου, Ελένη Μαλιγκούρα, Πάνος Κοκκινιάς, Κώστας Λαγός, Παναγιώτης Κάτσος, είναι μερικοί μόνο από το φανταστική ομάδα που είχαμε να προσπαθούν να μας μάθουν φωτογραφία πέραν της κυρίαρχης τότε αισθητικής των περιοδικών – την οποία εγώ λάτρευα, για να τα λέμε όλα!

Ως προς το ποιοι με βοήθησαν προσωπικά στην πορεία μου, θα πω με απόλυτη ειλικρίνεια ότι δεν πιστεύω ότι υπάρχει έστω και ένας άνθρωπος στην ζωή μας που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δεν μας έχει βοηθήσει. Κάποιοι φαίνεται αμέσως ότι είναι καλοί για εμάς, κάποιοι άλλοι μας δίνουν πιο δύσκολα μαθήματα. Ας πούμε ότι μια καθοριστική στιγμή για εμένα ήταν η συνεργασία μου με το ένθετο της Ελευθεροτυπίας τότε, το ΓΕΩτρόπιο, όπου ξεκίνησε να δημοσιεύεται η δουλειά μου και ο άνθρωπος που μου άνοιξε αυτή την πόρτα – χωρίς να με ξέρει ή να έχει οποιαδήποτε σύσταση για εμένα – ήταν ο υπεύθυνος ύλης, ο Δημήτρης Παπαθανασίου. Του άρεσε η δουλειά μου και του άρεσε και το ότι μπορούσα να γράφω και κείμενο για τα ταξιδιωτικά θέματα που του πήγαινα κι έτσι η συνεργασία μου με το περιοδικό κράτησε από το 2002 μέχρι και το 2010 που δυστυχώς σταμάτησε να κυκλοφορεί.

Επόμενη σημαντική στιγμή ήταν η γνωριμία μου με τον Μενέλαο Μελετζή και η συνεργασία μου το περιοδικό PHOTOnet, το 2005, που διαρκεί ακόμη σήμερα. Ο Μενέλαος και ο τότε αρχισυντάκτης και νυν εκδότης Κωνσταντίνος Φλώρος με έβαλαν σε ένα πεδίο που ακόμη τότε ήταν ανεξερεύνητο για εμένα, αυτό της τεχνικής αξιολόγησης του εξοπλισμού.
Και πιο πρόσφατα, την τελευταία δεκαετία, είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με δύο πολύ σπουδαίους φωτογράφους, ο καθένας στο είδος και το ύφος του, τον Παύλο Φυσάκη πρώτα και τον Θανάση Σταυράκη από το 2018 και μετά, με τους οποίους δούλεψα και δουλεύω πάνω στο κομμάτι της διοργάνωσης εκθέσεων και της προσπάθειας δημιουργίας καλύτερης επαφής του ευρέως κοινού με την σύγχρονη φωτογραφία και πιο συγκεκριμένα το φωτορεπορτάζ.
Η σχέση μου τη φωτογραφία είναι μόνιμη, επαγγελματική και πολύπτυχη. Έχω και αμιγώς φωτογραφικές αναθέσεις, αλλά αφιερώνω αρκετό χρόνο στην διοργάνωση των εκθέσεων του Athens Photo World, ενώ κατά καιρούς υπάρχουν και κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες συνεργασίες διδακτικού τύπου (σεμινάρια).

Το Athens Photo World δημιουργήθηκε πάνω σε μια ιδέα του Θανάση Σταυράκη (chief photographer στο πρακτορείο Associated Press). Το όραμα ήταν και παραμένει η ανάδειξη του σύγχρονου φωτορεπορτάζ και των πρωταγωνιστών του και της συνεισφοράς τους στη διαμόρφωση της εικόνας του κόσμου μας και της ιστορίας την ώρα που γράφεται. Μέσα από μια σειρά εκθέσεων που ξεκίνησαν το 2019 με την μεγάλη έκθεση του αείμνηστου Γιάννη Μπεχράκη (η βοήθεια του οποίου ήταν καθοριστική στην έναρξη αυτού του εγχειρήματος) εξακολουθούμε μέχρι και σήμερα, ανάλογα με τους διαθέσιμους κάθε χρονιά πόρους, να φέρνουμε στο κοινό εκθέσεις φωτορεπορτάζ που δείχνουν τον σύγχρονο κόσμο.
Σε αυτά τα εγχειρήματα δεν υπάρχουν στεγανά ως προς το ποιος κάνει τι. Όλοι κάνουν το παν δυνατόν – ανάλογα με τις δυνάμεις και τις ιδέες τους – για να πετύχει το τελικό αποτέλεσμα. Από την δική μου την πλευρά, υπάρχει ένα κομμάτι δημιουργικό που είναι τα κείμενα των εκθέσεων και των δράσεων, κάποιες επιλεκτικές επιμέλειες και η αρχειακή φωτογράφιση των εκθέσεων. Και υπάρχει και ένα κομμάτι πιο διαδικαστικό που αφορά στον συντονισμό όλων των επιμέρους παραγόντων που συντελούν στο τελικό αποτέλεσμα (επικοινωνία, προτάσεις, οικονομικά, τύπος κλπ).

Είχα μακροχρόνιες συνεργασίες με το ΓΕΩτρόπιο, το Σαββατιάτικο ένθετο της Ελευθεροτυπίας, με τα Ταξίδια που είναι ένα από τα ένθετα της Καθημερινής της Κυριακής και με το PHOTOnet με το οποίο εξακολουθεί μέχρι και σήμερα η συνεργασία μου. Κατά καιρούς είχα δημοσιεύσεις και σε άλλα περιοδικά, είτε των ίδιων ομίλων ή και ανεξάρτητα και είχα την χαρά να έχω και μία μικρή δημοσίευση στην Ελληνική έκδοση του National Geographic. Μια χρονιά δημοσιευόταν σταθερά η ταξιδιωτική μου δουλειά σε ένα περιοδικό, το departure blvd, που δεν μακροημέρευσε παρά την πολύ καλή ιδέα και την γνήσια επιθυμία της εκδοτικής του ομάδας για μια ποιοτική πρόταση. Η πρώτη μου έντυπη δημοσίευση ήταν το άρθρο μου για την Μονεμβασιά, τον Οκτώβριο του 2002, στο ΓΕΩτρόπιο. Δεν ήταν μόνο η πρώτη ήταν και μεγάλη, 15 σελίδες. Νομίζω ένιωσα το ίδιο περήφανη όταν είχα πάρει το πτυχίο μου. Ήταν για εμένα το ξεκίνημα για να μπορώ να λέω «είμαι φωτογράφος».
Δεν πιστεύω ότι για κάποιον που γίνεται φωτογράφος υπάρχει κάτι που ΔΕΝ του/της αρέσει να φωτογραφίζει. Η φωτογραφία είναι μια ψυχική διαδικασία, είναι το κλικ, είναι το πάγωμα του χρόνου σε μια στιγμή που την κάνεις για πάντα δική σου αυτό που σε καθοδηγεί και ίσως και να σε καθορίζει. Πολλές φορές δεν φωτογραφίζουμε καν για το «θέμα» αλλά για τη στιγμή. Είναι η στιγμή που είναι σημαντική και το μάτι μας ψάχνει να βρει ένα κάδρο που θα την συνοδεύσει και θα μας συνοδεύσει κι εμάς … για πάντα.
Έχω κάνει πολλή δουλειά με αυτό που λέμε ταξιδιωτική φωτογραφία, αλλά και στην ταξιδιωτική μπορείς να φωτογραφίζεις από τοπία μέχρι ανθρώπους, αντικείμενα ή απλώς το ίδιο το φως και τις εναλλαγές του από μέρος σε μέρος. Δεν έχω αγαπημένο μέρος, έχω όμως αγαπημένο φως, το κόντρα. Σπάζοντας κάθε ακαδημαϊκό κανόνα, πιστεύω ότι οι φωτογραφίες με κόντρα φως, με τον ήλιο ή οποιαδήποτε φωτιστική πηγή μέσα στο κάδρο, είναι μοναδικές και πολύ πιο χαρακτηριστικές για ένα μέρος ή και για ένα πορτρέτο από ότι οι παραδοσιακές «σωστές» λήψεις.

Ως προς το τί φωτογραφίζω, θα έλεγα ότι κυρίως προτιμώ το πορτρέτο, τη θάλασσα και τις νυχτερινές λήψεις. Αλλά, όπως είπα και παραπάνω, πιο πολύ έχει να κάνει με τις στιγμές, παρά με το θέμα. Και στα πορτρέτα πολλές φορές παίρνεις τον άνθρωπο, τον ντύνεις, τον στήνεις, τον φωτίζεις, τον ζαλίζεις με το “κοίτα εδώ, κοίτα εκεί, κοίτα πάνω, κοίτα κάτω, ένα τσικ αριστερά ένα τσικ πιο δεξιά, κάνε και μια τούμπα αν μπορείς”, αλλά η καλύτερη φωτογραφία θα είναι ένα άσχετο κλικ την ώρα που γελάει ή που θυμώνει ή που κάνει μια αυθόρμητη κίνηση μεταξύ προγραμματισμένων λήψεων. Και τη νύχτα το ίδιο, μπορεί να έχεις ένα πολύ ενδιαφέρον αστικό νυχτερινό τοπίο, αλλά μια στιγμή περνάει ένα όχημα και αφήνει τη γραμμή των φώτων του ή ένας άνθρωπος σου δίνει μια τέλεια σιλουέτα. Όλα είναι στην στιγμή και όχι στο είδος.
Μου αρέσει πάρα πολύ η φωτογραφία μόδας, κι ας μην έχω κάνει (εκτός από κάποιες επιδείξεις παλιότερα). Η φωτογραφία μόδας και παλιότερα που ακολουθούσε πολύ αυστηρά τεχνικά μοτίβα και τώρα που είναι πιο απελευθερωμένη από στεγανά, είναι εξαιρετικά δύσκολη και καλλιτεχνικά πάντα ενδιαφέρουσα. Και φυσικά έχω τον απόλυτο σεβασμό για το φωτορεπορτάζ. Για την ακρίβεια πιστεύω ότι η πεμπτουσία της φωτογραφίας είναι το φωτορεπορτάζ. Όλοι οι άλλοι απλώς παίζουμε με τα παιχνίδια μας. Το να μπορείς να αντιληφθείς, να συλλάβεις, να φωτογραφίσεις αυτό που γίνεται γύρω σου σε μια συνθήκη που είναι απόλυτα εκτός του ελέγχου και των δυνάμεών σου – ενίοτε επικίνδυνη και για εσένα και για όλους όσοι είναι παρόντες – και να κάνεις μια εικόνα που και να λέει κάτι πληροφοριακά και να είναι αισθητικά ενδιαφέρουσα, είναι το μεγαλύτερο στοίχημα της φωτογραφίας και η πραγματική ουσία της λέξης.

Στο μακρινό παρελθόν (2006) είχα κάνει μια έκθεση με φωτογραφίες που ενώ ήταν από ταξίδια δεν ήταν καθόλου αποκαλυπτικές του μέρους. Γενικά δεν είμαι πολύ επιμελής σε αυτό το θέμα. Ξεκινάω αρκετά πράγματα αλλά μετά τα αφήνω και περιμένουν, γιατί μου τραβάει την προσοχή κάτι άλλο. Παλιά είχα κάνει μια μεγάλη σειρά πορτρέτων βικτωριανής αισθητικής που θα ήθελα κάποια στιγμή να συνεχίσω. Κατά την πανδημία ξεκίνησα να δουλεύω πάνω σε δύο μεγάλες ιδέες, η μία προσχεδιασμένη και η άλλη προέκυψε. Η μία έχει να κάνει με μια σειρά πορτρέτων συγκεκριμένης θεματολογίας και ελπίζω μέσα στους επόμενους 4 μήνες να την ολοκληρώσω. Η άλλη έχει να κάνει με τη θάλασσα και θα μπορούσε να σταθεί εκθεσιακά οποιαδήποτε στιγμή.
Γράφω επίσης. Έχουν ήδη εκδοθεί δύο μυθιστορήματά μου και είμαι στην μέση της συγγραφής του τρίτου. Νομίζω γίνεται το ανάποδο, η φωτογραφική μου δουλειά δίνει έμπνευση στις ιστορίες που γράφω, και στους χαρακτήρες και στις περιγραφές. Ας πούμε στο πρώτο μου μυθιστόρημα που λέγεται «Στιγμές παράλληλες» η κεντρική ηρωίδα είναι φωτογράφος και με βοήθησε πολύ και το φωτογραφικό υλικό που έχω από τη Μάλτα και από την Ταϊλάνδη. Όμως η αλήθεια είναι ότι στην επαγγελματική πορεία μου, η ικανότητα να γράφω με βοήθησε πάρα πολύ γιατί όλα μου τα ταξιδιωτικά θέματα, με ελάχιστες εξαιρέσεις συγκεκριμένων αναθέσεων, τα συνόδευα με εμπειρικό κείμενο, κάτι που άρεσε πολύ στα περιοδικά γιατί ξέφευγε από το αποστειρωμένο πληροφοριακό. Και στην διοργάνωση των εκθέσεων η καλή πένα βοηθάει στα κείμενα.

Η έμπνευση έρχεται δουλεύοντας. Έχω διαπιστώσει, κι αυτό ήδη από την αρχή, από τότε που ήμουν στη σχολή, όσο πιο πολύ σχεδίαζα τι θα κάνω, τόσο πιο λίγο μου άρεσε το αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι καθώς δούλευα – είτε σε εξωτερικό χώρο ή σε στούντιο – μου έρχονταν ιδέες επί τόπου. Άλλοτε είχε να κάνει με το ίδιο το θέμα και τις δυνατότητές του που έβλεπα να αποκαλύπτονται μπροστά μου και άλλοτε είχε να κάνει με παιχνίδια τεχνικής με τα οποία αποφάσιζα να πειραματιστώ. Όπως ας πούμε οι λήψεις με κόντρα φως. Δεν τις σχεδίασα ποτέ, αλλά όταν τις έκανα – και σε τοπίο και σε πορτρέτα – το αποτέλεσμα με δικαίωνε
Η πρώτη φωτογραφία που με είχε εντυπωσιάσει ήταν το Mainbocher Corset του Horst P. Horst (1939). Όλη φωτογραφία μόδας της δεκαετίας του ’90 μου άρεσε πολύ, ξόδευα πολλά πολλά πολλά χρήματα σε περιοδικά, και ελληνικά και ξένα, αλλά παρακολουθούσα φανατικά και το National Geographic και την ελληνική έκδοση όσο κράτησε. Δεν μπορώ να πω αν κάποιος ειδικά έχει καθορίσει το βλέμμα μου, νομίζω πιο πολύ η εποχή εκείνη. Με είχε εντυπωσιάσει πολύ ο David LaChapelle, οι δουλειές του Lindberg μου φαίνονταν καθηλωτικές, η Madonna όπως και να την φωτογράφιζε ο Herb Ritts. Ένας φωτογράφος που δεν είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα είναι ο Ruven Afanador που μου αρέσει γιατί δεν εγκλωβίζεται σε μανιέρες. Μπορεί να δεις τρεις τελείως διαφορετικές δουλειές και να είναι όλες δικές του. Από σκηνοθέτες θα ξεχωρίσω τον Christopher Nolan για τις αριστουργηματικές συνθέσεις του και τον Michael Mann για την απόδοση της νυχτερινής εικόνας. Θεωρώ το Collateral ύμνο και μάθημα νυχτερινής εικόνας. Και το Drive του Refn μου άρεσε και για τα πλάνα του οδηγού και για τον τρόπο που χειριζόταν το χρώμα και τα κοντινά του, σε όλους τους χαρακτήρες.

Σαν έφηβη παρακολουθούσα πολύ τα μουσικά πράγματα, ακριβώς επειδή τότε ήταν πιο δύσκολο. Μου άρεσε – και ήξερα πολλά για καλλιτέχνες και τα συγκροτήματα – η pop των ‘80s και ‘90s, αλλά αγαπούσα πολύ και την Rock ενίοτε και σκληρή, αλλά όχι ακραία. Λάτρευα τον Billy Idol και τον ήχο που ενώ ήθελε να είναι σκληρός στην πραγματικότητα πατούσε πάνω σε πολύ ωραίες μελωδίες. Καθώς περνούσε ο καιρός και άλλαζε το μουσικό τοπίο με γοήτευσε πολύ το νέο ύφος της ροκ μουσικής. Μου αρέσουν οι Muse, αλλά ξεχωρίζω τους Evanescence και Linkin Park. Ο Chester Bennington είναι ο μόνος άνθρωπος που χωρίς να γνωρίζω προσωπικά, χωρίς να ήταν φίλος ή έστω γνωστός μου, έκλαψα για τον θάνατό του με λυγμούς. Είχα γράψει κι ένα μεγάλο κείμενο στο FB τότε. Αγαπώ Lana Del Rey κι ας λένε ότι είναι κλάψα! Μου αρέσει και η rap, λατρεύω τον συνδυασμό μεταξύ μπιτ και μελωδίας με στίχους που χτυπάνε στο ψαχνό συνήθως, είτε κοινωνικά είτε προσωπικά, αλλά δεν έχω παρακολουθήσει όσο θα ήθελα ώστε να έχω πιο βαθιές γνώσεις πέραν των βασικών: Eminen, Dr Dre, λίγο Wiz Khalifa και σε εμάς Going Through, Ημισκούμπρια και Μιθριδάτη σόλο καριέρα. Ειδικά τον Μιθριδάτη τον θεωρώ εξαιρετικά ευφυή καλλιτέχνη – και μουσικά και εικαστικά.
Ο εξοπλισμός σε όλες τις δουλειές είναι σημαντικός. Όμως όταν ξέρεις, μπορείς να καταφέρεις να υλοποιήσεις πάρα πολλές ιδέες και με λιγότερο εξελιγμένα μέσα, προφανώς μέσα στο πλαίσιο των προδιαγραφών τους. Ο εξοπλισμός κάνει τη δουλειά πιο εύκολη και πιο γρήγορη, μπορεί να βοηθήσει και σε αποτελέσματα που διαφορετικά θα ήταν ή ανέφικτα ή πάρα πολύ δύσκολα και χαμηλής ποιότητας. Ωστόσο, ισχύει ότι οι φωτογράφοι είμαστε και λίγο γκατζετάκηδες. Μας γοητεύει το καινούριο, θέλουμε να παίξουμε, να δούμε τί μπορούμε να κάνουμε και πώς. Αυτό νομίζω ότι μόνο σε καλό μπορεί να βγει, γιατί έτσι πειραματίζεσαι και όσο πειραματίζεται κανείς, τόσο περισσότερα και πιο ενδιαφέροντα πράγματα δημιουργεί.

Ταλέντο ή δουλειά; Δουλειά χρειάζεται σίγουρα και αδιαπραγμάτευτα. Γιατί όσο μεγάλο ταλέντο κι αν έχει κάποιος αν δεν το δουλέψει, στην καλύτερη περίπτωση απλώς θα επαναλαμβάνεται και στη χειρότερη θα σβήσει, με την έννοια ότι δεν θα έχει τίποτε νέο να πει. Η δουλειά μπορεί να απογειώσει το ταλέντο και ταυτόχρονα να αναδείξει και ανθρώπους που με την πρώτη ματιά στη δουλειά τους δεν εντυπωσιάζεται κανείς. Άλλωστε, το είπα ήδη νομίζω, όσο πιο πολύ δουλεύεις τόσο πιο πολλά ανακαλύπτεις ότι μπορείς να κάνεις και ίσως εκεί ακριβώς να κρύβεται το ταλέντο ενός δημιουργού. Ή σε κάτι που δεν είχε δοκιμάσει ή ακριβώς στον πειραματισμό και την τόλμη για το καινούριο.
Έκανα την μετάβαση από μια σίγουρη δουλειά και μια σίγουρη ζωή σε έναν χώρο τελείως αβέβαιο, σε μια εποχή που ακόμη τα πράγματα δεν ήταν τόσο δύσκολα όσο έγιναν από την κρίση και μετά. Θεωρώ τον εαυτό μου πάρα πάρα πάρα πολύ τυχερό που έχω γύρω μου – από τους γονείς μου μέχρι όλους του φίλους μου – ανθρώπους που με έχουν στηρίξει πάντα και με πολλούς τρόπους, κυρίως όμως ψυχολογικά, ώστε ακόμη σήμερα να εξακολουθώ να βρίσκομαι στον ίδιο χώρο.

Ναι η φωτογραφία και η τέχνη μπορούν να μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους! Αναμφίβολα και αδιαπραγμάτευτα ΝΑΙ. Η φωτογραφία είναι μια απόλυτα ψυχική και μοναχική διαδικασία, ακόμη κι όταν φωτογραφίζεις κόσμο, πολύ κόσμο. Το σκόπευτρό σου και το κουμπί απελευθέρωσης είναι δικό σου, όσοι κι αν έχουν μπει μέσα στο κάδρο σου. Κάνεις κλικ όταν εσύ είσαι έτοιμος. Η ανάσα πριν το κλικ είναι η δική σου και η εκπνοή της έρχεται όταν εσύ είσαι χαρούμενος. Γνωρίζεις τον κόσμο μέσα από μάτια που δεν ήξερες ότι έχεις. Και όσο ασχολείσαι και με τις δουλειές και άλλων δημιουργών έρχεσαι σιγά σιγά κοντά και στις δικές τους μοναδικές στιγμές, τις στιγμές που καθόρισαν το αποτέλεσμα που βλέπουμε όλοι. Όλο αυτό δημιουργεί μοιραία μια ενδοσκόπηση κι αυτό είναι η αρχή για να γίνει κανείς όσο καλύτερος μπορεί.
Ειδικά αν έχει ασχοληθεί – έστω σαν θεατής μόνο – με το φωτορεπορτάζ, είναι αδύνατον να μην μπει στην διαδικασία να αναρωτηθεί «τι άνθρωπος είμαι;». Και μόνο που αναρωτιέται κανείς, έχει ήδη κάνει το βήμα προς έναν καλύτερο εαυτό. Προσωπικά με επηρέασε πάρα πολύ η ενασχόλησή μου – σε επίπεδο εκθέσεων και μελέτης – με το φωτορεπορτάζ και υπήρξε ουσιαστική και βαθιά επιρροή στη ζωή μου η γνωριμία μου με τον αείμνηστο Γιάννη Μπεχράκη. Είχα την τύχη να δουλέψω δίπλα του για πολύ λίγο καιρό, πέντε μήνες μαθητευόμενη στο Reuters το 2003, αλλά ο Μπεχράκης ακόμη κι όταν τσακωνόταν μαζί σου, σου μάθαινε πράγματα, όχι μόνο για τη φωτογραφία, αλλά και για τον κόσμο.
Για να μην είμαι αφοριστική και πω «όλοι», πιστεύω ότι πάρα πολλοί φωτογράφοι έχουν δώσει δωρεάν δουλειά, σε μια εποχή που υπήρχε ακόμη η ψευδαίσθηση του ότι «θα φανεί η δουλειά σου» και αυτό θα σου φέρει πληρωμένες αναθέσεις. Λάθος, η δωρεάν δουλειά φέρνει περισσότερη δωρεάν δουλειά. Όταν είναι κανείς νέος και στο ξεκίνημά του, αισθάνεται ότι χρειάζεται προβολή και πάνω σε αυτήν την ανάγκη – ουσιαστική και ψυχολογική – πατάνε όσοι ζητάνε. Δωρεάν υπηρεσίες καλό είναι να παρέχουμε σε συγκεκριμένους σκοπούς. Δεν θα πω συλλήβδην «φιλανθρωπικούς» γιατί κι εκεί μπορεί να υπάρχουν παγίδες. Αν μια πρόταση έχει συγκεκριμένο σκοπό, κοινό και αποδέκτες, ίσως και να μπορεί κανείς να βοηθήσει με τη δουλειά του. Επίσης να διακρίνουμε μεταξύ του δίνω δουλειά που είναι ήδη έτοιμη και έχει δημοσιευθεί, από το αναλαμβάνω νέα ανάθεση. Το τελευταίο θεωρώ ότι πια απλώς δεν πρέπει να γίνεται. Στην τελική ας μην ξεχνάμε ότι η φωτογραφία είναι μια υπηρεσία πολυτελείας, δεν είναι πρώτη ανάγκη, οπότε όποιος δεν μπορεί ή δεν θέλει να πληρώσει, ας μην ζητήσει.

Δεν θα ήθελα να δώσω συμβουλές, γιατί ίσως η καλύτερη συμβουλή είναι να μην ακούς τις συμβουλές κανενός. Κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του εμπειρίες και την δική του πορεία που εν πολλοίς διαμορφώθηκαν από τον χαρακτήρα και τις αποφάσεις του. Επίσης σε ένα τόσο αβέβαιο οικονομικό και επαγγελματικό τοπίο όπως το ελληνικό δεν υπάρχουν κανόνες και ο παράγων «συγκυρία» είναι πάντα πολύ πιο ισχυρός από ότι θα θέλαμε και το «ζω από τη φωτογραφία μόνο» είναι πολύ σχετικό. Θα πω όμως ότι όποιος θέλει να γίνει φωτογράφος πρέπει να δουλεύει πολύ τις ιδέες του, να πειραματίζεται με νέες ιδέες, να μην σταματάει ακόμη κι αν δεν υπάρχει κοινό. Οι φωτογραφίες μας πρέπει πρώτα από όλους να αρέσουν σε εμάς. Για εμάς τις τραβάμε. Εκτός από κάποιους τυχερούς που είχαν έτοιμες δουλειές από τους γονείς τους, όλοι οι άλλοι γίναμε φωτογράφοι από προσωπική ανάγκη και ψώνιο. Άρα είμαστε το πρώτο και το πιο αυστηρό κοινό μας.
Αυτή τη στιγμή που μιλάμε θέλω να ολοκληρώσω ένα φωτογραφικό project με μια σειρά πορτρέτων και επίσης να ολοκληρώσω το τρίτο μου μυθιστόρημα που είναι στη μέση Όχι, δεν είμαι σε κάποια ομάδα, κυρίως γιατί δεν μου μένει αρκετός χρόνος για κάτι τέτοιο. Η ομαδική δουλειά – για την οποία στη χώρα μας δεν φημιζόμαστε – είναι πάντα η πηγή πολλών καλών πραγμάτων. Οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν και η ιδέα του ενός μπορεί ή να δώσει μια νέα ιδέα σε κάποιον άλλο και το αποτέλεσμα να είναι μυθικό. Επίσης η ομάδα δημιουργεί μια αίσθηση δύναμης και προστασίας όταν χρειάζεται να διαπραγματευτείς είτε καλλιτεχνικά ή οικονομικά.
Να είμαστε ανοιχτοί στο καινούριο, ακόμη κι αν μας ξενίζει ή μας τρομάζει. Η κοινωνία προχωράει και μαζί της προχωράμε κι εμείς. Οι αγκυλώσεις σε αυτό που κάποτε ήταν δεν ωφελούν. Το παρελθόν πρέπει να μας διδάσκει, αλλά όχι να μας φυλακίζει
FB: xristinak71
Instagram: xristina_kalligianni/
LinkedIn:chriskall/