Λευτέρης Καλπακτσίδης: “η μουσική είναι ένα όλον. Δεν έχει είδη. Δεν έχει όρια. Οι άνθρωποι, οι μουσικοί, είναι αυτοί που θα της δώσουν σχήμα”

Η μουσική ενώνει τους λαούς και τους πολιτισμούς;

Όσο παλιά και αν κοιτάξουμε θα δούμε πως η μουσική ήταν μια ευκαιρία, μια «δικαιολογία», αν θέλετε, των ανθρώπων για να συνυπάρξουν, να αισθανθούν, να νιώσουν.

Από το πιο μικρό παιδί μέχρι τον γηραιότερο, από τον πιο φτωχό μέχρι τον πιο πλούσιο, από το νανούρισμα της μάνας μέχρι την πιο μεγαλοπρεπή όπερα, η μουσική τους έφερνε, τους φέρνει και θα τους φέρνει κοντά, για να χορέψουν, να γιορτάσουν, να γελάσουν, να κλάψουν να αγαπήσουν, να ζήσουν.

Έστω και στιγμιαία. Νομίζω ότι είναι στη φύση του ανθρώπου να αναζητά αυτές τις (εκ)λάμψεις φωτός, ακόμα και αν θεωρεί πως δεν τις χρειάζεται. Η μουσική μπορεί να φέρει κοντά λαούς και πολιτισμούς με έναν μοναδικό τρόπο, αρκεί να είμαστε συνειδητά ανοιχτοί και να αγκαλιάσουμε αυτό το φως που μας δίνεται και θα μας δίνεται.

Ποιόν μουσικό θαυμάζετε και γιατί;

Μπορεί να ακουστεί κλισέ, αλλά ένας καλός μουσικός ξέρει τις δυνατότητές του, έμφυτες και μεταγενέστερα κατεκτημένες, δεν αυταπατάται γι’ αυτές, και φυσικά δεν παύει ποτέ να επενδύει στο μέγιστο για να τις «τελειοποιήσει». Αυτός είναι ο τύπος του μουσικού που θαυμάζω.

«Η μουσική είναι μία, οι μουσικοί πολλοί.» Πως θα περιγράφατε αυτή την πρόταση;

Η μουσική είναι ένα όλον. Δεν έχει είδη. Δεν έχει όρια.

Οι άνθρωποι, οι μουσικοί, είναι αυτοί που θα της δώσουν σχήμα. Και το κάθε σχήμα διαφορετικό. Ανάλογα με το τι θέλει ο καθένας να πει, να εκφράσει.

Και αυτό είναι μαγικό. Παράλληλα και επικίνδυνο. Κάτι τόσο άυλο, αλλά πραγματικό, να μπορεί να μεταμορφωθεί και να προσφέρει ότι εμείς του ζητήσουμε. Αξιοθαύμαστο πραγματικά.

Γιατί χρειάζεται η μουσική παιδεία; Είναι πολυτέλεια ή ανάγκη;

Η μουσική προϋπήρχε στη φύση, και άρα ήταν φυσικό να περάσει και στη ζωή του ανθρώπου, ως κάτι φυσικό. Και δεν εννοώ κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο.

Είναι συνδεδεμένη με πάρα πολλές αρετές έτσι, που μόνο καλό μπορεί να προσφέρει. Άρα είναι, σχεδόν, υποχρέωση να της δώσουμε την προσοχή μας. Βέβαια, στις μέρες μας δεν είναι διόλου εύκολο, καθώς έχει καταντήσει πολυτέλεια κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο, με αποτέλεσμα η πρόσβαση σε αυτό να είναι περιορισμένη.

Αλλά το οφείλουμε στον εαυτό μας να κάνουμε την καλύτερη προσπάθεια για την ανακάλυψη και την εξέλιξή του και σίγουρα θα μας δώσει κάτι σε ανταπόδοση. Σίγουρα. Ίσως όχι πάντα κάτι άμεσο. Αλλά αυτή είναι και η μαγεία του. Ποτέ δεν γνωρίζεις εκ των προτέρων.

Πώς μπορεί ένας γονιός να ανακαλύψει το ταλέντο του παιδιού του στη μουσική;

Το πρώτο βήμα μπορεί να γίνει από πολύ μικρή ηλικία, βάζοντας το παιδί να συμμετέχει σε δραστηριότητες μουσικής προπαιδείας, και εν συνεχεία σε παιδικές χορωδίες, σε ένα ωδείο και πάει λέγοντας. Αν το παιδί έχει ταλέντο θα φανεί, αργά ή γρήγορα.

Η μουσική θα καλέσει το παιδί και το παιδί τη μουσική. Η συμμετοχή του γονέα παίζει αρκετά σημαντικό ρόλο, όχι όμως καθοριστικό.

Ο γονέας, όμως, όπως και να έχει, το οφείλει στο παιδί του να είναι ο ίδιος σε επαγρύπνηση για να προσέξει τι θα ζητήσει το παιδί (τις περισσότερες φορές όχι με τον καθιερωμένο τρόπο) και να το βοηθήσει να ανακαλύψει τα ταλέντα και τις δυνατότητές του.

Διδάσκεται σήμερα η μουσική παράδοση μέσα από την εκπαίδευση;

Όχι. Η μουσική, αυτή καθ’ αυτή, είναι ένα στοιχείο το οποίο λείπει και παραμελείται στο δημόσιο σχολείο. Γι’ αυτό φυσικά έχει καταντήσει και πολυτέλεια.

Τα παιδιά θα είναι τυχερά μόνο αν υπάρξει κάποιος δάσκαλος που θα ενδιαφερθεί και θα έχει όρεξη να ασχοληθεί πραγματικά με τη μουσική. Τίποτα παραπάνω. Και αυτό είναι πολύ λυπηρό.

Υπάρχουν έλληνες αξιόλογοι μουσικοί, με μουσική κατάρτιση και γνώσεις;

Φυσικά και υπάρχουν! Και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Και επιφανείς και κάποιοι πιο «κρυμμένοι». Σε διάφορες ηλικίες και σε όλους τους τομείς. Και αυτό, φυσικά, είναι πολύ ευχάριστο: να βλέπεις συμπατριώτες σου να διαπρέπουν σε σημαντικές σκηνές του εξωτερικού, αλλά και του εσωτερικού.

Είναι κάτι που σε κάνει περήφανο. Το μόνο που με στεναχωρεί είναι ότι η ίδια η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει αυτά τα πρόσωπα, έτσι όπως τους αξίζει ή και καθόλου.

Συνήθως τα ονόματα κυκλοφορούν μόνο μέσα στον καλλιτεχνικό χώρο και αυτό δίνει και μια αίσθηση μιας «ελίτ», η οποία λανθασμένα έχει δημιουργηθεί.

Αποξενώνει και τις δύο πλευρές, κόβοντας τη σύνδεση του ευρύ κοινού με τον καλλιτέχνη. Και επειδή ήδη η Ευρωπαϊκή Μουσική Παράδοση είναι κάπως ξένη στην Ελλάδα, το κοινό δεν θα ασχοληθεί όσο ίσως θα επιθυμούσαμε.

Είναι υποχρέωση του καλλιτεχνικού χώρου σε αυτή την περίπτωση να βάλει τα δυνατά του για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του κοινού, κάτι, βέβαια, το οποίο βελτιώνεται όλο και πιο πολύ τα τελευταία χρόνια.

Ποια είναι τα μελλοντικά μουσικά σας σχέδια;

Αυτή την περίοδο συνεργάζομαι με τη βραβευμένη συγγραφέα και μουσικό Λίζα Κωνσταντοπούλου – είναι μια καταπληκτική και πρωτόγνωρη συνεργασία έχω να πω – με την οποία γράφουμε ένα (όχι επειδή είναι δικό μας) εξαίρετο μιούζικαλ και φυσικά ευελπιστούμε να το δούμε σύντομα στη σκηνή!

Ακόμη σχεδιάζω να επαναληφθεί, πιο εμπλουτισμένο αυτή τη φορά, και μουσικά και σκηνικά, το έργο μου “The Fount of Beauty” («Η Πηγή της Ομορφιάς»), σε ποίηση William Blake, που πρωτοπαρουσιάστηκε τον Απρίλιο στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.

Μου έχουν τραβήξει το ενδιαφέρον τελευταία – και μάλλον με έχουν μαγέψει –, οι νέες φόρμες μουσικής έκφρασης σε συνδυασμό με άλλες μορφές τέχνης, οπότε επενδύω συνθετικά εκεί.

Και τέλος, φυσικά, συνεχίζω τις σπουδές μου στο κλασσικό τραγούδι και στη θεωρητική κατάρτισή μου.

Βιογραφικό.

Ο Λευτέρης Καλπακτσίδης γεννήθηκε το 1998 στη Θεσσαλονίκη. Ξεκίνησε τις μουσικές του σπουδές με πιάνο και θεωρητικά, αποκτώντας πτυχίο «Αρμονίας».

Το 2016 φοιτά στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, κάνοντας τα πρώτα του βήματα στο κλασσικό τραγούδι (τάξη Ν. Φιόρου), ενώ από το 2018 μαθητεύει κοντά στη Χ. Γκλαβοπούλου. Την καλλιτεχνική σεζόν 2017-18 συμμετείχε στην όπερα του W. A. Mozart «Ο Μαγικός Αυλός» (Ταμίνο), σε σκηνοθεσία Κ. Ρουγγέρη (Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης).

Τον Δεκέμβριο του 2018 το έργο του “Civitas Libera” επιλέχθηκε και παρουσιάστηκε, σε κάλεσμα για νέους συνθέτες, από την Συμφωνική Ορχήστρα Δήμου Θεσσαλονίκης. Τον Απρίλιο του 2019, σε συνεργασία με το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, παρουσιάζει το έργο του “The Fount of Beauty”. Υπήρξε μέλος της Μικτής Χορωδίας Θεσσαλονίκης και του φωνητικού συνόλου “Contradition Ensemble”, έχοντας κάνει παράλληλα εναρμονίσεις και μεταγραφές για το τελευταίο.

Έχει διακριθεί σε διαγωνισμούς σύνθεσης της «Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών» και της «Βουλής των Εφήβων». Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια κλασσικού τραγουδιού με τον Ά. Χριστοφέλλη, P. Forget και διεύθυνσης ορχήστρας με τους Μ. Οικονόμου και Α. Κυριακίδου.