Η φωτοχρωματική ζωγραφική ανασύνθεση του Κλωντ Μονέ

Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ

O Κλωντ Μονέ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 14 Νοεμβρίου του 1840. Σε μικρή ηλικία στη Χάβρη της Νορμανδίας ήρθε σε άμεση επαφή με το φυσικό τοπίο που έγινε ο κύριος θεματογραφικός άξονας των ζωγραφικών του συνθέσεων. Mαθήτευσε στην τοπική σχολή καλών τεχνών και μετά πήγε στο Παρίσι για να φοιτήσει στην Ελβετική Ακαδημία, μέχρι τα δεκαεφτά του χρόνια. Το 1861 κατατάχθηκε στον γαλλικό στρατό και μετά από σύντομη θητεία στην Αλγερία λόγω ασθένειας  απολύθηκε. Τότε στράφηκε ολοκληρωτικά στην τέχνη, παρά την εναντίωση του οικογενειακού του περιβάλλοντος.

Ο νεαρός Κλωντ Μονέ ήταν αντίθετος στην έννοια της δεδομένης ακαδημαϊκής σπουδής αλλά και στις συντηρητικές αρχές περί τέχνης και ζωγραφικής που επικρατούσαν. Τότε γνώρισε τους Πιερ-Ογκίστ Ρενουάρ, Φρεντερίκ Μπαζίλ και Άλφρεντ Σίσλεϋ  και συναναστράφηκε με ομάδες καλλιτεχνών που ζωγράφιζαν σε υπαίθριους χώρους, εμπνεόμενοι από τον φυσικό περίγυρο τους. Η τεχνική που ανέπτυξαν βασιζόταν σε γρήγορες κινήσεις του πινέλου, ώστε να αιχμαλωτίσουν την στιγμιαία αίσθηση του χρώματος και της πρόσπτωσης του φως πάνω στο αισθητικό αντικείμενο, δίνοντας έμφαση στο οπτικό  φαινόμενο σύνθεσης που αργότερα ονομάστηκε ιμπρεσιονισμός.

Κατά την παραμονή του στο Παρίσι, ο Μονέ γνώρισε τη σύζυγό του, Καμίλ Νονσιέ, η οποία ήταν μοντέλο του σε αρκετά έργα. Με το ξέσπασμα του πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Πρωσίας το 1870, ο Μονέ και η οικογένειά του μετακόμισαν στην Αγγλία κι από εκεί πήγαν στην Ολλανδία. Κατά την διάρκεια της σύντομης μετακίνησης του, ο Μονέ ανέπτυξε ένα πιο ευαίσθητο κριτήριο για το φως και πώς αντανακλούν διαφορετικά τα τοπία, κάτι που συνηγόρησε στην ανάπτυξη της θεωρίας του για το χρώμα προφανώς μελετώντας και τους Άγγλους υπαιθριστές. Εκείνη την περίοδο, και μετά από την αυξανόμενη δημοτικότητα μορφών έκφρασης που ξέφευγαν από τα τετριμμένα, διοργανώθηκε η πρώτη έκθεση ιμπρεσιονισμού, όπου συμπεριλαμβάνονταν και κάποια από τα έργα που δημιούργησε ο Μονέ κατά την περίοδο της μετανάστευσής του.

Το 1879, κι ενώ η δουλειά τόσο του ίδιου όσο και των ομοτέχνων του άρχισε να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των φιλότεχνων κύκλων, ο Μονέ βίωσε την απώλεια της συζύγου του από φυματίωση, καταγράφοντάς τον, μάλιστα, στον καμβά. Ο Μονέ στη σύνθεση του τόνισε διαφορετικούς χρωματικούς τόνους του νεαρού της προσώπου, αποδίδοντας κυρίως τους μπλε, κίτρινους και γκρι τόνους θανάτου. Μια βαθιά αίσθηση της δικής του τραγωδίας, την συνειδητοποίηση του ότι μόνο με την τέχνη μπορούσε  να εκφράσει τα αληθινά του συναισθήματα. Τότε άρχισε να δημιουργεί μερικούς από τους εντυπωσιακότερους  πίνακές του του 19ου αιώνα, με πιο γνωστές τις σειρές με τους καθεδρικούς ναούς (ενότητα έργων που θεωρήθηκε σαν προσπάθεια να κρατήσει τη μνήμη της γυναίκας του ζωντανή) και τις σειρές γεωργικών και θαλασσινών τοπίων, οι οποίες προσεγγίστηκαν ως προσπάθειες εκτεταμένης αποτύπωσης της ατμόσφαιρας της γαλλικής επαρχίας.

Στις παραλλαγές με τις «Θημωνιές» απεικονίζονται 15 εντυπώσεις από το ίδιο τοπίο με θημωνιές σε διαφορετικές ώρες της ημέρας  και σε διαφορετικές εποχές. Ανάλογα αποτυπώνει και την σειρά με τις «Λεύκες». Η εικαστική σημασία δεν έχει να κάνει μόνο με την αναζήτηση της αρμονίας του φωτός και την λεπτομερή αποτύπωση κάθε χρωματικής πτυχής, από το παιχνίδισμα των σύντομων ακτινών μέχρι το λυκόφως, αλλά και με τις τεχνικές που ανέπτυσσε παράλληλα ο Μονέ, με τη χρήση διαγώνιων γραμμών που καθοδηγούσαν ελκυστικά το βλέμμα του θεατή πάνω στον καμβά. Το ύστερο έργο του Μονέ έχει μείνει γνωστό ως «εποχή του Ζιβερνύ». Το 1883 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο σπίτι ενός πάτρωνα των τεχνών. Όταν ο ιδιοκτήτης πτώχευσε και αφού παντρεύτηκε το 1891 την Άλις Οσεντέ, ο Μονέ αγόρασε την αγροικία.

Επένδυσε στην ανάπτυξη των κήπων και ενός θερμοκηπίου. Η περιβόητη λίμνη με τα νούφαρα και η ιαπωνική γέφυρα έχουν γίνει διάσημες.  Στην υπέροχη Bois de Boulogne πάρκο, το Musée Marmottan Monet είναι  για τους λάτρεις του ιμπρεσιονισμού τόπος προσκυνήματος. Το μουσείο παρουσιάζει τους πίνακες του κορυφαίου ιμπρεσιονιστή καλλιτέχνη της Γαλλίας.

Η συλλογή περιλαμβάνει σημαντικούς πίνακες και σχέδια του στο περιβάλλον που δημιουργήθηκαν. Η έκθεση ξεκινά με την Soleil Levant ζωγραφική (1872) και συνεχίζει χρονολογικά μέχρι τα Νούφαρα, που είχε ζωγραφίσει στα τελευταία του χρόνια, ενώ ζούσε και αποτύπωνε με εκπληκτική άνεση και αμεσότητα την χρωματική πανδαισία των κήπων του Giverny. Κυριολεκτικά σε ορισμένες από τις συνθέσεις οι χρωματικές επαλήψεις και οι συμπυκνωμένες φυσικές φόρμες αποτελούν αφηρημένες  εντυπωσιακές επιτεύξεις.

Τα νούφαρα είναι η μεγαλύτερη σειρά του Μονέ, αποτελούμενη από 250 ελαιογραφίες.  Ο ιδιοφυής ζωγράφος έμεινε εκεί μέχρι το θάνατό του το 1926 και κατέγραφε την δική του πρόσληψη του περιβάλλοντος με φόρμες που κυριολεκτικά διαλύονται στο φως. Παρά την αλλοιωμένη όρασή του,  ο Μονέ συνέχισε να παρατηρεί και να αποτυπώνει τον κόσμο όπως τον αντιλαμβανόταν, ακόμα και μέσα από το πρίσμα του γήρατος και των ασθενών αισθήσεων, κάνοντας προσωπική στάση το ιμπρεσιονιστικό πρόταγμα.

Ο Κλωντ Μονέ, από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της παγκόσμιας τέχνης και ηγετική φιγούρα του ιμπρεσιονισμού, ενός κινήματος που εμφανίστηκε στη Γαλλία τον 19ο αιώνα σχεδόν παράλληλα με την ανάπτυξη της φωτογραφίας, ως στάση ρήξης με την τέχνη που διακινούταν στις επίσημες εκθέσεις, στα λεγόμενα «salons». Οι εκπρόσωποι του κινήματος κατέγραφαν φαινόμενα και εικόνες στην πιο καίρια τους έκφραση, χρησιμοποιώντας διακριτές πινελιές αντί να τις αναμειγνύουν, δεν δέχονταν ως μόνο τρόπο έκφρασης του ψυχισμού την επιλογή χρωμάτων, αλλά την τεχνοτροπία, το υλικό, τις σκιές και αναβίβαζαν την προσωπική πρόσληψη, ανεξέλεγκτη έναντι του ρεαλισμού.

Η παραδοχή των μοντερνιστών που έφερε την αμφισβήτηση της μοναδικής αλήθειας, είχε εκφραστεί σε μία πιο πρωτόλεια μορφή με τον ιμπρεσιονισμό, όπου προτεραιότητα είχε η εντύπωση και οι αισθήσεις και όχι η ορθολογική παρατήρηση και καταγραφή με βασικό στόχο την πιστότητα. Ο Μονέ, έγινε εξαιτίας ενός τεχνοκριτικού ο «νονός» του κινήματος, αφού ο πίνακας του «Εντύπωση, ανατέλλων ήλιος» (Impression soleil), βάφτισε την νέα τεχνοτροπία.  

Το Musée de l’ Orangerie είναι ο χώρος όπου αναδεικνύεται η τέχνη του Μονέ. Το Μουσείο επικεντρώνεται στην ιμπρεσιονιστική τέχνη παρόμοια με το Musée d’ Orsay. Η κεντρική συλλογή σε ειδικές αίθουσες είναι η σειρά του Monet  «Μεγάλες Νυμφαίες». Οι τεράστιοι, πανέμορφοι πίνακες καλύπτουν ολόκληρο τον τοίχο των ημικυκλικών αιθουσών. Τα αμέτρητα νούφαρα ζωντανεύουν οπτικά στα νερά και αναδίδουν μια αίσθηση μυσταγωγικής υγρασίας που αποκρυσταλλώνεται από την δύναμη της μεγάλης τέχνης.

Κώστας Ευαγγελάτος Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης.

(Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο ένθετο Art and Business της εφημ. ΑΞΙΑ)