Εισβολή στην Ουκρανία – Αίτια, πιθανές εξελίξεις, γεωπολιτικές ισορροπίες και λοιποί προβληματισμοί

του Αριστείδη Μπόττα,
European Commission,  Research Executive Agency Απόφοιτος Διεθνών Σχέσεων (ΜΑ)

Η ιστορική εξέλιξη και η γεωγραφική θέση της Ουκρανίας είναι τέτοια που θα μπορούσε να αποτελεί μία γέφυρα ειρήνης μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Δυστυχώς δεν έγινε έτσι. Η παράνομη με βάση το Διεθνές Δίκαιο εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι αποτέλεσμα των γεωπολιτικών συσχετισμών λόγω της επέκτασης του ΝΑΤΟ ανατολικά και της αναθεωρητικής στρατηγικής του προέδρου Πούτιν. Η Ουκρανία είναι μία πολύ μεγάλη χώρα και το πέρασμά της στη σφαίρα επιρροής της Δύσης, στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας, θα αποτελούσε τη νο1 απειλή για την τελευταία. Ο Πούτιν, όπως κάθε Ρώσος ηγέτης του παρελθόντος, ενδιαφέρεται και στρατηγικά για την περιοχή της Κριμαίας αλλά και την πλούσια περιοχή του Ντονμπάς στις οποίες διαβιούν ρωσόφωνοι πληθυσμοί κατά πλειοψηφία. Η διατήρηση ενός τεταμένου κλίματος εις βάρος των πληθυσμών αυτών από εθνικιστικές παραστρατιωτικές ομάδες της Ουκρανίας, που γεννήθηκαν μετά την προσάρτιση της Κριμαίας, όπως πχ τα Τάγματα Αζόφ και οι φιλοδυτικές βλέψεις του προέδρου Ζελένσκι αποτέλεσαν την αφορμή που ζητούσε ο Ρώσος πρόεδρος ωστέ να πλάσει ένα αφήγημα δικαιολόγησης της εισβολής για εσωτερική κυρίως κατανάλωση. Ούτως η άλλως η Συνθήκη του Μινσκ είχε από καιρό παραβιαστεί και από τις δυο πλευρές και αποδείχτηκε ένας προσωρινός συμβιβασμός χωρίς προοπτικές παγίωσης μιας ουσιαστικής λύσης.

Σε αντίθεση με την περίπτωση της εισβολής του 2014, η Ρωσία δεν επιχείρησε απλά να κατάλαβει την περιοχή του Ντονμπάς αλλά να πραγματοποιήσει ένα ολομέτωπο αγώνα με στόχο να κατανικήσει γρήγορα τον ουκρανικό στρατό και να επιβάλει το καθεστώς που επιθυμεί και τους όρους της. Η στατηγική στο πεδίο των μαχών εστιάζει στην ένωση της Κριμαίας με την περιοχή του Ντονμπάς, με αντιπερισπασμό στο Χάρκοβο και στην Οδησσό και επίθεση στον Κίεβο για παράλληλη πίεση προς την κυβέρνηση της Ουκρανίας. Το blitzkrieg που επιχειρήθηκε δεν ευόδωσε λόγω της αντίστασης της Ουκρανίας αλλά και της στρατιωτικής στήριξης από τη δύση και πλέον περάσαμε στο τρίτο μέρος του πολέμου, δηλαδή στις μάχες στο εσωτερικό και στα περίχωρα των πόλεων, την πιο απάνθρωπη πλευρά του, με καταστροφές υποδομών και κτιρίων μη στρατηγικής σημασίας, ώστε να καμφθεί η ψυχολογία των αμυνομένων. Θα έλεγε κανείς ότι η τρίτη αυτή φάση ξεκίνησε με τον χτύπημα στο τηλεπικοινωνιακό πύργο του Κιέβου. Ωστόσο, η πιεσμένη από τη διεθνή πραγματικότητα και τις κυρώσεις, αλλά και από τις εσωτερικές τριβές όσο συνεχίζεται ο πόλεμος, Ρωσία, πιθανόν να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων απλά αφού κατακτήσει τη Μαριούπολη, ώστε να πετύχει το στόχο της ένωσης που αναφέρθηκε ανωτέρω ως το ελάχιστο εφικτό. Όσο αυτό καθυστερεί, θα έχουμε κλιμάκωση των επιθέσεων σε όλα τα μέτωπα. Υπό αυτό το πλαίσιο, η Ρωσία αντί για ανεξαρτησία πιθανόν να δεχθεί μία ομόσπονδη λύση για την Ουκρανία, τύπου Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, με τη διαβεβαίωση για μία αλλαγή του Συντάγματος της Ουκρανίας προς την κατεύθυνση της ουδετερότητας τύπου Αυστρίας, αλλά και την πλήρη αποστρατικοποίηση των εθνικιστικών ταγμάτων (που είναι δύσκολο ωστόσο να το δούμε στην πράξη). Οι όροι αυτοί πιθανόν να γίνουν δεκτοί και απο την Ουκρανία από τη στιγμή που δεν επιθυμείται πλέον η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ ούτως ή άλλως και δεν χάνονται εδάφη.

Στο σημείο αυτή αξίζει να αναφέρουμε ότι η παράνομη εισβολή της Ρωσίας δεν είναι η πρώτη στρατιωτική επέμβαση ενός κράτους εις βάρος μιας ανεξάρτητης χώρας μετά τον Β’ ΠΠ, παρά το γεγονός ότι έτσι προβάλεται στα δυτικά ΜΜΕ. Αποσιωπάται η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, αλλά και η επέμβαση του ΝΑΤΟ στη πρώην Γιουγκοσλαβία και στη Μέση Ανατολή. Επίσης ενώ το Κοσσυφοπέδιο αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη χώρα, αποσχιζόμενη από τη Σερβία από όλη τη Δύση, με κριτήριο την πλειοψηφία του αλβανικού στοιχείου, δεν γίνεται το ίδιο με την περιοχή του Ντονμπάς και της Κριμαίας με κριτήριο την πλειοψηφία του ρωσικού στοιχείου. Η στάση των δύο μέτρων και δύο σταθμών της Δύσης, όπως και η a la cart κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία (μόνο δηλαδή όπου «παίρνει» οικονομικά) μειώνει την αξιοπιστία των προθέσεων της Δύσης για δήθεν διαφύλαξη των ευρωπαϊκών αξιών, αλλά και της δημοκρατίας, κάτι που ενισχύεται και από την τιμωρητική στάση απέναντι στο ρωσικό πληθυσμό αλλά και τη κουλτούρα της χώρας, με τις διώξεις Ρώσων φοιτητών από τα πανεπιστήμια, καλλιτεχνών, αθλητών κλπ, ακόμα και των Ρώσων κοσμοναυτών. Διότι αντιθέτως, θα έπρεπε να υποστηριχθεί ο ρωσικός λαός απέναντι σε ένα ημιδικτατορικό καθεστώς προβάλοντας την αξία της δημοκρατίας και όχι να τιμωρηθεί ποικιλοτρόπως. Παρά το γεγονός βέβαια οτι η Δύση δεν μπορεί να αποτελεί τιμητή του Διεθνούς Δικαίου, η εισβολή και η μετέπειτα στρατιωτική δράση της Ρωσίας απέναντι σε μη στρατηγικούς στόχους με ωμή προσβολή του άμαχου πληθυσμού, αποτελεί ένα έγκλημα όπως και να ‘χει και οι κυρώσεις σε επίπεδο high politics πρέπει να επιβληθούν, ώστε να προειδοποιηθούν όλοι οι αναθεωρητές ηγέτες που έχουν αντίστοιχους στόχους ότι τους περιμένουν τα ίδια μέτρα, έστω και από εδώ και πέρα.

Και αυτό ειναι το διακύβευμα για την ΕΕ. Για πρώτη φορά ο προαιώνιος κοινός «εχθρός» η Ρωσία, φαίνεται να ενώνει όλα τα κράτη-μέλη στην γραμμή των σκληρών κυρώσεων, ενώ έχει ανοίξει ήδη η συζήτηση για σύσφιξη της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ), που ως τώρα είχει περισσότερο φιλολογικό χαρακτήρα. Βλέπουμε την τάση της Γερμανίας για άμεση στρατικοποίηση, με την όποια ιστορική σημειολογία έχει το παραπάνω, ωστόσο δεν φαίνεται ότι η ΕΕ είναι αρκετά ώριμη ακόμα για να συζητήσει τέτοιου είδους πολιτικές εκτός του πλαισίου του ΝΑΤΟ, ειδικά τώρα, που η Δυτική Συμμαχία φαντάζει ως το Άγιο Δισκοπότηρο για πολλούς.  Θα λεγε κανείς ότι είναι μάλλον διχασμένη, ως προς το θέμα αυτό, με χώρες που υποστηρίζουν την ανεξάρτητη πολιτική ασφαλείας και άμυνας (πχ Γαλλία, Ελλάδα) και χώρες που είναι φίλια προσκείμενες προς τον αμερικανικό παράγοντα (χώρες πρώην ανατολικού μπλοκ). Την ίδια στιγμή οι κυρώσεις που επιβάλει στη Ρωσία, της δημιουργούν και της ίδιας σοβαρά οικονομικά προβλήματα, αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις στις ΗΠΑ, αλλά και στη Νορβηγία. Η ΕΕ φλέρταρε φανερά με την Ουκρανία και προφανώς η γεωστρατηγική της θέση είναι τόσο σημαντική ώστε να πιστεύει ότι αξίζει το οποιοδήποτε ρίσκο. Μένει να φανεί.  

Για τις ΗΠΑ, το ουκρανικό αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε να αποδυναμωθεί το αντίπαλο δέος διαμέσου των κυρώσεων και ταυτόχρονα και για τον ίδιο λόγο, η πληττόμενη Ευρώπη να προσδεθεί στο άρμα τους και οικονομικά εκτός από αμυντικά. Οι ίδιες οι ΗΠΑ που δεν εξαρτώνται ενεργειακά από τη Ρωσία, έχουν μεγαλύτερη άνεση στο να της επιβάλουν κυρώσεις, αλλά τους κραδασμούς αυτής της ενέργειας απορροφά κατά πολύ περισσότερο η ΕΕ. Έτσι οι ΗΠΑ πετυχαίνουν «μ’ ένα σμπάρο δυο τριγώνια» και θα λέγαμε ότι είναι η βασική κερδισμένη των εξελίξεων, αποδυναμώνοντας τη Ρωσία και εκθέτοντας την Κίνα που δεν την καταδικάζει, ώστε να δικαιολογήσει στο εσωτερικό κυρώσεις εναντίον της.

Η Κίνα χρειάζεται ενεργειακά τη Ρωσία, αλλά χρειάζεται πολύ περισσότερο να μπορεί να έχει πρόσβαση στη ρωσική αγορά. Δεν έχει λοιπόν κανένα λόγο να συμπορευθεί με τη Δύση. Ωστόσο η στρατιωτική στήριξη των μειονοτήτων από το Κρεμλίνο, είναι κάτι που δεν εξυπηρετεί τα κινέζικα συμφέροντα αφού η τεράστια αυτή χώρα έχει στους κόλπους μία τουρκικής προέλευσης μουσουλμανική κοινότητα, τους Ουιγούρους και αντίστοιχα ζητήματα και με το Θιβέτ, εθνοτικές ομάδες που κακομεταχειρίζεται και διώκει. Λογικά θα κρατήσει μία μετριοπαθή στάση, χωρίς άμεση, φανερή υποστήριξη στη Μόσχα, αλλά και χωρίς κυρώσεις.

Αναβαθμισμένος είναι ο ρόλος της Τουρκίας μετά τα γεγονότα στην Ουκρανία. Και αυτό αφενός χάρη στη γεωστρατηγική της θέση, ακριβώς νότια της Μαύρης Θάλασσας και αφετέρου λόγω του πλησιέστερου στη Ρωσία ισχυρού κράτους μέλους του ΝΑΤΟ. Την ίδια στιγμή η μη συμμετοχή του κράτους αυτού στην ΕΕ, της δίνει τη δυνατότητα να μην δεσμεύεται από τις αποφάσεις της ΕΕ ως προς το εμπάργκο κατά της Ρωσίας και να παίζει ένα διπλό παιχνίδι, όπου φαντάζει ως το οικονομικό και πολιτικό στήριγμα της Ρωσιας, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις με την Ουκρανία στην οποία είχε προσφέρει στρατιωτικό εξοπλισμό (bayraktar), ενώ έχει κλείσει και τα Στενά. Φαίνεται λοιπον ότι όλοι την έχουν ανάγκη, ο καθένας για τους δικούς του λόγους και άρα κανείς δεν μπορεί να στραφεί εναντίον της. Η Τουρκία το γνωρίζει αυτό, θέλει να βγει από την στριμωγμένη θέση που έχει απέναντι στην ΕΕ και κυρίως στις ΗΠΑ και αναλαμβάνει και διαπραγματευτική δράση στον πόλεμο, «πουλώντας» τη μεσολάβησή της για αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού, αλλά και οπως θα διαφανεί, για να προβληθεί ως μεγάλος ενεργειακός παίχτης για την Ευρώπη, βάζοντας στο παζάρι ακόμα και τη συνεκμετάλλευση του Αιγαίου. Ας μην ξεχνούμε ότι η Τουρκία διαμορφώνει το «παιχνίδι» και στο θέμα του μεταναστευτικού, εργαλειοποιώντας το δραματικό αυτό φαινόμενο, ανοιγοκλείνοντας τη στρόφιγγα των ροών, πιέζοντας μ’ αυτό τον τρόπο την Ελλάδα και συνολικά την Ευρώπη.

Και μιας που αναφέρθηκα στο μεταναστευτικό, να τονίσουμε τον άρτιο τρόπο που αντιμετωπίζεται το φαινόμενο των προσφυγικών ροών των Ουκρανών αμάχων από την ΕΕ και τη σύμπνοια που επικρατεί στα κράτη-μέλη για την υποδοχή τους. Αυτό σημαίνει πως παρά τις διαφορές, αν ΕΕ θέλει, τότε μπορεί να αντιμετωπίσει το σοβαρό αυτό διεθνές πρόβλημα συνολικά, δηλαδή και για την της εκ Μέσης Ανατολής ροής.

Η χώρα μας θα κληθεί έτσι μοιραία να δει υπό άλλη βάση -και φαίνεται να έχει ήδη αρχίσει να το κάνει- το ρόλο της Τουρκίας για την Ευρώπη και θα είναι πλέον πολύ δυσκολότερο να την απομονώσει, όπως αρκετά επιτυχημένα είχε καταφέρει να κάνει ως τώρα. Ενδιαφέρον είναι να δούμε αν θα μπορέσει να υπάρχει μία ενίσχυση του ενδιαφέροντος της Ευρώπης για τον αγωγό Eastmed και γενικότερα πως θα διαμορφωθεί ο συσχετισμός Ελλάδας-Τουρκίας-Κύπρου-Ισραήλ με βάση την παράμετρο της ενέργειας, πως δηλάδή μπορούμε να εκμεταλλευτούμε πιθανή στροφή προς τα ενεργειακά της Ανατολικής Μεσογείου, χτίζοντας μ’ αυτή την αφορμή γέφυρες εμπιστοσύνης, χωρίς όμως να απολέσουμε την κυριαρχία μας στο Αιγαίο και πέσουμε σε παγίδες στο Κυπριακό ζήτημα. Η Ελλάδα θα πρέπει να έχει ήδη μία ατζέντα αντιμετώπισης μιας πιθανής σκλήρηνσης της τουρκικής  παραβατικότητας, καθότι είναι φρούδες οι ελπίδες ότι ο Ταγίπ Ερντογάν θα εγκαταλείψει τα αναθεωρητικά του πλάνα. Άλλωστε η διεθνής συγκυρία μας ευνοεί στο να μπορεί η χώρα μας να θέσει την Ευρώπη ενώπιον των ευθυνών της σε περίπτωση που ο Ερντογάν «πάθει Πούτιν». Αυτό θα πρέπει να το τονίζουμε σε κάθε περίπτωση στους συμμάχους μας στην ΕΕ. 

Όμως, η κατάφορη στήριξη μας στην Ουκρανία, με την αποστολή όπλων δυσχαιρένει τη σχέση μας με τη Ρωσία που πιθανότατα θα στρέψει τη διπλωματική υποστήριξη της υπέρ της Τουρκίας, ακόμα και σε θέματα μείζονος σήμασιας για την ελληνική εξωτερική πολιτικη, όπως πιθανόν η αναγνώριση της Βορείου Κύπρου. Ταυτόχρονα πλήττει ανεπανόρθωτα τον ελληνικό τουρισμό που στηρίζεται σημαντικά στους Ρώσους, οι οποίοι φυσικά θα πετάξουν το καλοκαίρι στα ανοιχτά αεροδρόμια της Τουρκίας και ουχί της χώρας μας. Έτσι απωλέσαμε μία καλή ευκαιρία να φανούμε ως το λιγότερο αντιρωσικό ευρωπαϊκό κράτος, χωρίς να κερδίσουμε κανένα αντάλλαγμα γι’ αυτή μας τη φιλοουκρανική στάση και χωρίς εγγυήσεις ασφαλείας ότι θα στηριχθούμε σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την κοινή ευρωπαϊκή γραμμή, θα έπρεπε όχι μόνο να μην στείλουμε όπλα στην Ουκρανία, αλλά να το καταστήσουμε ρητό και σαφές.

Pablo Picasso, Guernica, 1937

Άφησα για το τέλος την εκτίμησή μου για τη μοίρα των δύο εμπολέμων. Παρά το γεγονός ότι η Ρωσία φαίνεται ότι θα επιτύχει μία πύρρεια νίκη, καθώς ο ουκρανικός στρατός δεν είναι σε θέση να ανακτήσει τα εδάφη που έχασε, οι τελικές διαπραγματεύσεις για τη συνθηκολόγηση της Ουκρανίας πιθανόν να μην συνάδουν απόλυτα με το μέγιστο των επιδιώξεων της Μόσχας, καθιστώντας το κέρδος από την συνολική επιχείρηση μικρότερο του αναμενομένου. Αυτό θα πρέπει να το δικαιολογήσει στο εσωτερικό της χώρας του ο πρόεδρος Πούτιν, ενώ ταυτόχρονα θα έχει να πληρώσει το βαρύ τίμημα της εισβολής, να προσαρμόσει την οικονομία του στην εποχή των κυρώσεων. Να μάθει δηλαδή η Ρωσία να ζει στην διπλωματική απομόνωση με το βαρύ πέλεκυ να επικρέμεται από πάνω της. Λένε ότι ο πρόεδρος Πούτιν είχε προετοιμαστεί γι’ αυτή την επίθεση και είχε συνυπολογίσει το κόστος. Μένει να δούμε στην πράξη πόσο θα μπορέσει ν’ ανταπεξέλθει μετά το τέλος του πολέμου.

Αντίθετα η Ουκρανία ανεξαρτήτως έκβασης του πολέμου, έχει ανταλλάξει το δράμα που βιώνει με μία από δω και στο εξής εύνοια από τη Δύση, τόσο λόγω της γεωπολιτικής της αξίας, όσο και κυρίως για να αναχαιτιστεί η Ρωσία. Η εύνοια αυτή μεταφράζεται με μία συλλήβδην στρατιωτική ενίσχυση στο πεδίο των μαχών, αλλά αργότερα μια συλλήβδην οικονομική υποστήριξη μέσω επενδύσεων για την ανοικοδόμηση της χώρας αλλά και γενικότερα ενός «άτυπου καθεστώτος προστατευόμενου», μην αποκλείοντας να δούμε και μία fast track διαδικασία ένταξής της στην ΕΕ. Ταυτόχρονα, η ουκρανική διασπορά μέσω των προσφυγικών ροών θα συνδράμει κι’ αυτή σταδιακά στην περαιτέρω ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ ΕΕ και Ουκρανίας.      

Συνηθίζουμε να βλέπουμε τον πόλεμο -και δικαίως- ως το χειρότερο κακό που παρουσίαζεται σε μία κοινωνία, ειδικά αν αυτή είναι δημοκρατική και δυτικού τύπου, γιατί τη θεωρούμε αρκετά ώριμη για να τον αποφεύγει. Στην πραγματικότητα, η Ιστορία μας έδειξε ότι ισχύει ό,τι ίσχυε πάντα: ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, όπως είπε ο Klausewitz, Πρώσος στρατιωτικός και θεωρητικός του πολέμου, σε ένα από τα πιο διάσημα ρηθέντα των Διεθνών Σχέσεων. Δεν έχει σημασία το πολίτευμα μιας χώρας. Όταν επιζητάς αναθεώρηση για οποιοδήποτε λόγω, απλά κάνεις πόλεμο. Όταν έχεις το Διεθνές Δίκιο με το μέρος σου το επικαλείσαι. Όταν δεν το έχεις, εφευρίσκεις μια αφορμή.

Άρα ο πόλεμος δεν συμβαίνει μόνο ως αποτέλεσμα μίας δυσάρεστης συγκυρίας ή κατάστασης που δεν ελέγχουμε αλλά και ως ενεργητική επιλογή. Ο πόλεμος δεν καθίσταται ως ένας εκμαυλισμός μιας οποιασδήποτε κατάστασης πάντα και υπό οποιαδήποτε συνθήκη, όπως θα έπρεπε, αλλά ακόμα και τώρα, είναι μία διέξοδος, μία τιμωρία, μία λύση, μία συνεχιση όντως της πολιτικής με άλλα μέσα, όταν συμφέρει. Και εμείς, οι λαοί ? Διαμαρτυρόμαστε και καταγγέλουμε πολέμους, ενώ για άλλους αδιαφορούμε ή τους αποδεχόμαστε, ορισμένες φορές τους ευλογούμε κιόλας. Η επιλεκτική αυτή ταύτιση, φανερώνει ότι ο ίδιοι οι λαοί δεν είναι αρκετά ώριμοι να απαγκιστρώσουν από τη συνείδησή τους κάθε έννοια πολέμου. Απέχουμε έτσι πολύ από το αντιληφθούμε ότι κάθε μάνα που κλαίει είτε είναι Ουκρανίδα, είτε Σερβίδα, κάθε βόμβα που πέφτει είτε στην Ασία, είτε στην Ευρώπη, είναι το ίδιο σπαρακτικά. Τα όπλα δεν γίνονται περιστέρια όταν τα εκτοξεύουν οι μεν και όχι οι δε. Και παραφράζοντας έναν άλλο Πρώσο, τον Οτο Φον Βίσμαρκ, απέχουμε πολύ από το να καταλάβουμε ότι κανένα κομμάτι γης δεν αξίζει το θάνατο ούτε ενός γρεναδιέρου.