Γιώργος Σκαμπαρδώνης  πεζογράφος και δημοσιογράφος

Ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης παραχωρεί συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος “Ουζερί Τσιτσάνης” (που έγινε θεατρικό έργο και τώρα κινηματογραφική ταινία) συνεχίζει με τον “Υπουργό Νύχτας” και επιμένει πάντα πως “Παραμύθι χωρίς δράκο ...δεν γίνεται”, Τρίτη 21 Απριλίου 2015. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΝΙΚΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΗΣ

Ποιες διαφορές αντιλαμβάνεται κάποιος ανάμεσα σε ένα διήγημα και σε ένα μυθιστόρημα;

Το μυθιστόρημα είναι πολυπρόσωπο, εκφράζει ίσως μια ολόκληρη εποχή και δεν μπορεί να γραφεί περιοριζόμενο στο μικρό εμβαδόν ενός διηγήματος, το οποίο είναι συνήθως θεματικά μονοπύρηνο, ή διπύρηνο, πιο αφαιρετικό, πιο πυκνό και έχει ταχύτερους ρυθμούς. Το μυθιστόρημα έχει συνήθως πιο περίπλοκη πλοκή, αναδεικνύει πολλές πλευρές των χαρακτήρων των ηρώων, θέτει πολλά ερωτήματα. Το διήγημα πετυχαίνει μέσα από την έλλειψη, το σκληρό μοντάζ, τη λαμπρή αρχική ιδέα, την ξεχωριστή έμπνευση, το παραξένισμα, την ιδιαίτερη όραση του συγγραφέα. Το διήγημα δε συγχωράει την αφηγηματική χαλαρότητα, κάτι που στο μυθιστόρημα είναι αποδεκτό σε μικρές δόσεις. Αν το μυθιστόρημα είναι ένας ολόκληρος αγώνας ποδοσφαίρου, το διήγημα είναι ένα απευθείας γκολ από κόρνερ.

 

Η σημερινή εποχή της κρίσης, είναι πρόκληση για λογοτεχνική έκφραση;

Βεβαίως. Αλλά κάθε εποχή είναι πρόκληση, εφόσον η λογοτεχνία δε σταματά στην οικονομική κρίση, αλλά εμπνέεται από τη διαρκή δοκιμασία του ανθρώπου και από θέματα αιώνια, όπως ο έρωτας, η απώλεια, η φθορά, η απειλή του τέλους, το μεγαλείο και η ποταπότητα του ανθρώπου, το ερώτημα και η απορία της ύπαρξης, τα πάθη, ο πόλεμος, η διαβολικότητα της ιδιοτέλειας, η γενναιοφροσύνη και η Ύβρις, το ακατανόητο, ή το περίπλοκο της ψυχής και πολλά άλλα, που ισχύουν δια παντός.

 

Γεννηθήκατε και συνεχίζετε να μένετε στη Θεσσαλονίκη. Με ποια κριτήρια κάνατε αυτή την επιλογή;

Με φυσιολογικά κριτήρια. Αγωνίστηκα να μείνω ρωτώντας τι μπορώ να κάνω εγώ για την πόλη κι όχι το αντίστροφο. Δε μου οφείλει τίποτε η πόλη. Είχα πολλές ευκαιρίες να πάω στην Αθήνα με καλύτερους φαινομενικά όρους. Αλλά προτίμησα το γενέθλιο τόπο γιατί εδώ είναι οι φίλοι μου, η οικογένειά μου και πάντα πίστευα πως πρέπει κανείς να δίνει τη μάχη εκεί που οφείλει εφόσον το μπορεί. Δεν κριτικάρω εκείνους που έφυγαν – εξάλλου ο καθείς είναι μια ξεχωριστή ιστορία. Αλλά, τελικά, να φύγουμε όλοι στην Αθήνα, τι θα γίνει;

Θυμάστε ποια ήταν η έμπνευση και το πρώτο βιβλίο που γράψατε;

Πολλές εμπνεύσεις, γιατί ήταν ένα βιβλίο διηγημάτων, το «Μάτι φώσφορο, κουμάντο γερό». Το ερώτημα όμως ήταν άλλο: αν είχε έρθει ο καιρός να εκδώσω και αν αυτό ήταν κάτι σημαντικό, ξεχωριστό. Αλλιώς δεν είχε νόημα. Οπότε δε βιάστηκα. Το βιβλίο βγήκε όταν ήμουνα τριάντα εφτά χρονών.

Γνωρίζω ότι υπάρχει ένα κρυφός έρωτας με τη ζωγραφική. Υπάρχει χρόνος; Ζωγραφίζετε;

Ξεκίνησα απ’ τη ζωγραφική. Είναι ένα παντοτινό πάθος μου, αλλά το ασκώ ως πάρεργο. Διάλεξα τελικά, ως κυρίαρχο δρόμο, εκείνον της γραφής. Αλλά οι δύο τέχνες συνδέονται βαθιά, όπως εξάλλου και όλες οι Τέχνες. Κρυφοζωγραφίζω, μελετώ ζωγραφική, όπως και σινεμά και μουσική. Η μια τέχνη εμπλουτίζει την άλλη. Η ζωγραφική είναι η υπέρτατη διδασκαλία για την όραση. Και γράψιμο χωρίς όραση δεν υπάρχει.

Υπήρξατε μαθητής του Μαρωνίτη. Πείτε μας για τις σπουδές σας και για εκείνη την εποχή με τα «Μαρωνίτικα».

Ο Μαρωνίτης ήταν ένας έξοχος, σπάνιος δάσκαλος. Οι ώρες διδασκαλίας του ήταν ιερουργίες. Ερχόταν στα μαθήματά του κόσμος από όλες τις σχολές του πανεπιστημίου. Τότε ήταν ένας σταρ. Μας έκανε Όμηρο, Ηρόδοτο, Σεφέρη, Ελύτη, Αναγνωστάκη, Πατρίκιο, Άρη Αλεξάνδρου. Ήταν τότε (μετά τη χούντα) και η πιο λαμπρή εποχή της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης, με πολύ φημισμένους καθηγητές.

Υπάρχει μέθοδος στο γράψιμο; Κρατάτε σημειώσεις;

Κάθε λεπτό, και παντού. Καταγράφω τα πάντα με άγρυπνο τρόπο – έχω αυτοεκπαιδευτεί γι’ αυτό. Μπορεί να μη φαίνεται, αλλά έτσι συμβαίνει. Είναι η πρώτη και σταθερή εργασία κάποιου που γράφει ή και κάθε καλλιτέχνη. Ο περίγυρος, οι άλλοι, η φύση, οι καταστάσεις, τα ποικίλα πρόσωπα, μια φράση, μια χειρονομία, μια σκηνή αποτελούν πάντα υλικό πληροφόρησης ή έμπνευσης. Η πραγματικότητα είναι εξυπνότερη από μένα.

Με τη δημοσιογραφία ασχολείστε; Δημοσιογραφία και λογοτεχνία συμπορεύονται;

Η δημοσιογραφία ασχολείται αποκλειστικά με το συμβαίνον, με το γεγονός. Η λογοτεχνία είναι η επικράτεια της φαντασίας, της επινόησης, της αισθητικοποιημένης αυθαιρεσίας. Η δημοσιογραφία είναι επικαιρική, αναφέρεται στο σήμερα. Ενώ η λογοτεχνία είναι διαχρονική, ταξιδεύει στο διηνεκές. Ωστόσο η δημοσιογραφία έχει πολλά να διδάξει σε έναν συγγραφέα – όπως και το αντίστροφο. Απλώς είναι θέμα διαφορετικής όρασης αλλά και ύφους. Αλλά και η δημοσιογραφία είναι ένα πάθος και όταν συμβαίνει αυτό, έχουμε κείμενα υψηλού επιπέδου, σεβασμού και πρωτοτυπίας, στα πλαίσια βέβαια του δημοσιογραφικού πρωτοκόλλου – δεν μπορείς να γράψεις ποιητικά μια είδηση. Και υπάρχουν και λογοτεχνικές σχολές, ή συγγραφείς που έχουν επηρεαστεί βαθιά απ’ τη δημοσιογραφία, όπως ο Τρούμαν Καπότε και άλλοι.