Γράφει ο Τραϊκούδης Χρήστος. Οικονομολόγος, προϊστάμενος εμπορικού τμήματος Α’ υλών εταιρείας ανακύκλωσης, Msc in politics & economics in S.E and Eastern Europe, UoM
Διάβαζα πρόσφατα σε ένα άρθρο ότι στη χώρα μας η μαύρη οικονομία υπολογίζεται πως αγγίζει τα 45- 50 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ένα ποσό ιλιγγιώδες, που αντιστοιχεί σχεδόν στο ένα πέμπτο του ΑΕΠ. Αν αληθεύει κάτι τέτοιο, τότε πρόκειται για έναν αόρατο μηχανισμό που διαβρώνει τα δημόσια οικονομικά, τροφοδοτεί την ανισότητα και υπονομεύει κάθε σοβαρή προσπάθεια εκσυγχρονισμού. Όμως, τι πραγματικά φταίει; Και γιατί, παρά την τεχνολογική πρόοδο και όσα ακούμε περί ψηφιοποίησης, η χώρα δεν καταφέρνει να θέσει υπό έλεγχο τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά;
Η απάντηση βρίσκεται σε ένα σύμπλεγμα θεσμικών, πολιτικών και κοινωνικών αδυναμιών. Παρά τη θεαματική πρόοδο των τελευταίων ετών στη ψηφιακή διακυβέρνηση (από το gov.gr μέχρι την ηλεκτρονική συνταγογράφηση), η ψηφιοποίηση δεν έχει μετατραπεί σε πραγματικό εργαλείο ελέγχου.
Κάποιες υποδομές που σχετίζονται με την καθημερινότητα μας όπως η κακή άσφαλτός για χρόνια, τα κακό συντηρημένα πεζοδρόμια, οι ελάχιστοι δημόσιοι χώροι-οι οποίοι μετατρέπονται σε τσιμέντα-τα χόρτα που δεν κουρεύονται και ξεπροβάλλουν μπροστά σου σε κάποια στροφή του δρόμου κτλ έχουν κοινά χαρακτηριστικά ως αποτελέσματα με την ύπαρξη της σκιώδους οικονομίας. Ένα κοινό σημείο αναμφισβήτητα είναι η παντελής έλλειψη κοινωνικής παιδείας καθώς και με ιατρικούς όρους η νευροπλαστικότητα.
Τα δεδομένα υπάρχουν, αλλά δεν «συνομιλούν» μεταξύ τους. Πολλά συστήματα καταχώρησης στοιχείων δε διασυνδέονται π.χ βλ. Ηλεκτρονικό μητρώο αποβλήτων το οποίο σε διασυνδέεται με την ΑΑΔΕ. Δεν υπάρχει ένας ολοκληρωμένος μηχανισμός που να διασταυρώνει σε πραγματικό χρόνο εισοδήματα, δαπάνες, τραπεζικές κινήσεις, περιουσιακά στοιχεία, τιμαλφή, έργα τέχνης κ.α και επαγγελματική δραστηριότητα (σε βάθος 20 ετίας οι έλεγχοι). Το αποτέλεσμα είναι ότι το σύστημα παραμένει αποσπασματικό, αφήνοντας τεράστια περιθώρια για φοροαποφυγή, ψευδή ή και παραπλανητικά στοιχεία και ύποπτες ροές χρήματος.
Συνάμα για πολλά ζητήματα θα πρέπει να γίνει διάλογος μεταξύ κράτους και δρώντων ο οποίος να έχει μία περιοδικότητα δεδομένου ότι οι εξελίξεις εκτός Ελλάδος τρέχουν με γρήγορους ρυθμούς. Αυτό φαίνεται ότι λείπει.
Η Ελλάδα, ως είναι γνωστό έξω από τα σύνορα της, δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει μια συνεκτική αστική τάξη με θεσμική κουλτούρα, που θα απαιτούσε τη συγκρότηση ενός αποτελεσματικού, δίκαιου και διαφανούς κράτους. Η οικονομική δραστηριότητα στηρίχθηκε για δεκαετίες σε κρατικές σχέσεις, επιδοτήσεις και πελατειακές δομές και όχι στην καινοτομία και την παραγωγικότητα. Έτσι, το κράτος λειτούργησε περισσότερο σαν λάφυρο εξουσίας παρά ως μηχανισμός δημοσίου συμφέροντος. Ως εκ τούτου το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αλλά και το εμπορικό ισοζύγιο παραμένουν ελλειμματικά ενώ η φυγή αξιόλογων «εγκεφάλων» οξύνει το πρόβλημα.
Μια πραγματική αστική τάξη, με συμφέροντα συνδεδεμένα με τη σταθερότητα και τη διαφάνεια, θα μπορούσε να αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά ενός νέου πολιτικού συστήματος. Η απουσία αυτής της τάξης σημαίνει και την απουσία μιας ισχυρής κοινωνικής πίεσης για θεσμική μεταρρύθμιση. Ζητήματα παιδείας λοιπόν τα οποία δε βελτιώνονται και από την έλλειψη γνώσης αρνητικών στιγμών της σύγχρονής ιστορίας μας.
Συνεπώς, όσο η ψηφιοποίηση αντιμετωπίζεται ως εργαλείο ευκολίας και όχι ως όπλο ελέγχου, όσο η φοροδιαφυγή θεωρείται «έξυπνη επιβίωση» και όχι αντικοινωνική πράξη, και όσο η πολιτική εξουσία δείχνει, κρίνοντας από τα νούμερα, ότι φοβάται τη διαφάνεια, η μαύρη οικονομία θα παραμένει σαν τη σκοτεινή ραχοκοκαλιά της ελληνικής πραγματικότητας.
Η τεχνολογία υπάρχει. Το ζητούμενο είναι η πολιτική και κοινωνική βούληση να χρησιμοποιηθεί σωστά για να φωτίσει εκεί όπου επί δεκαετίες κυριαρχεί η σκιά.
























