Μπορεί η γλώσσα να μας συμπεριλάβει όλους/όλες/όλα;

Γράφει η Αντιγόνη Ιωαννίδου, απόφοιτη του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Η γλώσσα και η κοινωνία μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζουν ασύνδετα φαινόμενα, εις βάθος όμως, συνδέονται και μάλιστα στενά. Γι’ αυτό, η επιστήμη της κοινωνιογλωσσολογίας είναι παρούσα και εξελίσσεται συνεχώς, ώστε να δώσει λύσεις σε κοινωνικά ζητήματα που αφορούν ή σχετίζονται με τη γλώσσα.

Η ελληνική κοινωνία προσπαθεί δειλά-δειλά να κάνει κάποια βήματα προς την συμπερίληψη, την αποδοχή της διαφορετικότητας και την εξάλειψη των χρόνιων παθογενειών της. Ένα από τα σημαντικότερα σκαλοπάτια που ανεβαίνουμε αφορά τη γυναίκα και ό,τι αυτή σέρνει και κουβαλά αιώνες ολόκληρους στη πλάτη της: βία, κακομεταχείριση, αφάνεια, αδικία, κοροϊδία, προσδοκίες και επιταγές που ήταν υποχρεωμένη να εκπληρώσει χωρίς να θέλει, περιθωριοποίηση κ.α. Οι γυναίκες ένιωσαν έτοιμες να μιλήσουν, να φωνάξουν, να διεκδικήσουν και να υψώσουν το ανάστημα τους και τις ευχαριστούμε για αυτό. Παράλληλα, η ελληνική κοινωνία φαίνεται να  αποδέχεται πλέον λίγο περισσότερο την ομοφυλοφιλία και έρχεται αντιμέτωπη με ιδέες που αφορούν την πλήρη συμπερίληψη , όπως δεν την είχαμε βιώσει ξανά ως κοινωνία. Δεν υπάρχουν μόνο ομοφυλόφιλοι στην Ελλάδα, υπάρχουν και trans και bi και asexual και άπειροι ακόμα συνάνθρωποι μας οι οποίοι δεν χωράνε σε καλούπια και δε θέλουν να βάζουν ταμπέλες στο τι είναι και τι δεν είναι.   Τι γίνεται, όμως, όταν η κοινωνία προχωράει, αλλάζει, εξελίσσεται και αυτομάτως δημιουργούνται ανάγκες και κυρίως γλωσσικές ανάγκες;

Η κάθε γλώσσα διέπεται από ένα σύστημα κανόνων. Αυτό που θα διαπραγματευτούμε στο παρόν άρθρο, αφορά το κατά πόσο η ελληνική γλώσσα είναι ικανή να υποστηρίξει γλωσσικά τη γυναικεία συμπερίληψη καθώς και τις κοινωνικές ταυτότητες που ενδύεται κάποιος. Η ελληνική γλώσσα διακρίνει και τα τρία γένη: αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο. Αυτό δεν ισχύει για όλες τις γλώσσες , όπως για παράδειγμα, η ιταλική και η γαλλική διακρίνουν μόνο το αρσενικό και το θηλυκό. Εκ πρώτης, ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα διαχρονικά φιλοσοφικό ερώτημα: Αν εξαιρέσεις τα έμβια όντα, τα οποία από βιολογικής άποψης ανήκουν ή στο ένα  ή στο άλλο φύλο, πώς έχουμε καταλήξει να μετατρέπουμε σε αρσενικά. θηλυκά ή ουδέτερα κάποια αντικείμενα (πχ. η καρέκλα, ο φωταγωγός, το κατσαβίδι); Συνεπώς, αντιλαμβανόμαστε ότι αναδύεται κάτι αυθαίρετο εδώ. Ωστόσο, δεν θα επεκταθούμε άλλο σε αυτό το ζήτημα, αλλά το εν λόγω ερώτημα μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε ότι οι έμφυλες ταυτότητες είναι κάτι ρευστό και ότι όσο οι κοινωνίες εξελίσσονται έτσι κι αυτές αλλάζουν. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι παλιότερα δεν υπήρχαν ομοφυλόφιλοι ή άνθρωποι διαφορετικών σεξουαλικών προσανατολισμών, αλλά τώρα βρήκαν το θάρρος να διεκδικήσουν σθεναρά τη θέση που τους αξίζει μέσα στην κοινωνία και αυτό είναι μια πρόκληση που φτάνει ως τις θύρες  της γλώσσας. 

Τον τελευταίο καιρό, γίνονται σταθερές προσπάθειες από διάφορους θεσμούς και αρχές (βλ. Τράπεζα Πειραιώς)  να συμπεριλάβουμε στο λόγο μας, γραπτό και προφορικό, τις γυναίκες και τα άτομα τα οποία δεν επιθυμούν να χαρακτηριστούν ως άντρες ή γυναίκες. Αρχικά, θα εξετάσουμε το γραπτό λόγο- κυρίως τον ηλεκτρονικό-, όπου ο  πιο γνωστός τρόπος, είναι το «@» το οποίο αντιπροσωπεύει όλα τα φύλα και όλες τις ταυτότητες. Επιπλέον, είναι πρακτικό, καθώς δεν γίνεται σε κάθε πρόταση να χρησιμοποιεί κανείς και τα τρία γένη, ώστε το κείμενο να απευθύνεται ισότιμα σε όλους. Το «@», ωστόσο, δεν αναγνωρίζεται από όλους και σπανίως θα βρεθεί σε επίσημα έγγραφα ή κείμενα. Με το «αναγνωρίζεται» δεν εννοούμε απλώς ότι δεν το αποδέχονται αλλά ότι μερικοί αναγνώστες κυριολεκτικά δεν αναγνωρίζουν την ερμηνεία αυτού του συμβόλου. Ένα επιπρόσθετο πρόβλημα με το «@» είναι ότι σπανίως κάποιος θα το χρησιμοποιήσει όταν γράφει σε χαρτί. Επομένως, συμπεραίνεται ότι ακόμα δεν είναι ευρέως αποδεκτός τρόπος συμπερίληψης και επίσης περιορίζεται κυρίως στον ηλεκτρονικό γραπτό λόγο. Τι συμβαίνει, όμως, με τον προφορικό λόγο; Είναι το ίδιο εφικτό να χρησιμοποιούμε εν τη ρύμη του λόγου μας και τα τρία γένη;

Σε αυτό το σημείο, θα παρουσιαστούν κάποια δεδομένα της ελληνικής γλώσσας, τα οποία θα συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση του θέματος. Η ελληνική γλώσσα δεν είναι σχεδόν καθόλου συμπεριληπτική. Αρχικά, οι γενικευτικές εκφράσεις ή οι εκφράσεις καταμερισμού αφορούν σχεδόν αποκλειστικά το αρσενικό γένος: όλοι, μερικοί, κανείς, κανένας, ούτε ένας, ο κόσμος, όλος κτλ. Ας εξετάσουμε ένα παράδειγμα: «Χθες όλοι έσβησαν τα φώτα στη πολυκατοικία.» Το «όλοι» περιλαμβάνει και τους άνδρες και τις γυναίκες ενοίκους. Η πρόταση «Χθες όλες έσβησαν τα φώτα στη πολυκατοικία.» παραπέμπει αποκλειστικά και μόνο στις γυναίκες ενοίκους. Και εδώ ακριβώς έγκειται το πρόβλημα που καλούμαστε να εξετάσουμε. Η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιεί το αρσενικό γένος για να δηλώσει γενίκευση, μερισμό και άλλες αντίστοιχες έννοιες. Αυτό ζημιώνει τις γυναίκες καθώς  δεν ακούγονται πουθενά, απλώς υπονοούνται. Οι φράσεις «όλοι μαζί ή όλοι αυτοί που περιμένουν ..» εμπεριέχουν τις γυναίκες, δεν τις αναδεικνύουν. Συνεπώς, σήμερα το θέμα της συμπερίληψης στο λόγο είναι πιο επίκαιρο από ποτέ και οι λύσεις δεν είναι ούτε πρακτικές ούτε οι αναμενόμενες. Είναι πολύ δύσκολο ενώ μιλάμε να χρησιμοποιούμε σε κάθε πρόταση το «όλοι/όλες ή όλα» απλά γιατί η ελληνική χρησιμοποιεί το αρσενικό γένος. Σύμφωνα με τις γλωσσολογικές θεωρίες, κάτι κατοχυρώνεται στη γλώσσα , όταν το χρησιμοποιούν όλοι ανεξαιρέτως με τον ίδιο τρόπο και στα ίδια περιβάλλοντα, μόνο όταν είναι ανάγκη για όλους τους ομόγλωσσους. Για παράδειγμα, κανείς δε λέει «Έρχεται ο τροφοδιανομέας» αλλά «Έρχεται ο ντελιβεράς». Για αυτό και η λέξη «τροφοδιανομέας»  δεν κατοχυρώθηκε παρόλο που προτάθηκε. Εδώ, λοιπόν, εγείρεται ένα νέο ερώτημα που αφορά το κατά πόσο όλοι οι ελληνόφωνοι νιώθουν πραγματικά την ανάγκη να συμπεριλάβουν όλα τα άτομα της κοινωνίας στο λόγο τους . Υπάρχουν συμπολίτες μας οι οποίοι δεν αποδέχονται με κανένα μέσο ότι η ελληνική κοινωνία περιέχει άτομα άφυλα, μη δυαδικά ή απλά άτομα τα οποία δεν αισθάνονται ούτε άντρες , ούτε γυναίκες. Από την άλλη, υπάρχουν άνθρωποι που το αποδέχονται, όμως εν τη ρύμη του λόγου τους, δυσκολεύονται να εκφράζονται με συμπεριληπτικό τρόπο. Για παράδειγμα η πρόταση «Φέρε και τα φίλα σου μαζί» θα κριθεί ως αντιγραμματική από πολλούς ελληνόφωνους και δε θα την αποδεχτούν για διάφορους λόγους. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν έχει νόημα να επιβάλλουμε τέτοιες γλωσσικές «λύσεις», γιατί ό,τι επιβάλλεται στη γλώσσα, δεν επιβιώνει ποτέ τελικά.

Το ίδιο ισχύει και σε περιπτώσεις όπου ο ομιλητής ορθώς προσπαθεί να συμπεριλάβει τις θηλυκότητες στο λόγο του, αλλά καταλήγει να ακούγεται ανοίκειος στους συνομιλητές του, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα περίεργο κλίμα. Εδώ, θα ήθελα να παραθέσω ένα προσωπικό παράδειγμα, ώστε να γίνω πιο κατανοητή: Στο πανεπιστήμιο, στο τομέα γλωσσολογίας και εν γένει στο τμήμα μου υπερτερούσαν οι γυναίκες. Παρόλο που υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά, σχεδόν πάντα χρησιμοποιούνταν το αρσενικό γένος. Ώσπου σε ένα εκ των μαθημάτων, η καθηγήτρια επιλέγει να απευθύνεται στο θηλυκό γένος παρά την παρουσία 2-3 αγοριών. Κάποια στιγμή, ένας εκ των συμφοιτητών μου, επισήμανε ότι αισθάνεται περίεργα στο άκουσμα του θηλυκού γένους , αν και τα αγόρια αποτελούσαν τη μειοψηφία. Βέβαια, μετά από λίγο καιρό όλοι συνηθίσαμε σε αυτό και εμείς ως θηλυκότητες αισθανόμασταν πραγματικά πολύ μοναδικά.

Τελικά, η ελληνική γλώσσα μας επιτρέπει να συμπεριλάβουμε όλα τα άτομα μιας κοινωνίας στο λόγο μας; Κι αν όχι, τι μπορούμε να κάνουμε ώστε και η συμπερίληψη να επιτυγχάνεται και πρακτικό να είναι για όλους τους ομιλητές και να πληροί όλους τους γραμματικούς κανόνες της ελληνικής; Το πρόβλημα έγκειται στο ότι οι προδιαγραφές που πρέπει να πληρούνται είναι αρκετές και απαιτητικές. Σαφέστατα, αυτά τα εμπόδια δεν καθιστούν αδύνατο να βρεθεί κάποια ουσιαστική λύση. Ωστόσο, θεωρώ πως κάτι τέτοιο ακόμη αργεί, κυρίως γιατί η ίδια η ελληνική κοινωνία δεν έχει βρει τα πατήματά της , αλλά τώρα μόλις κάνει τα πρώτα της βήματα.

Το ζήτημα της συμπερίληψης στη γλώσσα είναι πολύπλοκο και πολυεπίπεδο και σίγουρα δεν θα το λύσουμε εδώ. Η γλωσσολογία συμπορεύεται με τις κοινωνικές αλλαγές και επιταγές , ωστόσο μερικές φορές όταν η ίδια η γλώσσα αντιστέκεται σθεναρά και έρχεται σε σύγκρουση με τις εξελίξεις , οι ομιλητές είναι αυτοί που καλούνται να δώσουν τελικά μια λύση στο πρόβλημα!

Αντιγόνη Ιωαννίδου, Απόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας του Π.Ι