Του Αλέξανδρου Σταματουλάκη*
Πρωτομαγιά
Για πρώτη φορά η Πρωτομαγιά στην Ελλάδα γιορτάστηκε στα 1893 από τους οπαδούς του σοσιαλιστή Σταύρου Καλλέργη στις στήλες του Ολυμπίου Διός. Στον επόμενο χρόνο γιορτάστηκε στην Αθήνα από όλους τους σοσιαλιστές. Τη διοργάνωση ανέλαβε ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος που με προκηρύξεις κάλεσε το λαό να συμμετάσχει. Οι εφημερίδες έγραψαν την είδηση και η χωροφυλακή, έφιππη και πεζή, ήταν παρούσα. Μαζεύτηκαν χίλιοι περίπου άνθρωποι, ανάμεσά τους πολλές γυναίκες. Καταγράφηκε πως κάποιοι χωροφύλακες μοίραζαν προκηρύξεις, ενώ κυκλοφορούσαν 50-60 άτομα με κόκκινες κονκάρδες. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο σοσιαλιστής Πλάτων Δρακούλης. Ύστερα το λόγο πήρε ο Σταύρος Καλλέργης και ακολούθησε ο φοιτητής Ευάγγελος Μαρκαντωνάτος και ο Δ. Γραμματικός. Οι συγκεντρωμένοι εξέδωσαν ψήφισμα.
Στις επόμενες μέρες ο Καλλέργης σε μια συνεδρίαση της βουλής από το θεωρείο άρχισε να διαβάζει το ψήφισμα. Ακολούθησε πανικός, καθώς νομίστηκε πως είχαν εισβάλει αναρχικοί και θα έριχναν βόμβες. Ο Καλλέργης συνελήφθηκε και μαστιγώθηκε. Καταδικάστηκε σε δώδεκα μέρες φυλάκιση. Δήλωσε: «Όλος ο κόσμος είναι η πατρίδα μου και όλοι οι άνθρωποι αδελφοί μου». Στις επόμενες μέρες έγιναν κι άλλες συλλήψεις. Σκοτεινή παρέμεινε η υπόθεση της επιστολής του Μαρκαντωνάτου (πλαστή;) στον Ανδρέα Συγγρό που τον απειλούσε και του ζητούσε χρήματα για την έκδοση σοσιαλιστικού εντύπου. (Πηγή: «Η ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», Γιάνης Κορδάτος).
Μέρες του ’36
Στις 29 Απριλίου του 1936 ξεσπάει μια απεργία καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη με αίτημα την αύξηση του μεροκάματου με βάση παλιότερες συμφωνίες. Δυο μέρες πριν, ύστερα από το θάνατο του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Δεμερτζή με τη σύμφωνη γνώμη των δύο μεγάλων κομμάτων πρωθυπουργός ανελάμβανε ο Ιωάννης Μεταξάς (τον θεωρούσαν προσωρινό) και σε τρεις μέρες διαλυόταν η Βουλή μέχρι το Σεπτέμβρη.
Η απεργία εξαπλώθηκε σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και στο Βόλο σημειώθηκαν (7/5/1936) αιματηρά επεισόδια. Στις 8 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη ένδεκα το πρωί 6000 απεργοί καπνεργάτες κατευθύνονται προς το κτήριο Γενικής Διοίκησης. Η χωροφυλακή, πεζή και έφιππη, τους εμποδίζει με βίαιο τρόπο. Οι απεργοί αμύνονται με ξύλα και πέτρες. Πέφτουν πυροβολισμοί. Υπάρχουν τραυματίες. Τσαλαπατημένες γυναίκες από τα άλογα. Το απόγευμα υφαντουργοί λιθοβολούν εργοστάσιο.
Μέχρι τις 11 το βράδυ απεργούν σε έκφραση αλληλεγγύης κι άλλοι κλάδοι εργαζομένων στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις. Η κυβέρνηση προχωράει σε επιστράτευση και διατάζει το ΓΣΣ να πάρει μέτρα. Οι απεργοί αγνοούν την επιστράτευση και συνεχίζουν τις διαμαρτυρίες.

Στις 9 Μαΐου κι άλλοι εργαζόμενοι απεργούν. Οι καταστηματάρχες κλείνουν τα καταστήματα. 25000 απεργοί. Η χωροφυλακή ξαναχτυπά. Όλος ο λαός βγαίνει στους δρόμους. Από τη διασταύρωση Βενιζέλου και Εγνατία ξεχύνονται προς το Διοικητήριο. Οι απεργοί δοκιμάζουν να καταλάβουν θωρακισμένο όχημα της Χωροφυλακής. Γίνονται συμπλοκές με τη χωροφυλακή. Στήνονται οδοφράγματα. Πέφτουν πυροβολισμοί. Σκοτώνεται ο εικοσιπεντάχρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης από το Ασβεστοχώρι. Οι απεργοί τον μεταφέρουν πάνω σε μια πόρτα που ξήλωσαν από διπλανό κατάστημα. Η μάνα του σπαράζει κι αυτή η εικόνα εμπνέει το Γιάννη Ρίτσο και γράφει τον «Επιτάφιο». Υπάρχουν άλλοι ένδεκα νεκροί, τριάντα δύο βαριά τραυματίες και διακόσιοι πενήντα ελαφριά. Η λαϊκή οργή ξεχειλίζει. Το ίδιο και η αστυνομική βία. Σε μερικές περιπτώσεις επεμβαίνουν στρατιωτικές μονάδες για να εμποδίσουν τη χωροφυλακή. Στις συνοικίες τα αστυνομικά τμήματα πολιορκούνται. Τρομοκρατημένη η κυβέρνηση διατάζει τη χωροφυλακή να αποσυρθεί και να αναλάβει ο στρατός (Διοικητής ΓΣΣ αντιστράτηγος Ζέππος). Ένα τάγμα του στρατού βγαίνει στους δρόμους, για να επιβάλει την τάξη και… συναδελφώνεται με τους απεργούς. Ο στρατηγός αναγκάζεται να δώσει άδεια για μια λαϊκή συγκέντρωση το απόγευμα. Χιλιάδες λαού σε απόλυτη τάξη διαδηλώνουν και στέλνουν ψήφισμα στους αρμόδιους. Η πόλη βρίσκεται πια στην απόλυτη διάθεση του πλήθους. Αν δεν καταλύονται οι Αρχές, οφείλεται στην παρέμβαση των βουλευτών Θεσσαλονίκης. Την νύχτα η κυβέρνηση φέρνει στην πόλη στρατό από τη Λάρισα και στέλνει τέσσερα αντιτορπιλικά. Τώρα ο Ζέππος είναι αρκετά ισχυρός και μπορεί να κάνει πίσω σε υποσχέσεις που έδωσε στους διαδηλωτές και στους βουλευτές (τιμωρία υπευθύνων, απελευθέρωση συλληφθέντων)
Στις 10 Μαΐου γίνεται η κηδεία των δολοφονημένων απεργών με την παρουσία 150000 λαού. Η νεκρική πομπή συναντάει μια στρατιωτική μονάδα με επικεφαλής έναν ταγματάρχη. Νέα συναδέλφωση, ο λαός σηκώνει στα χέρια τον ταγματάρχη, ο οποίος καταθέτει στεφάνι στο όνομα του στρατού και εκφωνεί επικήδειο.
Ύστερα από την κηδεία το ΚΚΕ προσπάθησε να σπείρει σπόρους επανάστασης στα πλήθη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στα κομματικά όργανα ξεκίνησε η κριτική. Η κυβέρνηση Μεταξά μίλησε για «δοκιμή κομμουνιστικής επαναστάσεως» και απέδωσε την ευθύνη των γεγονότων στους απεργούς. Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, αρχηγός των Φιλελευθέρων απέδωσε ολοκληρωτικά την ευθύνη στη χωροφυλακή.
Στις 13 Μαΐου κηρύχθηκε πανελλαδική απεργία ως διαμαρτυρία για τα αιματηρά επεισόδια μέσα σε κλίμα οργής, αλλά ήταν εντελώς ειρηνική.
Καισαριανή
Την Πρωτομαγιά του 1944 διακόσιοι πατριώτες φυλακισμένοι στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου εκτελέστηκαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής ως αντίποινα για την εκτέλεση από τον ΕΛΑΣ του γερμανού υποστράτηγου Φραντς Κρεχ και τριών συνοδών του στους Μολάους της Λακωνίας. (Το στρατόπεδο είχε δημιουργηθεί από την κυβέρνηση Μεταξά και όλοι οι κρατούμενοί του είχαν παραδοθεί στον κατακτητή). Ο συνταγματάρχης Διονύσης Παπαδόγκονας, διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Πελοπόννησο έδωσε εντολή και εκτελέστηκαν εκεί άλλοι εκατό Έλληνες. Οι Γερμανοί εκτέλεσαν κι όσους Έλληνες συνάντησαν στο δρόμο Μολάοι Σπάρτη.
Ο κατάλογος των μελλοθανάτων συντάχθηκε από τα SS και την Ειδική Ασφάλεια. Μεταφέρθηκαν με είκοσι φορτηγά στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Στο δρόμο πετούσαν σημειώματα που πλημμύριζαν από πατριωτισμό και απευθύνονταν σε αγαπημένα πρόσωπα ως τελευταίο χαιρετισμό. Κάποιοι περαστικοί τα πήγαν στους παραλήπτες τους.
Ανάμεσά τους ήταν ο Ναπολέων Σουκατζίδης, κομμουνιστής που είχε συλλάβει η δικτατορία του Μεταξά και ο οποίος έκανε τον διερμηνέα στους Γερμανούς. Αρνήθηκε την πρόταση του γερμανού διοικητή να ανταλλάξει τη ζωή του με κάποιον άλλον κρατούμενο. Το ίδιο έπραξε και ο κρατούμενος Αντώνης Βαρθολομαίος -εκτελούσε χρέη «στρατοπεδάρχη». Στην Αθήνα έγιναν κινητοποιήσεις, για να σωθούν οι διακόσιοι, αλλά δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Στο σκοπευτήριο τους εκτελούσαν ανά είκοσι και οι υπόλοιποι μελλοθάνατοι έριχναν τα πτώματα στα φορτηγά. Το Σουκατζίδη τον τουφέκισαν τελευταίο, γιατί τον χρειάζονταν ως διερμηνέα. Στις 10 το πρωί οι κατακτητές είχαν τελειώσει το μακάβριο έργο τους. Οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν πένθιμα. (Συνεχίζεται).

* Γιατρός, συγγραφέας, ραδιοτηλεοπτικός παραγωγός, πρώην Δήμαρχος Αμπελοκήπων για τρεις τετραετίες. Ζει στη Θεσσαλονίκη