Επιμέλεια: Εύα Πετροπούλου Λιανού
Μια πεταλούδα η ψυχή
στους οπωρώνες της γης
αναζητά την ομορφιά
να τρυγήσει το νέκταρ.
Η χρυσαλίδα δεν ξαναμπαίνει στο κουκούλι της!
Μια φορά γεννιέσαι!
αδειάζοντας της μάνα σου τη μήτρα.
Γυμνός βγαίνεις στη Λεωφόρο του Σύμπαντος.
Σε κυκλώνει το καυτό αίμα της γαστέρας και ξυπνάς.
Μαγεύεσαι τη θαλπωρή της ανάσας.
Παίρνεις μαθήματα ζωής.
Αχ και να μπορούσαμε
να κάναμε τον Άδη να σκάσει απ’ τη ζήλια του‧
να θανατώναμε τη φθορά‧
αιωνία να ζούσε η καλή μνήμη!
Η Τιτανομαχία αντέχει ως τις μέρες μας…
Ποτέ δεν κλείνουν οι Πύλες του Άδη!
Πώς να μπορέσουμε δίχως απώλειεςνα περάσουμε τις συμπληγάδες;
Δίχως το τσάκισμα των φτερών;
Μόνος θα κολυμπήσεις τα αρχαία νερά της Αχερουσίας…
Κραυγάζοντας μετ’ οδύνης θα διασχίσεις
τον Κωκυτό ποταμό,
τον παγωμένο Αχέροντα
και τον φλεγόμενο Πυριφλεγέθοντα
απ’ την ζωή ως τον θάνατο!…
«ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΩΤΟ ΦΟΝΤΟ» της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη
Απ’ την αρχαία τη Φοινίκη
φίλοι, τρανοί θαλασσοπόροι,
συνταξιδιώτες για μια νίκη
σε μυθικής τριήρης πλώρη.
Ο κυβερνήτης τους, λιοντάρι,
χρόνια στ’ αλάτι, μέσα, ψημένος,
βουνίσιο μύριζε θυμάρι
όταν ο κάβος ήταν λυμένος.
Στις τρικυμίες, μπόι ολύμπιο
κρατούσε κι έπιανε αντάρα
το μάτι του το ελαφίσιο
κρατούσε κάτι απ’ άγρια φάρα.
Γλώσσα, ξυράφι τροχισμένο.
Χτυπούσαν τα κουπιά σεκόντο
κι ο κόσμος πλάτυνε άλλο τόσο
με την Ελλάδα πρώτο φόντο.
Συνταξιδιώτες για μια νίκη
που την προσμέναμε αιώνες‧
στεφάνια έπλεκε με φύκι
κρυμμένη μες τους ελαιώνες.
ΜΑΧΙΜΟΣ ΝΟΥΣ της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη
Σαν κλειώ τα μάτια για να δω ξανά τα περασμένα,
κρατεί ο νους βήμα αργό σε χώματα αγιασμένα∙
Παντιέρες ολοζώντανες ζώνουν τα βλέφαρά μου,
στα μάτια εκείνων που έβλεπαν μόνο τα βήματά μου.
Εκεί που πόλεμο έστηναν τα παιδικά καπρίτσια,
με ευσπλαχνία κρατιότανε του οσίου η άγια βίτσα∙
να φοβερίζει τα θεριά μακριά να κρατηθούνε
κι αλλόκοτες επιθυμιές με μιας να διαλυθούνε.
Άγριες κραυγές, λαλιές, ψαλμοί, βλασφήμιες των ανδρείων,
θρήνοι γερόντων κι απαρχές, κρότοι εντίμων βίων,
πάλουν την πόρτα της καρδιάς μάχονται ν’ ακουστούνε
κι απ’ τις φωτιές της κόλασης που ζούσαν να σωθούνε!
Σπαθίζουν, κόφτουν τα σκοινιά, τροχίζουνε τη μνήμη
που ταλαντεύεται άσωτη στη πλώρη και στην πρύμνη∙
μια μπρός, μια πίσω τα κουπιά, φτερούγες που αλωνίζουν
κι όσα προσπέρασε ο νους πίσω ξανά γυρίζουν.
Φορτώματα αμαλγάματα και καραβιές κατράμι
άλλα θα παν χωματερή κι άλλα θα μπουν στ’ αμπάρι∙
Ανάβω σπίρτο και μετρώ πόσο κρατεί η φλόγα
τόσο κρατάει κι η ζωή… Η απανεμιά… Η μπόρα…
Ανοίγω στ’ αναλόγιο βαγγέλιο άγριας ζήσης,
που είχε νόμους ειδικούς και κανονιές της πίστης
κι έβγαινε απ’ την κόλαση του παραδείσου η πόρτα
με κονταροχτυπήματα απ’ τα στερνά και πρώτα!
ΜΙΑ ΦΛΕΒΑ ΑΓΑΠΗΣ της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη
Μια φλέβα αγάπης χίμηξε μες την καρδιά μου μπήκε
κι όλος ο πόνος της ζωής, εγίνηκε χαρά
Δροσιά Μαγιού στο στήθος μου άφησε η ανεμώνη,
κρίνο λευκό στα χείλη μου, η αγάπη να μεθά.
Ξεθύμανε η θλίψη μου στον ίσκιο του κορμιού της
κι όσες νυχτιές αλήτευα στης σήψης τα σκαλιά,
άτι γοργό ο λογισμός, με πήγαινε κοντά της
εκεί που ανταμώθηκαν της νιότης τα κορμιά.
Αγρίμι που ημέρωσε μες των ματιών τη λάμψη,
με εγκράτεια ανείπωτη και μουσική λαλιά
Χάδια ανθισμένα στο κορμί, γείραν τα δυο της χέρια,
σαν την ψυχή πλησίασαν της απιστίας θεριά
Τραγούδια γίναν οι καημοί και τα παλιά μας λάθη
ομπρέλα σε ανεμόβροχα που την ψυχή φρουρούν
Εβρήκαμε τη γιατρειά μες της μετάνοιας τον χάρτη,
με ένα επιμύθιο σύνθημα γι αυτούς που αιμορραγούν.
Αχ, να ‘χε σύνεργα η καρδιά τις πίκρες να γλυκαίνει
και να φλοισβίζει η ψυχή μετά την ταραχή!…
Απάγκιο να βρει ο λογισμός στης λογικής τα δίχτυα
μες των αγγέλων τα φτερά, να γιάνει η πληγή!…
