Του Αλέξανδρου Σταματουλάκη*
Όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις έφεραν τον Όθωνα για βασιλιά στην Ελλάδα, Γενάρης του 1833, οι Βαυαροί θεώρησαν τη χώρα τσιφλίκι τους και καθώς ο βασιλιάς ήταν ανήλικος, δεκαεπτά χρονών, οι τρεις αντιβασιλείς, Άρμανπεργκ, Μάουρερ, και Χάιντεκ, έχοντας 3.500 βαυαρούς στρατιώτες διοικούσαν εντελώς αυταρχικά και με περισσή αδικία. Μια φορά μάλιστα που ο Μακρυγιάννης διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτές τις αδικίες ο Χάιντεκ τον απείλησε με τα στρατεύματα της Βαυαρίας. Βοηθούσης και της απελπιστικής οικονομικής κατάστασης η βαυαροκρατία έγινε ανυπόφορη. Στην εξωτερική πολιτική σκηνή ο Μέτερνιχ είχε υιοθετήσει πολιτικά το νεαρό βασιλιά. Η Αγγλία προσπαθούσε να τον αποσπάσει από την αγκαλιά του Μέτερνιχ, ο βασιλιάς της Γαλλίας στήριζε φανατικά τον Όθωνα και η Ρωσία ήθελε ορθόδοξο βασιλιά, για να τον επηρεάζει.
Ο Μακρυγιάννης κατάλαβε πως δεν υπήρχε άλλη λύση κι από νωρίς άρχισε να ετοιμάζει κίνημα με στόχο την απόκτηση Συντάγματος. Σιγά-σιγά μύησε πολλούς επώνυμους της μικρής αθηναϊκής κοινωνίας, αλλά και απλούς παλιούς αγωνιστές του ’21. Τότε υπήρχαν τρία κόμματα: Το αγγλόφιλο (οι Μπουρλαίοι) με αρχηγό τον Αλ. Μαυροκορδάτο, το ρωσόφιλο (οι Ναπαίοι) με αρχηγό τον Ανδρέα Μεταξά και το γαλλόφιλο (οι Μοσχόμαγκες) με αρχηγό των Ιωάννη Κωλέττη. Για λόγους πολιτικού συμφέροντος τα δυο πρώτα κόμματα συμφώνησαν με το Μακρυγιάννη για την αναγκαιότητα κινήματος, ενώ διαφώνησε ο Κωλέττης, που εκείνον τον καιρό ήταν πρέσβης στο Παρίσι. Ο υπαρχηγός του Δ. Χριστίδης είχε διοριστεί από τον Όθωνα προϊστάμενος του υπουργικού συμβουλίου. Ο Μαυροκορδάτος είχε μια διαφωνία με τον Όθωνα και παραιτήθηκε από πρωθυπουργός. Ο βασιλιάς, για να τον ξεφορτωθεί, τον έστειλε πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μακρυγιάννης μύησε στη συνωμοσία τον υπαρχηγό του Ανδρέα Λόντο.

Στα 1842 ο Μακρυγιάννης περνάει από δίκη εξαιτίας μιας επιστολής που έστειλε στην εφημερίδα «Αιών». Δεν τολμούν να τον καταδικάσουν, αλλά καταδικάζεται ο εκδότης της εφημερίδας.
Ένας αξιωματικός της χωροφυλακής, ο Μήτρος Δεληγιώργης, πατέρας του Επαμεινώνδα, πληροφορείται για το σχεδιαζόμενο κίνημα από τον μυημένο στη συνωμοσία Θοδωράκη Γρίβα, που είναι απρόσεχτος με τα συνωμοτικά μέτρα. Ξεκινάει από την Ακαρνανία και πηγαίνει στην Αθήνα και να καταγγείλει τη συνωμοσία στο παλάτι. Ο Μακρυγιάννης τον συναντάει τυχαία, τον τραβάει με το ζόρι σπίτι του, για να του κάνει το τραπέζι κι εκεί τον πείθει για τους σκοπούς του κινήματος. Ο Δεληγιώργης δεν «καρφώνει» και επιστρέφει στην πατρίδα του.
Η χωροφυλακή είναι αφοσιωμένη στο θρόνο. Δεν πλησιάζεται. Οι συνωμότες πλευρίζουν αξιωματικούς του στρατού. Κάποιοι είναι διστακτικοί, όπως ο διοικητής του 2ου τάγματος πεζικού Νίκος Σκαρβέλλης. Κάποιοι άλλοι δε θέλουν να ακούσουν για κίνημα, όπως ο λοχαγός Ελ. Σχοινάς, διοικητής της μοίρας πυροβολικού. Όμως ο Δημήτρης Καλλέργης, συνταγματάρχης του ιππικού, πιστεύουν οι συνωμότες πως θα συμφωνήσει. Υπηρετεί στο Άργος. Πρέπει να πάρει μετάθεση στην Αθήνα. Καταφέρνουν να τον φέρουν στην πρωτεύουσα. Τον φωνάζει ο Μακρυγιάννης στο σπίτι του και τον μυεί. Αργότερα ο Καλλέργης θα πει πως τον είχε μυήσει ήδη ανώτερος πολιτικός παράγοντας. Οι δυο τους βρίσκουν το διοικητή της σχολής ευελπίδων, τον Σπυρομήλιο και τον μυούν. Οι τρεις τους μπαίνουν σε μια εκκλησία, ορκίζονται και πάνε να συναντήσουν τον Ανδρέα Μεταξά, για να καταρτίσουν το σχέδιο δράσης. Όλο αυτό το διάστημα έχουν μυηθεί ονομαστοί αγωνιστές του ’21 όπως ο Νότης Μπότσαρης, ο Κωνσταντίνος Κανάρης, διοικητής του ναύσταθμου του Πόρου, ο Κριεζώτης, ο Θεοδωράκης Γρίβας και άλλοι.
Στο μεταξύ η λαϊκή οργή ανέβαινε στα ύψη και το λαϊκό ηφαίστειο είναι έτοιμο να εκραγεί. Όπως συμβαίνει συχνά, ο λαός είχε αποθέσει τις ελπίδες του στην απόκτηση Συντάγματος σαν αυτό να ήταν το φάρμακο για όλες τις δυστυχίες του. Η λέξη «Σύνταγμα» ήταν γραμμένη παντού, ακόμα και σε τοίχους του παλατιού. Όταν κάποιοι της φρουράς ρίχνουν προκηρύξεις από παράθυρο των ανακτόρων η υπόλοιπη φρουρά δεν επεμβαίνει. Το τραγούδι που ακούγεται πιο συχνά εκείνον τον καιρό στην Αθήνα είναι μια παραλλαγή της Μασσαλιώτιδας. Τα παλιά κόμματα ουσιαστικά διαλύονται και σχηματίζονται δυο φανατισμένες παρατάξεις: Συνταγματικοί και οι πιστοί στο βασιλιά αντι-συνταγματικοί,.
Ωστόσο παρά τις προφυλάξεις των συνωμοτών ένας αξιωματικός της χωροφυλακής πληροφορείται τα πάντα και ενημερώνει το παλάτι. Κι αυτό τι κάνει; Υποβαθμίζει το γεγονός και υπερεκτιμά τις δυνάμεις του. Το σχέδιο των αυλικών είναι να αφήσουν το κίνημα να ξεσπάσει και τότε να συλλάβουν τους κινηματίες. Συγκροτούν μάλιστα κι ένα στρατοδικείο, για να τους δικάσει.
Το σχέδιο της εξέγερσης είναι απλό. Το βράδυ της 1ης προς 2α Σεπτεμβρίου θα μαζευτούν όλοι στο σπίτι του Μακρυγιάννη. Ο Καλλέργης και ο Στραβέλλης, που πείστηκε τελικά να συμμετάσχει, θα βγουν από τους στρατώνες, θα κατευθυνθούν προς το σπίτι του Μακρυγιάννη, τάχα για να συλλάβουν τους επίδοξους κινηματίες, θα ενωθούν μαζί τους και θα κατευθυνθούν προς το παλάτι. Αν ο βασιλιάς δεχτεί να δώσει Σύνταγμα καλώς. Διαφορετικά θα χτυπήσουν.
Ένας λοχαγός ακούει τυχαία κάποιους να συζητούν για το κίνημα. Τρέχει στον Όθωνα και του τα λέει. Ο βασιλιάς και η καμαρίλα τον αντιμετωπίζουν σαν ενοχλητικό και ουσιαστικά τον διώχνουν. Αυτοί έχουν το σχέδιό τους. (Ο αφελής λοχαγός πρότεινε στο βασιλιά να προλάβει τους κινηματίες και να δώσει πρώτος Σύνταγμα!).
Όμως, δεν έχει εξακριβωθεί τι ακριβώς έγινε και οι στρατιωτικοί δεν κινούνται, ενώ οι μυημένοι πολίτες είχαν αρχίσει να μαζεύονται στου Μακρυγιάννη. Ο τελευταίος στέλνει τους οπαδούς του στα σπίτια τους. Την άλλη μέρα η (βασιλική) χωροφυλακή περικυκλώνουν το σπίτι του Μακρυγιάννη, αλλά εκεί δεν υπάρχει κανένας επίδοξος κινηματίας. Ο ίδιος ο αρχηγός κάνει τον άρρωστο, ξαπλώνει στο κρεβάτι και στέλνει να φωνάξουν δυο φίλους του γιατρούς. Γίνεται φανερό πως ο κλοιός στενεύει και πως οι κινηματίες πρέπει να κινηθούν.

Το βράδυ της 3ης Σεπτεμβρίου ο Καλλέργης, για να ξεγελάσει τους σπιούνους, πηγαίνει στην όπερα και παρακολουθεί τη «Λουκρητία Βοργία» του Ντονιτσέτι. Τελειώνει η παράσταση και κατευθύνεται στα σπίτια των Μεταξά και Λόντου, αλλά αυτοί κρύβονται και δεν τους βρίσκει. Πηγαίνει στου Μακρυγιάννη και τον βλέπει με το νυχτικό. Καθώς τον παρακολουθούσαν όλη τη μέρα, δεν μπόρεσε να ειδοποιήσει τους οπαδούς του. Ο Καλλέργης τότε πηγαίνει τους στρατώνες του ιππικού και ξεσηκώνει το στράτευμα. Κατευθύνονται στους στρατώνες του πεζικού, όπου τον περιμένει ο Στραβέλλης φωνάζοντας «Ζήτω το Σύνταγμα». Καταφτάνει και ο Σπυρομήλιος. Ο φρούραρχος της Αθήνας, πιστός στο βασιλιά, στέλνει μονάδα στρατού στο σπίτι του Μακρυγιάννη, για να καταστείλει την εξέγερση, γιατί εκεί είχαν μαζευτεί κάποιοι κινηματίες και γινόταν μάχη.
Όταν πολιορκήθηκε από τους χωροφύλακες ο Μακρυγιάννης βρίσκονταν στο σπίτι η οικογένειά του κι ελάχιστοι φίλοι. Έντεκα συνολικά, οι τέσσερις παιδιά. Ο Μακρυγιάννης είναι διατεθειμένος να πολεμήσει και να πεθάνει για τις ιδέες του. Υψώνει μια σημαία που γράφει «Εθνική Συνέλεψη-Σύνταμα», κάνει τη διαθήκη του, ασπάζεται τους υπόλοιπους που δεν εννοούν να φύγουν κι ετοιμάζεται να πεθάνει. Όμως σπάζουν τον κλοιό της χωροφυλακής και σιγά σιγά μαζεύονται κι άλλοι φίλοι του, πολλοί, στο πολιορκημένο σπίτι. Αρχίζει η μάχη. Ένας ενωματάρχης νεκρός, το μόνο θύμα της εξέγερσης. Φτάνουν και οι στρατιώτες που έστειλε ο φρούραρχος, αλλά αυτοί προσχωρούν στο κίνημα. Μαζεύεται κι άλλος λαός και οι χωροφύλακες σκορπίζουν. Οι πρώην πολιορκημένοι με τη σημαία που έφτιαξε ο Μακρυγιάννης ξεκινούν για τα ανάκτορα.
Στο μεταξύ ο φρούραρχος πηγαίνει στους στρατώνες νομίζοντας πως ο στρατός είναι πιστός στον βασιλιά. Οι κινηματίες τον συλλαμβάνουν και με μπροστάρη τον Καλλέργη, σαν να κάνουν παρέλαση, υπό τους ήχους της μπάντας προελαύνουν προς το παλάτι –η ώρα μία πρωινή- υπό τις ζητωκραυγές των Αθηναίων, που έχουν πεταχτεί από τα κρεβάτια τους, ντύνονται βιαστικά κι ακολουθούν το στράτευμα. Αρχίζουν να χτυπούν οι καμπάνες. Φτάνουν στα ανάκτορα, και παρατάσσονται στο σημερινό μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Πανικόβλητος ο Όθων ζητάει τη βοήθεια του πυροβολικού -τέσσερα κανόνια- του λοχαγού Σχοινά. Το πυροβολικό ξεκινά μέσα στη νύχτα να προστατέψει τα ανάκτορα, αλλά όταν φτάνει εκεί, τάσσεται με τους επαναστάτες.
«Μα τότε ποιόν έχομε μαζί μας;» αναρωτιέται ο Όθων και ένας αξιωματούχος διαπιστώνει πως ούτε μια γριά εκείνο το βράδυ δεν ήταν με το βασιλιά. Ο Καλλέργης διατάσσει συλλήψεις υπουργών, άλλων αξιωματούχων και ανδρών της χωροφυλακής.
Οι άνδρες του Μακρυγιάννη φτάνουν στα ανάκτορα και ανακατεύονται με το πλήθος. Ο ίδιος φεύγει για το Συμβούλιο Επικρατείας. Ο Όθων δίνει ψεύτικες υποσχέσεις στο λαό, αλλά κανένας δεν τον πιστεύει. Δοκιμάζει να μιλήσει, αλλά δεν τον αφήνουν. Το πρωί της 3ης Σεπτεμβρίου η ατμόσφαιρα είναι πανηγυρική. Οι φοιτητές τραγουδάνε αντιβαυαρικά τραγούδια. Αγωνιστές της τελευταίας αποτυχημένης κρητικής επανάστασης είναι παρόντες. Ο δήμαρχος Καλιφρονάς μαζεύει τα ψωμιά που βγάζουν οι φούρνοι και ταΐζει το επαναστατημένο στράτευμα. Το αγουροξυπνημένο Συμβούλιο Επικρατείας, διορισμένο από τον Όθωνα, συνεδριάζει εκτάκτως και τάσσεται υπέρ της συνταγματικής μεταρρύθμισης. Ζητάει από το Μακρυγιάννη να ορίσει τους νέους υπουργούς και στέλνει μια επιτροπή στον Όθωνα. «Προτιμώ να παραιτηθώ», λέει εκείνος και το εννοεί. Η Αμαλία με χίλιους δυο τρόπους θα τον πείσει τελικά να μην επιμείνει στην παραίτηση. Ο Όθων υπογράφει τα διατάγματα του Συμβουλίου Επικρατείας. Ο λαός έξω πανηγυρίζει. Κάποιοι θέλουν να δουν τις υπογραφές του βασιλιά. Ένα διάταγμα σκίζεται και η επιτροπή ξαναμπαίνει στο παλάτι και ξαναπαίρνει την υπογραφή. Οι νέοι υπουργοί πηγαίνουν στο παλάτι ζητώντας από τον Όθωνα να υπογράψει άλλα πέντε διατάγματα. Ο Όθων αγανακτεί. Θέλει να υπογράψει μόνο τα τρία.
Οι ξένοι πρεσβευτές νιώθουν την ταραχή της επανάστασης και ύστερα από διαβουλεύσεις αποφασίζουν να πάνε στο παλάτι να δουν τον Όθωνα και να τον συμβουλεύσουν. Ο Καλλέργης δεν τους επιτρέπει την είσοδο. «Αργότερα» τους λέει. Κάποιος φτιάχνει ένα στεφάνι από φύλλα ελιάς και στεφανώνει τον Καλλέργη. «Αργότερα» επιτρέπεται στους πρεσβευτές να δουν τον Όθωνα. Η Αμαλία με δάκρυα στα μάτια θέλει να δωροδοκήσει τον αυστριακό πρέσβη Πρόκες Όστεν με τα κοσμήματα της, για να τους «σώσει». Ο Όθων τους δηλώνει «Δεν είμαι πια βασιλιάς» και είναι αμετάπειστος. Οι πρέσβεις μιλάνε με τους υπουργούς. Δεν γίνεται τίποτα. Ζητούν από το βασιλιά να υπογράψει. Αυτός αμετάπειστος. Τότε ο Καλλέργης ανακοινώνει πως αν τα διατάγματα δεν υπογραφούν σε δεκαπέντε λεπτά, θα βομβαρδίσει το παλάτι. Ο βασιλιάς υπογράφει. Ύστερα από λίγες μέρες φεύγουν από την Ελλάδα οι Βαυαροί αφήνοντας πίσω τον Όθωνα.
Ακολούθησαν πανηγυρισμοί, αλλά σε λίγα χρόνια ο αυταρχισμός, οι ημέτεροι, η αδικία, ο αυταρχισμός θα κυριαρχήσουν. Όπως έγραψε και ο Αλέξανδρος Σούτσος «Κατά την Τρίτη Σεπτεμβρίου υπήρξαμεν άγαν γενναίοι, άγαν εύπιστοι».
*Ο Αλέξανδρος Σταματουλάκης είναι γιατρός, πρώην δήμαρχος και ραδιοτηλεοπτικός παραγωγός
























