Σάββας Ρακιντζάκης: “Όσο οι μουσικοί προσπαθούν να ενώσουν τις δυνάμεις τους σε μία κοινή μουσική γλώσσα, τόσο το αποτέλεσμα προσεγγίζει το απόλυτο και το σχεδόν θεϊκό”

Η μουσική έχει όρια και γιατί;

Αν λάβουμε ως αξίωμα το ότι η μουσική ορίζεται ως τέχνη των ήχων, τότε μπορούμε να την οριοθετήσουμε, στη βάση του οργανωμένου συνδυασμού των ήχων.

Ένα απλό παράδειγμα είναι η διαφορά του χειροκροτήματος επιδοκιμασίας ή επευφημίας, από το ρυθμικό χειροκρότημα στη διάρκεια ενός τραγουδιού ή ενός χορού: το απλό χειροκρότημα μπορεί να θεωρηθεί ακόμα και θόρυβος, ενώ το ρυθμικό χειροκρότημα έχει το στοιχείο της οργάνωσης στη διάρκεια του χρόνου.

Με τα μέσα όμως, της σύγχρονης τεχνολογίας, ακόμα και το τυχαίο χειροκρότημα μπορεί να ηχογραφηθεί και να χρησιμοποιηθεί μέσα σε μία μουσική σύνθεση, με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούνται τα ηχητικά δείγματα από τις νότες ενός πιάνου ή ενός βιολιού κλπ.

Αυτά τα τεχνικά μέσα, αλλά και η χρήση «αντισυμβατικών» μέσων παραγωγής ήχου, δίνουν στους μουσικούς δημιουργούς (θεωρητικά τουλάχιστον) απεριόριστες επιλογές στους τρόπους επιλογής και οργάνωσης ήχων.

Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε π.χ. τί μουσική θα έγραφε ο Mozart ή ο Beethoven, αν ζούσαν στην εποχή μας.

Πολύ πιθανόν να αξιοποιούσαν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα, όπως οι DJs ή οι συνθέτες ηλεκτρονικής μουσικής.

Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι ο Mozart ήταν από τους πρώτους που ανέδειξε το κλαρινέτο σε σολιστικό όργανο, ενώ ο Beethoven ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε χορωδία στη μέχρι τότε «αυστηρά» οργανική παρτιτούρα μίας Συμφωνίας, με την «Ωδή στη Χαρά».

Κατ’ αναλογία, είναι πολύ πιθανό μετά από 100 χρόνια να θεωρείται κλασικό ένα κονσέρτο για πικάπ και ορχήστρα!

Μπορούμε να συμπεράνουμε, λοιπόν, ότι η ανθρώπινη φαντασία και ευρηματικότητα είναι αυτή που καθορίζει τα όρια της μουσικής, στην εκάστοτε περίοδο της εξέλιξής της.

“Η μουσική είναι μία, οι μουσικοί πολλοί.” Πώς θα περιγράφατε αυτή την πρόταση;

Οι μουσικοί είναι σίγουρα πολλοί. Για το αν η μουσική είναι μία, οι απόψεις διίστανται… Στο βιβλίο του Τζων Μπλάκινγκ «Η Έκφραση της Ανθρώπινης Μουσικότητας» (πρωτότυπος τίτλος «How musical is man?»), το πρώτο κεφάλαιο έχει τον τίτλο «Ήχος οργανωμένος με ανθρώπινο τρόπο», με αναφορά στην έννοια της μουσικής.

Ανατρέχοντας στο εν λόγω βιβλίο, παραθέτω τις παρακάτω φράσεις:

«Διαφορετικές κοινωνίες τείνουν να έχουν διαφορετικές ιδέες πάνω στο τί θεωρούν σα μουσική.

Εντούτοις, όλοι οι ορισμοί βασίζονται σε κάποια κοινή συμφωνία που ισχύει για τη δοσμένη κοινωνία και που καθορίζει τις αρχές με τις οποίες πρέπει να οργανώνονται οι ήχοι της μουσικής» (μτφ. Μιχάλη Γρηγορίου).

Με βάση τα παραπάνω, η άποψη του ότι «η μουσική δεν είναι μία», οφείλεται στην παρέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα στη διαδικασία της δημιουργίας, παραγωγής, επιτέλεσης και ακρόασης της μουσικής, ακριβώς λόγω της διαφορετικότητας των ανθρώπων, ανάλογα με τη γεωγραφική τους προέλευση, την εθνοτοπική τους ταυτότητα, την κοινωνική τους θέση, τα συναισθήματα που επιθυμούν να εκφράσουν κλπ.

Προσωπικά πιστεύω ότι η άποψη του ότι «η μουσική είναι μία», αν και αφοριστική, είναι αληθινή.

Αν, μάλιστα, θεωρήσουμε τη μουσική ως μία γλώσσα, μπορούμε εύκολα να παραφράσουμε την πρόταση, ισχυριζόμενοι ότι «η γλώσσα είναι μία».

Κι εκεί ακριβώς έρχεται στο μυαλό μας, η ιστορία του Πύργου της Βαβέλ. Τότε οι άνθρωποι δεν κατάφεραν να υψώσουν τον Πύργο μέχρι τον ουρανό, όπως επιθυμούσαν, καθώς δε μπορούσαν να συνεννοηθούν μετά τη σύγχυση των γλωσσών.

Κατ’ αντιστοιχία, λοιπόν, εμμένοντας στο διαχωρισμό της μουσικής σε είδη και κατηγορίες, συντηρούμε τη μουσική μας Βαβέλ.

Είχα την ευκαιρία πριν δύο χρόνια να συμμετάσχω σε ένα project, στο οποίο διεπίστωσα με έκπληξη πόσο αρμονικά μπορούσαν να συνδυαστούν γύρω από το Miserere του Gregorio Allegri (έργο για χορωδία a capella και φωνητικό κουαρτέτο) δύο ψάλτες βυζαντινής και αραβικής μουσικής αντίστοιχα, καθώς και ένα jazz ethnic κουαρτέτο, με ούτι, σαξόφωνο, κοντραμπάσο και ντραμς/ηλεκτρονικούς ήχους.

Μουσικοί από τέσσερεις εντελώς διαφορετικούς μουσικούς πολιτισμούς, κατάφεραν, μέσα από δημιουργική σκέψη και διάθεση επικοινωνίας, να δημιουργήσουν ένα μοναδικό αποτέλεσμα!

Επιστρέφοντας, λοιπόν στην ιστορία του Πύργου της Βαβέλ, μπορούμε να πούμε ότι όσο οι μουσικοί προσπαθούν να ενώσουν τις δυνάμεις τους σε μία κοινή μουσική γλώσσα, τόσο το αποτέλεσμα προσεγγίζει το απόλυτο και το σχεδόν θεϊκό.

Γιατί χρειάζεται η μουσική παιδεία; Είναι πολυτέλεια ή ανάγκη;

Στην καθημερινότητά μας, σχεδόν ποτέ δε χρησιμοποιούμε την έκφραση «κάνω μουσική» ή «μαθαίνω μουσική».

Αντίθετα, χρησιμοποιούμε την έκφραση «παίζω μουσική», οπότε άμεσα συνδέουμε την έννοια της μουσικής με την έννοια του παιγνιδιού.

Οι λέξεις «παιδεία», «παιδί», «παίζω», είναι αλληλένδετες, τόσο γλωσσολογικά όσο και εννοιολογικά. Βασική μέριμνα του γονιού για το παιδί είναι η εκπαίδευσή του.

Σημαντικό, όμως, στοιχείο της εκπαίδευσης ενός παιδιού, είναι και η διαδικασία του παιγνιδιού. Πάνω στο παιγνίδι, το παιδί αναπτύσσει τις κοινωνικές του δεξιότητες, μαθαίνει να υπακούει σε κανόνες, αξιοποιεί τις σωματικές και αισθητηριακές του ικανότητες, εκφράζει τα συναισθήματά του.

Υπό αυτή την έννοια, η μουσική παιδεία σαφώς αποτελεί ανάγκη, τουλάχιστον καθ’ όλη τη διάρκεια της προσχολικής και σχολικής ηλικίας.

Και η αναγκαιότητα της ύπαρξης της κατάλληλης μουσικής παιδείας και της ενασχόλησης των παιδιών με τη μουσική, δεν είναι κάτι που εκπορεύεται μόνο από τα συμπεράσματα της επιστήμης, αλλά και κάτι που εκφράζεται από τα ίδια τα παιδιά.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τα παιδιά από μόνα τους αναζητούν τη μουσική ως μέσο έκφρασης, ακόμα και αποφόρτισης από τα υπόλοιπα μαθήματα του ωρολογίου σχολικού προγράμματος.

Μέσα από μία σωστή μουσική παιδεία (η οποία θα πρέπει να υλοποιείται από άτομα με παιδαγωγική, αλλά πρωτίστως μουσική επάρκεια και φυσικά να μην εξαντλείται σε μία διδακτική ώρα μέσα στο εβδομαδιαίο σχολικό πρόγραμμα), τα παιδιά μαθαίνουν να ενώνουν τις δυνάμεις τους στην επίτευξη ενός κοινού αποτελέσματος, εκτονώνουν τη συσσωρευμένη ενέργειά τους, ισχυροποιούν το συναισθηματικό τους κόσμο και εκφράζονται δημιουργικά.

Πώς μπορεί ένας γονιός να ανακαλύψει το ταλέντο του παιδιού του στη μουσική;

Ταλέντο σημαίνει κλίση, έφεση, προτίμηση που εκφράζεται από το παιδί, σε σχέση με κάποια απασχόληση.

Αυτό που χρειάζεται να κάνει ο γονιός είναι να έχει «ανοιχτές τις κεραίες του», ώστε να διακρίνει την όποια έφεση του παιδιού του, είτε προς τον αθλητισμό, είτε προς τις τέχνες, είτε προς οτιδήποτε άλλο.

Όσον αφορά τη μουσική, ο γονιός μπορεί να δώσει μερικά επιλεγμένα μουσικά ερεθίσματα στο παιδί του, παρακολουθώντας μαζί του π.χ. μία συναυλία ή μία μουσική παράσταση και συζητώντας μετά με το παιδί, να αξιολογήσει μέσα από τη συζήτηση αν η μουσική του τράβηξε την προσοχή.

Ή ακόμα, μπορεί και να αφήσει το παιδί να επεξεργαστεί μόνο του τα ερεθίσματα της παράστασης και να εκφράσει μόνο του, αργότερα, την κλίση του.

Σε κάθε περίπτωση, αν ανακαλυφθεί έστω και μία μικρή δόση μουσικού ταλέντου στο παιδί, αυτό το ταλέντο δεν πρέπει να καλλιεργηθεί σε καθεστώς πίεσης του παιδιού, ιδιαίτερα στα χρόνια της προεφηβείας και της εφηβείας, όπου οι προτιμήσεις των παιδιών μεταλλάσσονται, παράλληλα με τη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους.

Αν π.χ. ένα παιδί-ταλέντο ξεκίνησε τη μουσική σε ηλικία 6 ετών και αποφασίζει στα 12 ότι θέλει να σταματήσει, είναι καλύτερα να διακόψει τις μουσικές σπουδές του, με το ενδεχόμενο να επανακάμψει αργότερα, παρά να πιεστεί να ολοκληρώσει τον κύκλο σπουδών μόνο και μόνο για τον τίτλο (πτυχίο κλπ.), αναπτύσσοντας όμως παράλληλα μία αρνητική σχέση με τη μουσική.

Διδάσκεται σήμερα η Μουσική παράδοση μέσα από την εκπαίδευση;

Η παράδοση ενός τόπου είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ιστορία του, τα ήθη και τα έθιμά του.

Μία χώρα όπως η Ελλάδα, με την πλούσια ιστορία της (αρχαίοι χρόνοι, Βυζάντιο, νεότεροι χρόνοι) δε μπορεί παρά να έχει αντίστοιχη μουσική παράδοση.

Τόσο στα Μουσικά σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, όσο και στα Τμήματα Μουσικών Σπουδών των ανά την Ελλάδα Πανεπιστημίων, υπάρχουν μαθήματα ή τομείς που ασχολούνται με τη διδασκαλία της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής (βυζαντινής, δημοτικής κλπ.).

Ωστόσο στα Γυμνάσια και Λύκεια γενικής παιδείας όσο και στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, η διδασκαλία της μουσικής παράδοσης είναι σχεδόν ανύπαρκτη, περιοριζόμενη σε μεμονωμένες προσπάθειες εκπαιδευτικών στη δημόσια εκπαίδευση ή συγκεκριμένων σχολικών μονάδων στην ιδιωτική εκπαίδευση.

Δυστυχώς, η κατάσταση αυτή κάθε άλλο παρά ελπιδοφόρα μπορεί να είναι για το μέλλον.

Λέγεται πως «όποιος δε θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να του ξαναζήσει».

Μέσα από τη διδασκαλία της μουσικής παράδοσης, μπορούμε να διδάξουμε τα παιδιά μας ιστορία (με τα δημοτικά τραγούδια που γράφτηκαν για πρόσωπα ή γεγονότα), να τα φέρουμε σε επαφή με τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας μας (τραγούδια και χοροί του γάμου, του γλεντιού, νανουρίσματα, μοιρολόγια κλπ.), να τα κάνουμε να γνωρίσουν καλύτερα και να αγαπήσουν τον τόπο μας.

Είναι κρίμα τόσος πλούτος να μένει στο χρονοντούλαπο.

Υπάρχουν Έλληνες αξιόλογοι μουσικοί, με μουσική κατάρτιση και γνώσεις;

Υπάρχουν και μάλιστα πολλοί και σε όλα τα είδη μουσικής.

Καθώς η Ελλάδα, τόσο γεωγραφικά όσο και μουσικά βρίσκεται στο «σταυροδρόμι» των ηπείρων και των μουσικών πολιτισμών, οι Έλληνες μουσικοί είναι – από τη φύση τους, θα λέγαμε – προικισμένοι με την ευελιξία της κίνησης ανάμεσα σε πολλά διαφορετικά μουσικά είδη.

Παράλληλα, κάνοντας σοβαρές σπουδές, είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, κατορθώνουν να συναγωνίζονται επάξια τους ξένους συναδέρφους τους, είτε στην ελλαδική είτε στη διεθνή μουσική σκηνή.

Με ποιές μουσικές σας ιδιότητες συστήνεστε στον κόσμο;

Με βάση τις μουσικές μου σπουδές (Δίπλωμα Πιάνου, Πτυχίο Μουσικολογίας και Μaster στη Διεύθυνση Παιδικής και Σχολικής Χορωδίας), καθορίζονται και οι μουσικές μου ιδιότητες.

Από το 2000 συνεργάζομαι με πολλές παιδικές και νεανικές χορωδίες και φωνητικά σύνολα, ως πιανίστας και μαέστρος, ενώ από το 2017 διδάσκω το μάθημα της μουσικής σε ιδιωτικό δημοτικό σχολείο των νοτίων προαστίων.

Παράλληλα, ως πιανίστας, έχω πραγματοποιήσει συναυλίες και εμφανίσεις με διάφορους τραγουδιστές.

Μέσα σε αυτή τη σχεδόν 20ετή πορεία έχω συνεργαστεί – μεταξύ άλλων – με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τη Μαντώ και πρόσφατα με τον Στέφανο Κορκολή.

Ποιά είναι τα μελλοντικά μουσικά σας σχέδια;

Αυτή την περίοδο, παράλληλα με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, ετοιμάζουμε με την εξαιρετική ερμηνεύτρια Μαρία Σουλτάτου, τη μουσική παράσταση με τίτλο «Η ζωή γυναίκα… είναι», η οποία θα παρουσιαστεί στα τέλη Οκτωβρίου στην Αθήνα.

Από εκεί και μετά, ενορχηστρώσεις, διασκευές, ηχογραφήσεις… Μια όμορφη και δημιουργική καθημερινότητα, όπου (δυστυχώς ή ευτυχώς) δεν υπάρχει μέρα χωρίς μουσική.

«Μουσικήν ποίει και εργάζου», όπως θα έλεγε και ο αρχαίος ημών Πλάτων!…

Βιογραφικό.

Γεννήθηκε στην Αθήνα. Διπλωματούχος Πιάνου σε ηλικία 19 ετών με βαθμό «Άριστα Παμψηφεί και Β΄ Βραβείο» (Εθνικό Ωδείο, τάξη Τάνιας Ιακωβίδου) Πτυχιούχος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Ειδίκευσης (M.Mus.) στην κατεύθυνση “Διεύθυνση Παιδικής και Σχολικής Χορωδίας” από το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου (Κέρκυρα).

Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια διεύθυνσης χορωδίας και χορωδιακής πρακτικής με τους: Lenke Igo (Ουγγαρία), Zimfira Poloz (Καναδάς), Maria Guinand (Βενεζουέλα), Doreen Rao (Η.Π.Α.) και Yoshi-Matthias Kinoshita (Γερμανία/Ιαπωνία).

Από το 1997 ασχολείται συστηματικά με την πιανιστική συνοδεία, τη διδασκαλία και τη διεύθυνση παιδικών και νεανικών χορωδιών και φωνητικών συνόλων.

Από το 1998 είναι τακτικός συνεργάτης, ως χορωδός, πιανίστας και μαέστρος της Μικτής Χορωδίας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών (διεύθυνση: Νίκος Μαλιάρας), ενώ συνεργάζεται ως πιανίστας και μαέστρος με την Παιδική Χορωδία “Μανώλης Καλομοίρης” (από το 2000) και με την Παιδική Χορωδία “Νέων Εκπαιδευτηρίων Γ. Μαλλιάρα” (από το 2004).

Στο Δημοτικό Σχολείο των “Νέων Εκπαιδευτηρίων Γ. Μαλλιάρα” διδάσκει επίσης και το μάθημα της μουσικής από το 2017.

Ως πιανίστας έχει συνεργαστεί με τη Χορωδία Αθηνών (διεύθυνση: Αναστάσιος Συμεωνίδης, 2000-2002) την Παιδική Χορωδία του Γ΄ Προγράμματος της Ε.ΡΑ. (2004-2007), την Παιδική Χορωδία των Μουσικών Συνόλων του Δήμου Αθηναίων (2008-2009) και την Παιδική Χορωδία Rosarte (2009), υπό τη διεύθυνση της Ρόζης Μαστροσάββα.

Επίσης έχει συνεργαστεί ως πιανίστας με τις καθηγήτριες τραγουδιού Βάσω Θεοχάρους (Εθνικό Ωδείο Παλ. Φαλήρου), Λαρίσα Ιασωνίδου και Μαντώ (Ωδείο Τέχνης Γ. Φακανάς), σε κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο.

Έχει επίσης συνεργαστεί ως καθηγητής μουσικής θεωρίας και χορωδίας, πιανίστας και ενορχηστρωτής με τη σχολή παραστατικών τεχνών School of PMTP by Sia Koskina (2011-2018), καθώς και με το εργαστήρι μουσικού θεάτρου Musical Arts on Stage (2016-σήμερα).

Από το 2017 έως σήμερα συνεργάζεται με τον πιανίστα και συνθέτη Στέφανο Κορκολή, ως μαέστρος και επιμελητής μουσικού υλικού.

Από το 2004 ασχολείται συστηματικά με την εναρμόνιση τραγουδιών για τα χορωδιακά σύνολα με τα οποία συνεργάζεται.

Ιδιαίτερα έχει ασχοληθεί με την εναρμόνιση παραδοσιακών και έντεχνων κυπριακών τραγουδιών, καθώς και με τη μελοποίηση αποσπασμάτων Αρχαίας Κυπριακής Γραμματείας, τα οποία έχουν περιληφθεί στις εκδόσεις του Πανεπιστημίου Αθηνών “Τραγούδια της Κύπρου” (2005) και “Ες γην εναλίαν Κύπρον – Το Πανεπιστήμιο Αθηνών και η Κύπρος” (2015). Επίσης έχει συνεργαστεί με τις μουσικές εκδόσεις Arco (2004-2009), σε συλλογές με επεξεργασίες τραγουδιών από το σύγχρονο ελληνικό ρεπερτόριο για πιάνο, φωνή και κιθάρα.

Έργα και εναρμονίσεις του, έχουν παρουσιαστεί σε συναυλίες στην Ελλάδα, την Κύπρο και τη Γερμανία.