Νίκος Αντ. Πουλινάκης: “Ποίηση είναι… το να μπορώ με τις μικρές μου δυνάμεις να χτίζω γιοφύρια για ένα πονεμένο και ραγισμένο βλέμμα” 

Επιμέλεια συνέντευξης: Χρήστος Κατσίδης. Φοιτητής μουσικής στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Πως ξεκίνησε η αγάπη σας για την ποίηση; Όταν κατάλαβα πως η ζωή είναι μια αμαξοστοιχία κι αρχίζει να ξεφεύγει από τις ράγες της. Ενώ δεν άντεχα στην ιδέα πως κάποιοι άνθρωποι γεννήθηκαν για να βασανίζουν ο ένας τον άλλο. Έτσι λοιπόν είπα στον εαυτό μου: «έλα τώρα πήγαινε να διαβάσεις. Είσαι πολύ αδύνατος μπροστά στη γύμνια της ψυχής σου. Δεν το καταλαβαίνεις; Θα μένεις πάντα μετεξεταστέος στα πατερημά των ουρανών». Κι ήρθε η ποίηση παίρνοντας την άκρη ενός σεντονιού με φεγγάρια. Την τράβηξε απαλά μέχρι να σκεπάσει τη γύμνια μου. Αυτό ήταν. Από εκεί και πέρα ξεκινά μια αγάπη που κρατά μέχρι τώρα.

Ποια ήταν η αφορμή για να αρχίσετε να γράφετε; Στα μονοπάτια της γραφής με ώθησαν δύο τυχαίες συναντήσεις στο κέντρο της Αθήνας πριν από πολλά χρόνια. Ήμουν περίπου 22 χρονών. Κατηφόριζα την οδό Πανεπιστημίου προς την πλατεία Ομονοίας. Τα μάτια μου αντάμωσαν μια γυναίκα. Πανέμορφη. Σαν αριστοκράτισσα ανθισμένη μυγδαλίτσα. Με κοίταζε επίμονα. Σαν να ήθελε να με υπνωτίσει. Ξάφνου γδύνεται τους σπαραγμούς της. Και είχε για στήθη δύο λεμονοπορτόκαλα που μοσχομύριζαν Άνοιξες. Σκεφτόμουν: «Το δίχως άλλο μια τέτοια γυναίκα θα μπορούσε να ήταν η κρυφή επιθυμία, το όνειρο κάθε άνδρα». Κι όμως την έκοβε κρύος ιδρώτας. Έχανε την ισορροπία της. Παράπαιε… Έκανε δύο βήματα πίσω και ένα μπρος. Έμοιαζε θαρρείς με ξύλινο σκαρί δίχως πανιά δίχως μηχανή που έπλεε στο δύσκολο πέρασμα του Κάβο Ντόρου. Ένα ακυβέρνητο καρυδότσουφλο στο έλεος δαιμονισμένων ανέμων 12 μποφόρ. Έχανε την ισορροπία της. Είχε πάρει τη δόση της. Παράπαιε… Αρνιόταν οποιαδήποτε βοήθεια από τους περαστικούς. Παράπαιε… Κάποια στιγμή σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο. Ένας περιπτεράς ειδοποίησε το ΕΚΑΒ για το περιστατικό. Ήταν όμως πολύ αργά. Οι διασώστες που βρέθηκαν αμέσως στο συγκεκριμένο σημείο διαπίστωσαν πως το νήμα της ζωής αυτού του κοριτσιού είχε κοπεί στα δύο. Τα ακριβή αίτια θανάτου ; Ανακοπή καρδιάς. Με έπιασε τότες ένας πανικός. Με ζώσανε οι τύψεις. Μου φάνηκε για μια στιγμή πως είχα χάσει τον έλεγχο του τιμονιού της δικής μου ζωής. Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω που βρήκα τη δύναμη να προχωρήσω προς την πλατεία Ομονοίας. Στο μεταξύ ακούω μια φωνή να κυλάει από ένα ασθενικό κορμί ξαπλωμένο καταγής : «Έλα δω, συ μωρέ …». Σαν κραυγή πληγωμένου που σαπίζουν  οι κλειδώσεις του απ΄τους ρευματισμούς φιλιών άρρωστων βροχοπτώσεων. «Δεν αντιλαμβάνεσαι, αδερφέ τι έχω περάσει. Δεν το εύχομαι ούτε στον χειρότερο εχθρό μου. Έχασα γυναίκα και παιδί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ήμουν ένα ράκος για αρκετό διάστημα. Δεν είχα κουράγιο να πάω στη δουλειά μου. Εγώ ένας νοικοκύρης από τη μια στιγμή στην άλλη δεν μπορούσα να πληρώσω το νοίκι. Βρέθηκα μεμιάς στον δρόμο. Διαλύθηκε κάθε μου όνειρο. Τώρα στα 70 μου κρυώνω, βρέχομαι, πεινάω. Κι ούτε λόγος για σύνταξη. Είχα κάτι λίγα ένσημα. Τώρα δεν βρίσκω άνθρωπο να πω μια κουβέντα. Δεν έχω έναν ώμο να ακουμπήσω τις θανατώσεις των ονείρων μου. Μονάχα κάτι εφιάλτες στον ύπνο μου που ξερνούνε απάνω μου χολή και καταιγίδες. Υπνοβατώ στις ραγισματιές μου που μιλούν γλώσσες ταχυπαλμιών. Για να καταλάβεις αδερφέ μου, πως υπάρχουν και χειρότερα». Έμεινα με το στόμα ανοιχτό! Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως υπάρχουν άνθρωποι με τέτοια ζωή. Ήθελα να χτυπήσω το κεφάλι μου στον πρώτο τοίχο που θα έβρισκα μπροστά μου. Μύριζα ολόκληρος ενοχές. Έφυγα τρέχοντας. Όταν έφτασα κατά το μεσημέρι στο σπίτι μου έπιασα μεμιάς μια κόλλα αναφοράς. Κι άρχισα να γράφω… να γράφω… Είχε βαρύνει το βλέμμα μου. Είχε μπουκώσει η ψυχή. Ένιωθα τα κοφτερά δόντια της καθημερινότητας να μπήγονται βαθιά στο μεδούλι των κυττάρων μου. Δεν άντεχα άλλο. Ήθελα να βγάλω μέσα από τα σπλάχνα μου όλο το σκοτωμένο αίμα μου. Κι άρχισα να γράφω … να γράφω … Εκείνη η κόλλα αναφοράς πλημμύρισε από μια κηλίδα αίματος. Έσταζε το μολύβι μου πηγμένο αίμα. Αίμα που κοιλοπονούσε λυσσασμένο πυρετό. Έναν λυσσασμένο πυρετό που θα μπορούσε κάλλιστα να με ακυρώσει. Να με στραγγίσει. Να με μαστιγώσει. Να με θανατώσει. Το λοιπόν από τότες νιώθω το βουητό των καημών κι αρχίζω τη γραφή σαν να τελειώνει η διορία μελλοντικής δίψας άναρθρης φλόγας.

Περιγράψτε τον εαυτό σας με λίγα λόγια. Ο αείμνηστος πατέρας μου συνέχεια τρυπούσε τα μηλίγγια μου λέγοντας και ξαναλέγοντας: «Παιδί μου όταν το μυρμήγκι αποκτήσει φτερά πάει … χάθηκε … Μ’ ακούς; Χάθηκε». Φοβάμαι πως θα σας απογοητεύσω… Λυπάμαι… Είμαι ένα τοσοδά μυρμήγκι δίχως φτερά που ωστόσο μέσα του σαλεύει ολάκερος ουρανός!

Τι σημαίνει ποίηση για σας; Το να μπορώ με τις μικρές μου δυνάμεις να χτίζω γιοφύρια για ένα πονεμένο και ραγισμένο βλέμμα. Ν’ απλωθεί, να συναντήσει το δικό μου βλέμμα το βλέμμα ενός ανήμπορου ανθρώπου. Να γεφυρώνω με οποιοδήποτε κόστος τα χάσματα της απελπισίας που δημιουργούν άσωτοι πατροκτόνοι καιροί αλέθοντας τα όνειρά μας σε μηχανουργεία εφιαλτών.

Κάποια συμβουλή που θα δίνατε σε ανθρώπους που ξεκινάνε τώρα να γράφουν ποίηση; Η συμβουλή που θα έδινα σε έναν νέο άνθρωπο που ξεκινά μόλις τώρα να γράψει ποίηση είναι τούτη: Να μην ακολουθήσει καμία απολύτως συμβουλή. Κατά την ταπεινή μου άποψη σε τούτο τον κόσμο που κληρωθήκαμε να ζήσουμε υπάρχει η ελπίδα, η χαρά η λύπη, ο πόνος το κουράγιο, η αισιοδοξία, η εντιμότητα η καλοσύνη. Υπάρχουν όμως και οι δράκοι και οι κακιές μάγισσες που παίρνουν διάφορες μορφές και ονόματα. Άγχη αδικίες, στεναγμοί, αλλοτριώσεις, απαισιοδοξίες, αντιξοότητες. Το θέμα είναι ο άνθρωπος του σήμερα να μην προσβληθεί από το μικρόβιο της ανοσίας. Να μην μείνει αμέτοχος μπροστά στα καυτά κοινωνικά προβλήματα. Κι ύστερα να σκύψει στις ρίζες της ψυχής του. Κι αν τυχόν διαπιστώσει πως τούτες οι ρίζες δεν μεγαλώνουν μια στάλα να αρχινήσει να τους διηγείται ποιες είναι οι καταβολές και ο προορισμός τους σε τούτη τη γη. Έτσι θα καταλάβουν τον λόγο ύπαρξής τους και θα πάρουν μπρος και θα θεριέψουν.