Βασίλης Καρκατσέλης: “Ο δημιουργός και το έργο του μεγαλώνει και εξελίσσεται μαζί με το κοινό του”

Συνέντευξη του εικαστικού Βασίλη Καρκατσέλη στον Ανδρέα Κατσικούδη για το polismagazino.gr

Τι είναι το ταλέντο; Ίσως μόνο η κλίση που έχει ο καθένας μας προς κάτι. Τίποτε άλλο. Τα υπόλοιπα για να εξελιχθούν χρειάζονται δάσκαλο, τροφοδότη περιβάλλον και κόπο.

Γεννήθηκα στο Π. Φάληρο Αττικής, όπως λέει η ταυτότητά μου. Μεγάλωσα εκεί, στην Αθήνα, στο εξωτερικό και τώρα πια, τα τελευταία σαράντα χρόνια, έχω την κατά περίσταση βάση μου στη Θεσσαλονίκη.

Σπούδασα και σπουδάζω ακόμη, διάφορα. Ανήκω στους ανικανοποίητους. Κάθε νέα σκέψη με ενεργοποιεί και διαλύει την προηγούμενη παιδεία μου. Κάθε νέο ερωτηματικό ένα ακόμη εκ του μηδενός ξεκίνημα. Κάθε φορά που ξεκινάω κάτι φρέσκο, υποχρεώνομαι να πετάω τα έως τότε με κόπο κατακτημένα και να ξεχυθώ γυμνός σε νέες θάλασσες, για να κυνηγήσω το φως στους νέους ορίζοντες. 

Υπογράφω ως εικαστικός. Με γλυτώνει από πολύπλοκους και ανέξοδους διαλόγους για το σε ποια κατηγορία κάθε φορά ανήκει το κάθε έργο μου. Το εικαστικός με απελευθερώνει οποτεδήποτε δρασκελάω τα σύνορα του κάθε μέσου, που κατά περίπτωση χρησιμοποιώ για να διατυπώσω το ερωτηματικό μου. Πάντως αν πρέπει να απαντήσω ξερά, χρησιμοποιώ το μέσον της φωτογραφίας, της ζωγραφικής, της χαρακτικής, των σύνθετων εγκαταστάσεων, των πολύτεχνων (με ότι σημαίνουν αυτές οι κατηγορίες για τον καθένα) και του λόγου (προφορικού ή γραπτού), κάποιες φορές και ανακατεμένα.

Ξεκίνησα τη φωτογραφία από μικρός. Ίσως για να βγάζω καλές αναμνηστικές φωτογραφίες. Δεν μου άρεσαν οι ενσταντανέ (αναμνηστικές) των υπολοίπων φίλων και συγγενών, ιδιαίτερα οι έγχρωμες φωτογραφίες της εποχής, με εκείνες τις μετρίου χρώματος εκτυπώσεις. Δεν είχαν καμία σχέση με τις άψογες ασπρόμαυρες στο κομοδίνο των γονέων μου, που από μικρός είχα ως κριτήριο φωτογραφικής ποιότητας.

Ήμουν στο γυμνάσιο ακόμη, όταν άρχισα στις διακοπές μου να εργάζομαι στο σκοτεινό θάλαμο ενός καλού κεντρικού φωτογραφείου του Παλαιού Φαλήρου. Εκεί έμαθα τη λάντζα των χημικών και τις αξίες της θερμοκρασίας στην εμφάνιση ενός φιλμ ή στο τελικό αποτέλεσμα μίας εκτύπωσης. Παράλληλα, όμως, μάθαινα ζωγραφική και αυτή (η δεύτερη μαθητεία μου) τροφοδοτούσε όχι μόνο το φωτογραφικό μου κάδρο, αλλά και το που εστιάζουμε γύρω μας, τη σύνθεση εντός του κάδρου, την αξία της βαριάς σκιάς, το χρώμα και τις απειροελάχιστες διαφοροποιήσεις του (φωταύγεια) και άλλα πολλά σημαντικά, που κάποια χρόνια αργότερα θα χρειαζόμουνα και θα χρησιμοποιούσα κατά κόρον και στη φωτογραφία.

Το έμαθα σε μεταγενέστερα χρόνια: Ο μαθητής πρέπει να διδάσκεται τα πάντα, διότι δεν γνωρίζει τι απ΄ όλα αυτά θα χρειαστεί αργότερα, ώστε να καταφέρει να μετατρέψει το έργο του από δοκίμιο σε έργο τέχνης. Ο δικός μου καημός είναι που δε διδάχτηκα βίντεο. Το χρειάστηκα αργότερα στις εκθέσεις μου (για συμπερίληψη), αλλά δεν κατείχα τα σχετικά με τη διαχείριση του χρόνου, ούτε τη χρήση των σχετικών μηχανημάτων για μοντάζ κτλ.

Θα μπορούσα να αναφέρω κάποιους δασκάλους από τους πολλούς, αλλά το μεγαλύτερο σχολείο για εμένα νομίζω ήτανε η άμεση επαφή με τα «αυθεντικά έργα» στις εκθέσεις και η πολιτική γύρω από τη μεταπολίτευση. Ήταν η δικτατορία που με έμαθε να ακούω και τις δύο πλευρές (να μην αρκούμαι στην κυρίαρχη, αλλά να ψάχνω και την εκτός κάδρου, την υπό, την περιθωριακή). Ήταν ο αναβρασμός της μεταπολίτευσης που δεν άφηνε κανέναν μας αδιάβαστο και στον ύπνο του δικαίου. Ήταν μία εποχή ιδεολογικών αψιμαχιών, όπου όλες οι τέχνες δίνανε από κοινού τον αγώνα τους, όχι μόνο για τις ίδιες, αλλά και για τη διεύρυνση της σχέσης τους με την κοινωνία. Απίστευτες συζητήσεις για την τέχνη, για το ρεαλισμό, για τη λαϊκή τέχνη, για την ερασιτεχνική δημιουργία, για την «ποιότητα» κόντρα στο λαϊκισμό, για την ελληνικότητα, για την αφαίρεση, το μοντερνισμό και το μεταμοντέρνο με την αποδόμησή του, τα πολύτεχνα, την τέχνη στο δημόσιο χώρο, τις καλλιτεχνικές δράσεις παρουσία κοινού και τη διάδραση μαζί του, ακόμη και για κάτι που τότε δεν πολυκαταλαβαίναμε, το περιβάλλον.

Ήταν εποχές που με τράβηξαν μακριά από το βούρκο της διακοσμητικής τέχνης, υπέρ ενός έργου έκφρασης, ζωντανού, αιρετικού, ενός έργου που αδιαφορεί για την αποδοχή παρόλο που «καίγεται» για τη σχέση του με το κοινό του. Δεν ήξερα πόσο δύσκολο είναι κάθε τόσο να μηδενίζεις το κοντέρ και να «αρνείσαι» τις συνταγές που μόλις πέτυχαν. Είναι σκληρό να επιλέγεις τη δημιουργία σε ένα παράλληλο σύμπαν από αυτό της λεγόμενης «Επίσημης Τέχνης» και της «Αγοράς», αλλά από τότε που το επέλεξα λυτρώθηκα και ζω την ελευθερία μου μέσα από το «παιχνίδι» της δημιουργίας.

Εργάζομαι δεκαπέντε ώρες την ημέρα. Φωτογραφίζω, επεξεργάζομαι, διδάσκω (από πρόσφυγες, μέχρι portfolio προχωρημένων), αρθρογραφώ, διοργανώνω εκθέσεις (ατομικές ή ομαδικές), επιμελούμαι εκδόσεις, βοηθώ φορείς, ομάδες, αίθουσες ή φωτογράφους. Οι ανάγκες της κοινωνίας και της φωτογραφίας είναι ατελείωτες.

Αυτή την εποχή ετοιμάζουμε μία σύνθετη ομαδική έκθεση διαμαρτυρίας για τη λογοκρισία. Αφορμή για αυτή τη διαμαρτυρία μας, στάθηκε το κατέβασμα (με εντολή υπουργού) ενός έργου στην ελληνική πρεσβεία της Νέας Υόρκης. Μετά από μία σειρά δύο ατομικών δράσεων διαμαρτυρίας χαμηλού προφίλ, ευελπιστούμε πως, όλοι μαζί θα ξαναθέσουμε το θέμα σοβαρότερα στην επικαιρότητα και δεν θα αφήσουμε να ξεχαστεί αυτή η βαναυσότητα της λογοκρισίας (στις ημέρες μιας δήθεν δημοκρατίας) με πρόσχημα «τα ιερά και τα όσια» της «φυλής και του έθνους». Και έπονται άλλες ποικιλότροπες δράσεις ή εκθέσεις.Το καλεντάρι του 2024 γεμίζει.

Είμαι μέλος σε διάφορες ομάδες και αυτό με φέρνει σε επικοινωνία με πολύμορφες διαδικασίες/λύσεις, ενώ ταυτόχρονα καλύπτει τις εκφραστικές μου ανάγκες.

Όταν ήμουν μικρός, έστελνα έργα σε διαγωνισμούς και μάζευα βραβεία. Τα θεωρούσα σημαντικά για λόγους που σήμερα δεν μπορώ να θυμηθώ. Ίσως για την ενεργοποίηση και τη δράση (επί του όποιου θέματος) προσέφεραν, ίσως σαν για να δοκιμάζω τις δυνάμεις μου σε διαφορετικά πεδία. Ήταν μία σκληρή εποχή για το μέσον, μία εποχή που η φωτογραφία δεν είχε θέση σε χώρους τέχνης (δεν είχε αναγνωριστεί ακόμη ως τέτοια) και «έπρεπε» να επιβιώνει μόνο φυλακισμένη στο κλειστό κύκλωμα των φωτογράφων, που φυσικά την αντιμετώπιζαν μόνο ως φωτογραφία.

Πάντως συντομότατα αναθεώρησα την ανάγκη δημιουργίας αυτόνομων εικόνων και σταμάτησα. Διαπίστωσα πως αυτή η ενασχόληση ήταν τεράστια σπατάλη χρόνου για το τίποτε, ήταν ένα πνευματικό ξόδεμα που με απομάκρυνε από το δικό μου «σοβαρό» έργο, ένα ιδιαίτερο έργο με αρχή, μέση και τέλος, που θα έχει λόγο ύπαρξης στη δική μου κοινωνία. Και από τότε «ρίχτηκα» στη συγκρότηση ενιαίου κύκλου φωτογραφιών (portfolio), που θα έφταναν στους φίλους μου με εκθέσεις. Ιδού ο λόγος που αποφάσισα να ασχοληθώ και με τα μαθήματα (ως διευκολυντής διάχυσης της γνώσης) και με τις εκθέσεις. Το σλόγκαν ήτανε (και παραμένει) ο δημιουργός και το έργο του μεγαλώνει και εξελίσσεται μαζί με το κοινό του.

Για τις εκθέσεις και τα βιβλία θα μιλήσω σε κατοπινό χρόνο. Μου δίνεις μία δεύτερη ευκαιρία να ξανακοιτάξω το «σύντομο ιστορικό» μου, να το συμπληρώσω με τα πρόσφατα και να τα μετρήσω. Θα ήθελα και εγώ να γνωρίζω, να θυμηθώ καταστάσεις και διαδικασίες, όχι ότι θα αλλάξει κάτι, μιας και ότι έγινε τότε, έγινε. Λέω δεύτερη ευκαιρία, γιατί η πρώτη μου δόθηκε τότε με την πανδημία του covid-19, τότε που μας κλειδώσανε στα σπίτια μας και εγώ βρήκα την ευκαιρία, σαν άνεργος καλλιτέχνης, να αδειάσω υπολογιστές, φακέλους και ντουλάπια στο γραφείο, προχωρώντας σε ένα συμμάζεμα και καταγράφοντας αυτό το ιδιότυπο ιστορικό μου ανά κατηγορία. Και τότε, είχα μείνει έκπληκτος από τους εκατοντάδες χώρους και συνεργάτες με τους οποίους είχα συμπορευτεί αυτά τα χρόνια.

Παράλληλα με τη φωτογραφία ασχολούμαι και με τη χαρακτική και τη φωτοχαρακτική. Είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Το κάθε μέσον έχει τις ιδιαιτερότητές του, απαιτεί άλλου τύπου συντακτικό και μιλάει διαφορετικά. Ανάλογα με το θέμα που με απασχολεί, ψάχνω τον κατάλληλο τρόπο για να το διατυπώσω. Η δυνατότητα επιλογών «ανοίγει πορτοπαράθυρα στη λιακάδα», προσφέρει επιλογές και κριτική αντιμετώπιση της γραφής του κάθε μέσου, ενώ δίνει αενάως κέφι για πρόσθετους πειραματισμούς.

Και αντίστροφα: Όταν κάποιες φορές υφίσταται κόπωση από την ενασχόληση με ένα από αυτά τα μέσα, η δυνατότητα να περάσω σε κάτι άλλο διαφορετικό, απελευθερώνει το πνεύμα και το σώμα. Είναι πολύ σημαντικό να μην επαναλαμβάνεσαι, να μην κάνεις κάτι για να το κάνεις, να μην επαναλαμβάνεις το αναμενόμενο, να μη συνεχίζεις σε κάτι που πιθανώς το εξάντλησες, να μην επιμένεις σε κάτι που δε μπορεί να προχωρήσει άλλο.

Η πείρα λέει, πως, ίσως αργότερα, όταν θα έχεις απομακρυνθεί πολύ από το αδιέξοδο, η λύση πιθανώς θα βρεθεί, και αν δε βρεθεί, και πάλι ωραίοι είμαστε και προχωρούμε.

Η δημιουργία είναι κάτι που πρέπει να γίνεται με κέφι, σαν παιχνίδι, να εμπεριέχει αγωνία, να προσδοκάς με καρδιοχτύπι το αποτέλεσμα του πειράματος, να φλέγεσαι για το όποιο καινούργιο αποτέλεσμα. Τα ερωτηματικά είναι η αρχή και δεν απαιτούν διατύπωση λύσης.

Η έμπνευση έρχεται από τα πάντα. Κυρίως από την καθημερινότητα και τις ανάγκες της, από την κοινωνία και τα προβλήματα που την απασχολούν, από τις σκέψεις φίλων, από αιτήσεις επιμελητών ή φορέων, από τις ανάγκες του έργου μου, από τα πάντα.

Κάποιες φορές, όχι ότι δεν φτάνουν αυτά, είναι που οδηγεί την εργασία το ίδιο το έργο μου, είτε γιατί ζητάει περαιτέρω διερεύνηση ή εξέλιξη, είτε γιατί μου έχει προετοιμάσει κιόλας, το επόμενο σκαλί, το επόμενο στάδιο ολοκλήρωσης.

Ιδιαίτερα το τελευταίο προκύπτει από τις εκθέσεις. Παρουσιάζεις στην έκθεση ένα «τέλος» και ακριβώς εκεί προκύπτει μία νέα «αρχή». Όχι μόνο γιατί το «διαβάζεις» σε έναν χώρο άλλον αυτού του εργαστηρίου. Κυρίως διότι με την ενεργή παρουσία σου σε μία έκθεση αναπτύσσεται διάλογος με τους θεατές των έργων  και από τη διάδραση μαζί τους (μέσω του έργου σου) προκύπτουν νέες ανάγκες. Δουλεύω πάντα σχεδόν μόνο με ενότητες έργου και ποτέ με σκέτες φωτογραφίες.

Ουδέποτε ο εξοπλισμός ήταν η αναγκαία και ικανή συνθήκη για την παραγωγή έργου. Όπως ο ζωγράφος αν δεν έχει πινέλα μπορεί να ζωγραφίσει με πατσαβούρια ή τα χέρια του, έτσι και ο φωτογράφος μπορεί να φωτογραφίσει και με μία πλαστική μηχανή των 10 ευρώ ή ακόμη και δίχως μηχανή, με κονσερβοκούτια. Έχουμε στην ιστορία της φωτογραφίας άπειρα παραδείγματα δημιουργίας αξιοσημείωτου έργου με φτηνές φωτογραφικές μηχανές, με μέτριους φακούς, με άθλια αξεσουάρ.

Άρα, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, το κινητό είναι ένα ακόμη εργαλείο για υπέροχες εικόνες. Δεν ξεχνώ, πως κάποια κινητά έχουν πολύ καλύτερα χαρακτηριστικά από αυτά της μηχανής που σέρνω μαζί μου και χρησιμοποιώ στα φωτογραφικά μου project. Δεν νοιάζομαι, όμως. Μένω στην μικρή μηχανούλα μου. Αυτήν ξέρω, αυτήν μπορώ να «διατάζω» τι φωτογραφίες να μου δώσει, αυτήν χρησιμοποιώ. Δεν μπορώ κάθε τόσο που η τεχνολογία μας προσφέρει απίστευτα εργαλεία/δυνατότητες, εγώ να μηδενίζω το κοντέρ και να αρχίζω ξανά, σαν πρωτοετής, από την αρχή.

Φυσικά, δεν αποκλείω στο μέλλον να περάσω και εγώ στη χρήση άλλης μηχανής ή κινητού, για να καλύπτω τις φωτογραφικές μου ανάγκες. Ο καλλιτέχνης εκφράζεται με ό,τι έχει. Απλώς οφείλει να μαθαίνει, να γνωρίζει καλά πώς να αξιοποιεί στο μέγιστο τα εργαλεία του, πώς να τα διατάζει ώστε να πραγματοποιήσουν τα όνειρά του. Ο φωτογράφος είναι που κάνει τις φωτογραφίες του και όχι ο εξοπλισμός.Το «μου αρέσεις» ή το «σ’ αγαπώ» λέγεται με πολλούς τρόπους και δείχνεται όχι υποχρεωτικά με ακριβά δώρα ή ένα τριαντάφυλλο. Δεν γίνονται όμως όλα με το τίποτε. Πολλά είδη ή κατηγορίες φωτογραφίας απαιτούν ειδικό εξοπλισμό, κάποιες φορές και πανάκριβο.

Τι είναι το ταλέντο; Ίσως μόνο η κλίση που έχει ο καθένας μας προς κάτι. Τίποτε άλλο. Τα υπόλοιπα για να εξελιχθούν χρειάζονται δάσκαλο, τροφοδότη περιβάλλον και κόπο. Αυτά θα σου επιτρέψουν να κρίνεις, να καταλάβεις τις ανάγκες σου, να αναπτύξεις τις δεξιότητες που απαιτεί αυτή η κλίση και προχωρώντας βήμα βήμα, να εξελίξεις τον εαυτό σου και σε ένα δεύτερο χρόνο, να ριχτείς στη δημιουργία «τέχνης». Κανένα «ταλέντο» δεν έγινε κάτι τεμπελιάζοντας, κανένα έργο δεν ολοκληρώθηκε δίχως απίστευτη εργασία. Απαιτείται εργασία και προς εαυτόν και προς το ίδιο το μέσον που σε ενδιαφέρει.

Άρα δεν πιστεύω σε αυτό που ο κόσμος αποκαλεί ταλέντο. Πιστεύω στη δουλειά. Γι’ αυτό μεταφράζω το «ταλέντο» σε δουλειά. Όταν καταλάβεις τη σημαντικότητα αυτών που φαίνεται να έχεις μέσα σου (ως ανάγκη), υποχρεούσαι να τα υπηρετήσεις, όπως ο υπηρέτης το αφεντικό ή ο Σάντσο τον Δον Κιχώτη. Αν μάλιστα το δούμε και επιστημονικά, το «ταλέντο αν υπάρχει» έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά (με μεγάλες αποκλίσεις και διαφορές μεταξύ τους) ανά ηλικία, καθώς έχει παρατηρηθεί πως η «επιτυχία» ενός ατόμου δεν βασίζεται διαχρονικά στα ίδια κίνητρα ή κριτήρια.

Έχει ενδιαφέρον πώς αντιμετωπίζουν οι φίλοι και οι γνωστοί τη δουλειά μου. Με σέβονται γιατί τους σέβομαι, συμμετέχουν στα project μου γιατί το παιχνίδι είναι ομαδική υπόθεση και μας φέρνει κοντά. Με παρακολουθούν γιατί τους αρέσουν οι γρίφοι μου, με βαριούνται γιατί δεν ησυχάζω. Το καλό είναι πως η τέχνη μου τροφοδοτεί τους φίλους, γνωστούς, μαθητές και όσους παρακολουθούν τη δουλειά μου, και την ίδια στιγμή, όλοι αυτοί ανατροφοδοτούν εμένα. Θεωρώ άρρηκτη τη σχέση μας.

Ένα μέρος, από την προ δεκαετίας εργασία μου, βρίσκεται στη διεύθυνση: karkatselis.weebly.com