Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο τουρκικό εθνικό κράτος

Σπυρίδων Σφέτας

Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Βαλκανικής Ιστορίας Α.Π.Θ.

Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο τουρκικό εθνικό κράτος: Η ανάδυση του τουρκικού εθνικισμού και οι συνέπειες για τους χριστιανικούς λαούς της Ανατολής (1913-1923).

Η κρίση στη Μέση Ανατολή έχει αναδείξει το κουρδικό  ζήτημα όχι απλά ως ζήτημα κουρδικής ταυτότητας, αλλά  κυρίως ως ζήτημα ίδρυσης κουρδικού κράτους. Η Τουρκία εμμένει ακόμα στον μύθο ενός ομοιογενούς τουρκικού κράτους.  Η θέση η ‘’Τουρκία για τους Τούρκους’’ που προπαγανδίστηκε  στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Κεμάλ Ατατούρκ παραμένει ακόμα  δόγμα της τουρκικής πολιτικής. Τι σήμαινε όμως Τουρκία και τι Τούρκος στις αρχές τους 20ού αιώνα; H κατανόηση της ανάδυσης του σύγχρονου τουρκικού εθνικισμού προϋποθέτει την παρακολούθηση της εξέλιξης του οθωμανικού κράτους κατά τον μακρύ 19ο αιώνα. Το οθωμανικό κράτος συγκροτήθηκε τον 14ο -16ο με κατάκτηση των χριστιανικών πληθυσμών της Βαλκανικής. Η Pax Ottomana δεν ήταν ένα  συμβόλαιο μεταξύ των κυρίαρχων Οθωμανών και των υπόδουλων Χριστιανών, ο σουλτάνος στερούνταν νομιμότητας. Η ανεκτικότητα των Οθωμανών έναντι των Χριστιανών απέρρεε από την ανάγκη οργάνωσης και επιβίωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανά πάσα στιγμή τελούσε υπό  αίρεση. Οι τουρκικής καταγωγής Οθωμανοί ήταν νομάδες – πολεμιστές, η οργάνωση της Οθωμανικής  Αυτοκρατορίας προϋπέθετε τη συμμετοχή των οικονομικά και πολιτιστικά υπέρτερων ηγετικών ομάδων των Χριστιανών στους διοικητικούς μηχανισμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Διαφορετικό ήταν το νομικό καθεστώς των Μουσουλμάνων και διαφορετικό αυτό των Χριστιανών. Σε καμιά περίπτωση η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρότυπο κράτους αγαστής συνεργασίας Χριστιανών και Μουσουλμάνων και πολυπολιτισμικότητας με τους σύγχρονους όρους. Οι εξεγέρσεις Χριστιανών κατά των Οθωμανών από τον 16ο αιώνα μέχρι τον 18ο αιώνα, όταν  μια ευρωπαϊκή χριστιανική δύναμη βρισκόταν σε πόλεμο με το οθωμανικό κράτος, αποδεικνύουν έναν συνεχή αγώνα των Χριστιανών για καλύτερους όρους υποτέλειας υπό την προστασία μιας ευρωπαϊκής χριστιανικής δύναμης. Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον 18ο αιώνα, η εθνική αφύπνιση των βαλκανικών λαών με όρους νεοτερικότητας (modernity) υπό την επίδραση του διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης, η ίδρυση ελληνικού και σερβικού εθνικού κράτους στις αρχές του 19ου αιώνα κατόπιν εξεγέρσεων και επαναστάσεων, έθεσαν επί τάπητος το ζήτημα του μέλλοντος του οθωμανικού κράτους. Το λεγόμενο ‘’Ανατολικό  Ζήτημα’’ ήταν στην ουσία ευρωπαϊκό ζήτημα και συνίστατο στη σύγκρουση Ρωσίας -Αγγλίας. Η Ρωσία επιδίωκε τη σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τον έλεγχο των Στενών και την έξοδο στη Μεσόγειο, η Αγγλία – μέχρι την αγγλορωσική συμφωνία του 1907 – ενέμενε στο δόγμα της διατήρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων για τον εκσυγχρονισμό της και τον εξευρωπαϊσμό της με τη χορήγηση δανείων. Κατά τη διάρκεια των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ (1839-1875) διακηρύχτηκε θεωρητικά η ισοτιμία Χριστιανών και Μουσουλμάνων και τονίστηκαν τα ανθρώπινα  δικαιώματα ζωής, τιμής, περιουσίας, ωστόσο οι μεταρρυθμίσεις δεν πέτυχαν τον αντικειμενικό στόχο, δηλαδή την απονεύρωση του εθνικισμού και αλυτρωτισμού των υποδούλων και τη διατήρηση της νομιμοφροσύνης των υπηκόων έναντι του σουλτάνου. Τελικά οδήγησαν στην οικονομική χρεοκοπία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία δημιούργησε ωστόσο ένα σύγχρονο στρατό. Οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ εκκόλαψαν και τον τουρκικό εθνικισμό με την ανάδυση μιας ομάδας   διανοουμένων, των Νεοθωμανών. Οι Νεοθωμανοί (Νιαμίκ Κεμάλ, Λιουφτή πασά) πίστευαν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορεί να σωθεί μονάχα αν ο σουλτάνος παραχωρούσε σύνταγμα, κοινοβούλιο, πολιτικές ελευθερίες και αν διαμορφωνόταν ένα ‘’οθωμανικό έθνος’’ σε πολιτική βάση (ανεξάρτητα από εθνοτική καταγωγή και θρησκεία) κατά το πρότυπο του αμερικανικού έθνους. Εισήγαγαν την έννοια της οθωμανικής πατρίδας (Vatan). Ως στοιχείο εμπέδωσης της οθωμανικής ταυτότητας θεωρούσαν την κωδικοποίηση μιας λόγιας τουρκικής γλώσσας (με αποβολή περσικών και αραβικών επιρροών) και μιας τουρκικής κουλτούρας. Οι Νεοθωμανοί προπαγάνδιζαν την ιδέα ‘’του μεγαλείου’’ των Τούρκων και του ‘’εκπολιτιστικού’’ τους ρόλου. Το τουρκικό στοιχείο ήταν αυτό που θα διοικούσε την ανανεωμένη Αυτοκρατορία και θα αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο με τα άλλα μέλη, του υπό κατασκευή ‘’οθωμανικού έθνους’’. Οι Νεοθωμανοί εκδιώχθηκαν από τον σουλτάνο Αβδούλ Αζίς.

Μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78, η Οθωμανική Αυτοκρατορία συρρικνώθηκε εδαφικά (ίδρυση αυτόνομου βουλγαρικού κράτους, ανεξαρτητοποίηση των βαλκανικών κρατών, στρατιωτική κατάληψη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία), ενώ ο ρωσικός κίνδυνος έγινε αισθητός (προσάρτηση του Μπατούμ, των αρμενικών επαρχιών Καρς-Αρδαχάν). Ο νέος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β΄ εισήγαγε ως επίσημη ιδεολογία τον παρωχημένο πανισλαμισμό και αρνήθηκε να εφαρμόσει πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στις αρμενικές επαρχίες και στη Μακεδονία, όπως προέβλεπαν οι αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου. Στο αρμενικό εθνικό κίνημα απάντησε με σφαγές (1894-1896), στρατολογώντας άτακτα σώματα Κιρκάσιων και Κούρδων.

 

Το κίνημα των Νεοτούρκων (1889-1908), που αναδύθηκε ως αντίδραση στο δεσποτικό καθεστώς του Αβδούλ Χαμίτ Β΄, κινήθηκε στους άξονες των πρώϊμων Νεοθωμανών.

1) διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα των ευρωπαϊκών κτήσεων (Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρος).

2) εισαγωγή συντάγματος και συγκρότηση μιας οθωμανικής υπερεθνικής ταυτότητας, αλλά με καταλυτικό το ρόλο του τουρκικού στοιχείoυ. Επρόκειτο για μια πολιτική εκτουρκισμού, χωρίς να αποκοπεί ο ομφάλιος όρος με τον οθωμανισμό, που δεν είχε ωστόσο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και με την ‘’οθωμανική πατρίδα’’. Σαφή προώθηση της ιδεολογίας του παντουρκισμού χωρίς τον ομφάλιο λώρο του τεχνητού οθωμανισμού, της συγκρότησης δηλαδή μια οθωμανικής ταυτότητας με τη συμπερίληψη και των Χριστιανών υπηκόων, επιχείρησαν Τούρκοι διανοούμενοι από την Τσαρική Αυτοκρατορία που επιδίωκαν ένα τουρκικό κράτος που θα συμπεριλάμβανε τους εκφυλισμένους Οθωμανούς Τούρκους και τους υγιείς και προηγμένους τουρκικούς πληθυσμούς της Τσαρικής  Αυτοκρατορίας. Ο Τάταρος στην καταγωγή Γιουσούφ Ακτσουρά που εγκαταστάθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και έδωσε έμφαση στον Παντουρκισμό και όχι στον ανούσιο Οθωμανισμό, στο Turan (στην αρχική κοιτίδα των Τούρκων) και όχι στο οθωμανικό Vatan (πατρίδα), μπορεί να θεωρηθεί ως ο ιδεολογικός μέντορας των μετέπειτα Γκρίζων Λύκων.

    Η επανάσταση των Νεοτούρκων (1908), παρά τις διακηρύξεις για ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη, στην πράξη λειτούργησε ως εκτουρκισμός: κατάλυση της αυτονομίας των χριστιανικών κοινοτήτων, υποχρεωτική εισαγωγή της τουρκικής γλώσσας στα σχολεία, έλεγχος των σχολικών προγραμμάτων από την κυβέρνηση, εκτοπισμοί Χριστιανών στη Μικρά Ασία, εποικισμός της Μακεδονίας με Βόσνιους μουσουλμάνους, συρρίκνωση των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η πολιτική των Νεοτούρκων συντέλεσε στη συγκρότηση της βαλκανικής συμμαχίας του 1912.

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-1913) σήμαιναν το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη, εκτός από την Ανατολική Θράκη. Μουσουλμάνοι πρόσφυγες εγκατέλειπαν τα  Βαλκάνια και εγκαθίσταντο στη Μικρά Ασία. Το έτος 1913 σηματοδοτεί την οριστική ανάδυση ενός τουρκικού εθνοτικού  εθνικισμού. Στα κείμενα των θεωρητικών του τουρκικού εθνικισμού, όπως του κουρδικής καταγωγής Ziya Gökalp και του αλβανικής καταγωγής Naci Izmail, τονίζεται η ανάγκη της ίδρυσης ενός τουρκικού ομοιογενούς εθνικού κράτους στην Μικρά Ασία (Ανατολία) και μιας τουρκικής αστικής τάξης. Ως Τουρκία ορίζεται πλέον η Μικρά Ασία. Ο όρος Τούρκος, που στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν βρισιά  και σήμαινε τον άξεστο χωρικό από την Ανατολία (bumpkin), αποκτά τώρα θετικό περιεχόμενο. Πώς όμως θα γινόταν η αφομοίωση των χριστιανικών πληθυσμών; Οι χριστιανικοί πληθυσμοί ήταν οικονομικά και πολιτιστικά υπέρτεροι, είχαν μια σαφή εθνική συνείδηση; Tο σχέδιο που επεξεργάστηκε η ηγετική ομάδα των Νεοτούρκων (Enver Pasha, Talaat Bey) προέβλεπε είτε τον  βίαιο εξισλαμισμό των Χριστιανών, είτε την εκδίωξή τους είτε την εξόντωσή τους. Ο εξισλαμισμός ήταν το καλύτερο μέσο του εκτουρκισμού. Ως Τούρκος στη Μικρά Ασία ορίζεται τώρα ο κάθε μουσουλμάνος. Οι Κούρδοι θεωρήθηκαν ορεινοί Τούρκοι και σύμμαχοι στον αγώνα εξόντωσης των Χριστιανών. Δεν έχει νόημα η συζήτηση αν οι όροι γενοκτονία ή ολοκαύτωμα είναι νεότεροι όροι της κοινωνικής ανθρωπολογίας ή της κοινωνιολογίας. Αποδίδουν την ουσία των πραγμάτων και σε πρωϊμότερες εποχές.

Για παράδειγμα, ο όρος ολοκαύτωμα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1895 από μια αμερικανίδα ιεραπόστολο, όταν είδε το 1895 να καίγονται 3.000 Αρμένιοι σε μια εκκλησία κοντά στη λίμνη Van, αλλά ο όρος ταυτίστηκε με τους Εβραίους κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Βασικό για να χαρακτηριστεί μια πράξη όχι ως έγκλημα πολέμου, αλλά ως γενοκτονία είναι, πέρα από τον αριθμό των θυμάτων, η ύπαρξη συγκεκριμένου σχεδίου εξόντωσης. Τέτοιο σχέδιο είχαν οι Νεότουρκοι κατά τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή το 1914 κατά των Ελλήνων με αφορμή το ζήτημα των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου τα οποία είχαν απελευθερωθεί από τον ελληνικό στόλο και είχαν επιδικαστεί στην Ελλάδα από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά οι Νεότουρκοι αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την ελληνική κυριαρχία. Έθεταν ως όρο την οριστική εγκατάλειψη της δυτικής Μικράς Ασίας από τους Έλληνες.

150.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τη Μικρά Ασία το 1914, ενώ κάηκαν και μικρές πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας από άτακτα σώματα. Το 1915 συντελέστηκε η γενοκτονία των Αρμενίων υπό το πρόσχημα της συνεργασίας τους με τον ρωσικό στρατό (που δεν είχε εισέλθει, ωστόσο, ακόμα σε πόλεις της Μικρά Ασίας) και εκτοπίστηκαν χιλιάδες Έλληνες από τη δυτική Μικρά Ασία στα βάθη της Ανατολίας υπό το πρόσχημα της διεξαγωγής κατασκοπείας υπέρ της Αντάντ. Το 1915 ήταν σε εξέλιξη η εκστρατεία στα Δαρδανέλλια και η επιχείρηση στην Καλλίπολη. Το 1917/1918 η εξόντωση των Ελλήνων του Πόντου συνεχίστηκε με έντονους ρυθμούς λόγω της πτώσης του τσάρου, της αποχώρησης των ρωσικών στρατευμάτων που παρείχαν, το 1916 /1917, προστασία στους χριστιανικούς πληθυσμούς και της συνθηκολόγησης των Μπολσεβίκων στο Brest- Litovsk. Το 1918 η Μικρά Ασία, ο Καύκασος και η Μαύρη Θάλασσα ελέγχονταν από τους Νεότουρκους και τη Γερμανία. Παρά την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων το 1918, οι νικήτριες δυνάμεις της Αντάντ δεν επέβαλαν την εφαρμογή της συνθήκης των Σεβρών (1920) για τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν υπήρχε μια Μεγάλη Δύναμη για να προστατεύσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας. Η τσαρική Ρωσία δεν υφίστατο, οι Μπολσεβίκοι συνεργάζονταν με τους Τούρκους εθνικιστές, ενώ μετά την πτώση του Wilson δεν υπήρχε αμερικανικό ενδιαφέρον για αρμενικό κράτος. Έτσι, από το 1919 ο Κεμάλ Ατατούρκ ολοκλήρωνε το έργο της εξόντωσης του Ποντιακού Ελληνισμού υπό ευνοϊκότερες συνθήκες. Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών Ελλάδας-Τουρκίας το 1923, για πρώτη φορά στην ιστορία του διεθνούς δικαίου μια ανταλλαγή πληθυσμών ήταν υποχρεωτική, ήταν η τελευταία πράξη του δράματος του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Μετά την εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών, η κεμαλική  Τουρκία άρχισε τον εκτοπισμό των Κούρδων από ανατολικές επαρχίες στη δυτική Μικρά Ασία. Το 1925 σημειώθηκε η πρώτη εξέγερση των Κούρδων που στρεφόταν βέβαια κατά της κατάργησης του Χαλιφάτου, αλλά είχε και ψήγματα κουρδικού εθνικισμού. Το κουρδικό ζήτημα αποτέλεσε την αχίλλειο  πτέρνα της Τουρκίας στον 20ό αιώνα και θα παίξει κύριο ρόλο στον επανασχεδιασμό του χάρτη της Μέσης Ανατολής στη νέα τάξη πραγμάτων.

Η συγκυρία ευνοεί τη διεθνοποίηση του ζητήματος της γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής.