Συνέντευξη του Συγγραφέα Αλέξανδρου Βαλκανά… ας τον γνωρίσουμε!

Δημοσιογραφική επιμέλεια από τον:
Αλέξανδρο Καρατζά

Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με το θέατρο; Ξεκίνησα να γράφω θέατρο πριν από δέκα χρόνια πάνω κάτω. Μέχρι τότε δοκίμαζα τις δυνάμεις μου στη μικρή φόρμα, διηγήματα και πεζοποιήματα, είδος που ακόμα με ενδιαφέρει και δουλεύω. Η θεατρική γραφή όμως διαθέτει μία αμεσότητα. Παίρνει το υλικό της καθημερινότητας και το μεταλλάσσει χωρίς όμως να του στερεί τη φρεσκάδα, τη ζωντάνια ή την αιχμηρότητα και οξύτητα του επίκαιρου. Στην αρχή πειραματίστηκα με μικρά σκετς, κωμικά στις παρυφές της παρωδίας. Το διασκέδασα πολύ είναι αλήθεια, σαν να μην υπήρχαν όρια στον αυθορμητισμό και αυτό λειτούργησε χωρίς υπερβολή ψυχοθεραπευτικά για μένα. Κατόπιν, μία ιδέα που μου έγινε εμμονή, ένα τυχαίο περιστατικό στο δρόμο, έγινε το ζυμάρι για κάτι πιο «φιλόδοξο». Το ίδιο το πρωτογενές υλικό απαιτούσε μία πιο ανεπτυγμένη επεξεργασία, μία σύνθετη πλοκή με πολλούς χαρακτήρες που έπρεπε να ενορχηστρωθούν για να πουν την ιστορία τους. Αυτό ήταν το Τρεις και Καίγεσαι, μία υπαρξιακή σουρεαλιστική κωμωδία που αγάπησα πολύ. Με δίδαξε πολλά, με πέταξε στα βαθιά και με έφερε κοντά στον μαγικό κόσμο του θεάτρου.

Ποιο είδος θεάτρου προτιμάτε; Ως θεατής, και όποτε βρίσκω χρόνο, παρακολουθώ διάφορα πράγματα. Κατά κοινή παραδοχή η εικόνα διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο, ασκεί ακαταμάχητη έλξη στο κοινό, η τεχνολογία καλπάζει και οι σκηνοθέτες σαν τα μικρά παιδιά, δοκιμάζουν κάθε τι μοντέρνο και το εισάγουν στο καλλιτεχνικό τους όραμα δημιουργώντας συχνά πολύ ενδιαφέροντα εικαστικά αποτελέσματα. Προσωπικά, είμαι κειμενοκεντρικός, αναζητώ έργα σύγχρονης γραφής και μάλιστα Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων, καθώς με ενδιαφέρει ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνεται και εγγράφεται σήμερα στη γλώσσα η ελληνική και διεθνής πραγματικότητα.
Ως δημιουργός και αποτιμώντας την μέχρι τώρα παραγωγή μου, νιώθω ότι «τραμπαλίζομαι» ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό, τα οποία συνυφαίνω με όρους ρεαλιστικούς. Γιατί και τα δύο στοιχεία συνυπάρχουν κι εναλλάσσονται στην ανθρώπινη ψυχή. Στα έργα μου αρέσκομαι να σαμποτάρω τις κωμικές συμβάσεις με δραματικές ανατροπές και να διανθίζω τους δραματικούς καμβάδες με κωμικές πινελιές. Οι χαρακτήρες τους είναι απλοί, καθημερινοί, ο λόγος τους προφορικός και οικείος αναμετρώνται με την ίδια τους την παράλογη αδυναμία να σηκώσουν από το χώμα το μικρό πετραδάκι που μέσα τους φαντάζει βράχος ασήκωτος. Το όλο αποτέλεσμα εκτιμώ ότι προσδίδει μία αίσθηση υπερρεαλισμού σε μία συνθήκη «κανονικότητας».

Ποιο είδος ωστόσο προτιμάτε να παρακολουθείτε: Κωμωδία ή Δράμα; Αγαπώ την Κωμωδία. Είναι ψυχολυτρωτική, πιστεύω τόσο στην θεραπευτική ιδιότητα του Γέλιου, όσο στην πολιτική και κοινωφελή του διάσταση. Σέβομαι την δύναμή του. Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν η επιστήμη κάποτε ανακάλυπτε ότι η δημιουργία του σύμπαντος οφείλεται όχι στη θεωρία του Big Bang αλλά στο Big Laugh, το Μεγάλο Γέλιο, η κοσμική γενεσιουργός δύναμη! Αστειεύομαι. Για να σοβαρευτώ όμως πιστεύω πως στην χώρα μας η Κωμωδία είναι ένα είδος παρεξηγημένο. Της καταλογίζουν ότι αποπροσανατολίζει, τη θεωρούν ευθυνόφοβη, εύπεπτη, ρηχή. Πιθανότατα η κληρονομιά του παλιού ελληνικού κινηματογράφου των δεκαετιών ‘50 και ’60 να έχει παίξει κάποιο ρόλο σε αυτή τη καχυποψία και υποτίμηση. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε μέσα από ποιο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο προέκυψε, ποιες ανάγκες ήρθε να καλύψει, η ένταση και το μέγεθος της αποδοχής αυτού του φαινομένου για μένα σημαίνει πολλά. Και δεν είναι λίγες οι φωνές σήμερα σε μία περίοδο παρατεταμένης πίεσης και κρίσης που επιθυμούν να γελάσουν με μία καλή κωμωδία, λίγη αφέλεια, επιστροφή στην αθωότητα. Ακόμα και στο δράμα επιζητούν τους ίδιους τόνους. Από την πλευρά μου ομολογώ ότι απολαμβάνω μία καλή κωμωδία και όσον αφορά το δράμα φλερτάρω ενίοτε με το μελό, παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειές μου να τιθασεύσω αυτή την κλίση.

Και η Τραγωδία; Το Τραγικό, τώρα, είναι μία άλλη υπόθεση. Σπάνιο, όσο και ακριβώς κάτω από το βλέμμα. Δύσκολο αλλά και αυτόδηλο. Και γι’ αυτό το Τραγικό είναι σχεδόν άπιαστο. Στην εποχή μας το ντύσαμε με το ένδυμα του Κυνισμού, το μεταμφιέσαμε. Δεν είναι το ίδιο. Το Τραγικό πλέον δεν το αντέχουμε. Να δώσω ένα παράδειγμα: Είσαι βράδυ στο Μετρό κι επιστρέφεις στο σπίτι. Σε ειδοποιούν από τα μεγάφωνα ότι η συγκοινωνία έχει διακοπεί, ο συρμός φτάνει ως έναν σταθμό, ο επόμενος δε λειτουργεί, πρέπει να βρεις τρόπο να φτάσεις στον μεθεπόμενο ή να συνεχίσεις για τον προορισμό σου με άλλο μέσο. Οι επιβάτες αντιλαμβάνονται ίσως ότι κάτι κακό έχει συμβεί σε εκείνον τον κλειστό σταθμό, κυκλοφορεί κιόλας μία φήμη, κάποιοι την επιβεβαιώνουν, άλλοι δυσανασχετούν πως θα αργήσουν στο ραντεβού τους, άλλη μία ταλαιπωρία μέχρι να φτάσεις στο σπίτι, να ξεκουραστείς επιτέλους, «ουφ, έπρεπε τώρα να συμβεί κι αυτό…». Ωστόσο, κι εσύ θα ανέβεις τα σκαλιά με άλλους εκατό, διακόσιους, θα ξεχυθείτε στους δρόμους να βρείτε το δρόμο και τον τρόπο να συνεχίσετε, θα περάσετε ακριβώς πάνω από τον κλειστό σταθμό, και θα κάνουμε, θα πείσουμε όλοι τον εαυτό μας, πως τίποτε το φοβερό δεν έχει συμβεί. Ο Κυνισμός έχει αναμφίβολα πολύ ενδιαφέρον υλικό, λέει πολλά για την εποχή μας. Η ψυχο-συναισθηματική μου ιδιοσυστασία ωστόσο δεν μου επιτρέπει να τον αποτυπώσω καλλιτεχνικά. Υπάρχουν αρκετοί σύγχρονοι συγγραφείς που το κάνουν εξαιρετικά και τους εκτιμώ πολύ γι’ αυτό.

Πείτε μας λίγα λόγια για το “Αγαπημένο μου εγώ”. Το «Αγαπημένο μου Εγώ» είναι μία παράσταση για την πράξη της εκμυστήρευσης, της εκ βαθέων εξομολόγησης. Για την ανάγκη κάπου να ακουμπήσεις, να τα πεις να ξαλαφρώσεις. Σε κάποιον να εμπιστευτείς τις πιο βαθιές σου σκέψεις χωρίς να κριθείς ή να σου κουνήσουν το δάχτυλο. Απλά να ακουστείς. Στο έργο αυτό δεν υπάρχει απάντηση, ανταπόκριση. Οι αποδέκτες είναι πρόσωπα βουβά. Αυτό μεγεθύνει την ένταση αυτής της κατάθεσης, τη διπλασιάζει. Κάποιες φορές είναι κατάθεση ψυχής σε Τράπεζα κλειστή. Και άλλες φορές σε λάθος Τράπεζα, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει που βρήκες επιτέλους τη δύναμη να βάλεις τις λέξεις και τις σκέψεις στη σειρά. Και τότε όλα θα πάρουν το δρόμο τους, θα γίνουν ένα νέο αφήγημα, μία καινούργια ιστορία.

Αν δεν ήσασταν συγγραφέας, τι θα θέλατε να είστε; Συγγραφέας… Αισθάνομαι ακόμα αμηχανία με αυτό τον προσδιορισμό. Έχω γράψει κάποια πράγματα που έχουν δημοσιευτεί, έχουν τύχει εκτίμησης, διάκρισης και θετικής αποδοχής. Αλλά θεωρώ ότι έχω αρκετό δρόμο μέχρι να καταφέρω να νιώσω άνετα με αυτό το «κουστούμι». Άλλωστε μέχρι τούτη τη στιγμή που μιλάμε δεν έχω εκδώσει επί της ουσίας έργο δικό μου, αν υποθέσουμε ότι είναι και αυτό ένα κριτήριο. Ας υποθέσουμε όμως ότι είμαι συγγραφέας και ότι θα ήθελα να ήμουν… χορευτής. Θεωρώ την έκφραση του σώματος ύψιστη τέχνη: μουσικότητα, ρυθμός, αρμονία, ροή ενέργειας, ελευθερία.

Πείτε μου τι χόμπι έχετε εκτός θεάτρου. Εκδρομές στη φύση, περιπάτους στην πόλη, αναγνώσεις, κινηματογράφος, έξω για φαγητό και κουβέντα με φίλους, η καλύτερη ψυχοθεραπεία.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σας συγγραφέας; Ερωτεύομαι κυρίως κείμενα που συνηχούν μέσα μου καιρό μετά την ανάγνωσή τους και αυτό είναι ένα κριτήριο, όπως το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι για παράδειγμα ή το Κουτσό του Κορτάσαρ, Τα Σταφύλια της Οργής του Στάινμπεκ, η Κυψέλη του Θέλα, Το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία του Τζόυς ή ο Φύλακας στη Σίκαλη του Σάλιντζερ. Και από Έλληνες, Το αμάρτημα της μητρός μου του Βιζυηνού, Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, Το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου, Οι ακυβέρνητες πολιτείες του Τσίρκα, και άλλα πιο σύγχρονα, ποιήματα και έργα θεατρικά… Έργα που άλλοτε κραυγάζουν τις αλήθειες τους κι άλλες τις ψιθυρίζουν. Νομίζω αυτά τα διαβάσματα κατοικούν εντός μου και ακόμα «δουλεύουν» με ένα τρόπο, επιδρούν αισθητικά και βιωματικά. Ίσως αυτό να είναι που ονομάζουμε εντέλει έργο «κλασικό».

Ποια είναι η γνώμη σας για την πολιτική; Πολιτική είναι ο τρόπος να ζεις την καθημερινότητά σου συνεπής στις προσωπικές σου αρχές αλλά και σεβόμενος τις αξίες των άλλων. Να είσαι ανεκτικός και ανοιχτόμυαλος απέναντι στο διαφορετικό. Να έχεις θέση και ευθύνη απέναντι στα πράγματα. Να σε αφορά η βία και η αδικία.

Κλείνοντας θα θέλαμε να μοιραστείτε ευχές για τη νέα χρονιά. Να είμαστε γεροί και να δίνουμε αξία στη ζωή. Να τη χαιρόμαστε με τους αγαπημένους, να τη μοιραζόμαστε με τους φίλους. Να την τιμάμε τη ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις και τις εκδοχές. Κι εκείνη χαμογελώντας θα μας επιστρέφει ό,τι καλύτερο έχει.