Αλέα Προσομοίων, Ποίηση του Κώστα Ευαγγελάτου, εκ. Απόπειρα.
Μέσα στις πολυσυμπληγάδες του πολιτιστικού γίγνεσθαι, είναι από τα μοναδικά γεγονότα της ζωής, το ίδιο πρόσωπο να ’ναι της μούσας ο εκλεκτός για ποίηση και για εικαστική εργασία, και μου είναι αδύνατο να ξεχωρίσω ποιο προπορεύεται, παρά τις κοινές μας στη λογοτεχνία ιδιαίτερα, συντεταγμένες.
Ο Κώστας Ευαγγελάτος πληροί όλα τα στοιχεία μιας ενδιαφέρουσας προσωπικότητας, η οποία απεικονίζεται μ’ ένα ξεχωριστό τρόπο δυναμικής έκφρασης, έντονα εικαστικής – ευρηματικής προσέγγισης και υπαρξιακής ανησυχίας. Το βιωματικό του στοιχείο, για να πλησιάσεις νοητικά – ποιητικά, τις ατραπούς και την πολυδαιδαλώδη εποχή μας, οφείλεις να το δεις πρώτα, με τον απόλυτο σεβασμό του αναγνώστη. Ο κιθαρωδός τρόπος έκφρασης κι ο μουσικός απόηχος μιας θλίψης με επιφωνήματα, διεισδύσεις στο συμπαντικό φως της ποίησης, με προσωπογραφίες σεισμικών ψυχικών επιθυμιών, με νέα εξαρθρωμένα ξεκινήματα στη ζωή, με τη δική του ηλιοτρόπια ή αγωνιώδη και αισθηματική – αισθητική λυτρωτική απόληξη, με την επαναστατημένη και ζωγραφική χρωματική παρουσία, στο σχέδιο, στην απεικόνιση, στην καινοτομία και στην εξερευνητική (ποιητικής υφής πάντα) ρευστότητα των πραγμάτων, των αναζητήσεων και των προσδοκιών στη ζωή, κάνει την ποίηση του ένα μνημείο στο χρόνο, γίνεται ένα διαχρονικό θυσιαστήριο του νου, της γλώσσας, του πόθου, της αγάπης, της αέναης αναζήτησης.
Γράφει στο «Επίγραμμα»:
«Σώμα πηλός του δειλινού
ανάγλυφο ρευστό της γλώσσας
Βυθός ανεξερεύνητος του νου
βάρκες τα θέλγητρα του πόθου
ανάσκελα βουνά και πεδιάδες
σε στρώμα το μνημείο της Αγάπης»
Τόσο η ποίηση δεκαετιών, όσο και ο χρωστήρας, κάνουν να διαφαίνεται ένα συναίσθημα, ανεξερεύνητης φοράς και πορείας, που πυρώνεται και μεγαλύνεται από τη βιωμένη στάθμη της ζωής, πρωτότυπα, οραματικά, με γυμνές αλήθειες, που συγκλονίζουν για την θανάσιμη και αναπαλλοτρίωτη αθωότητα του δημιουργού.
Έχεις την αίσθηση, ότι ψυχές εικονικών μορφών, με λειτουργική – προσευχητική συνέπεια, συνδημιουργούν όλο το παζλ αυτής της ευωδιαστής – ψυχικής και πνευματικής κατάθεσης. Δεν απαλύνεται ο πόνος ή το σπάραγμα του νου – κατά την ανάγνωση, ούτε βεβαίως εκτοξεύεται η διάθεση χωρίς το διαχρονικό καθρέφτισμα, που κρύβουν οι στίχοι, γιατί, ο ποιητής, ζωγράφος, ο σκιτσογράφος, ο αυτοθυσιαζόμενος δημιουργός, μπροστά στο κάλος της υπερβατικής του σύλληψης, παράγει την πλούσια αποσκευή της ενδοχώρας του, μ’ ένα μελλοντικό ξόρκισμα γαλήνης και φωτίζουσας ελευθερίας.
Γράφει: «Το μόνο θάψιμο που γίνεται πρόθυμα και δωρεάν είναι το εν ζωή».
«Ενώ επί ώρες προσπαθώ να συναθροίσω το κενό σκυμμένος στα χαρτιά μου, αποφασίζω να υποφέρω τον παράδεισο».
Το ποιητικό αδιέξοδο, δεν διαφέρει από το εικαστικό, και ο φόβος του κενού που σπουδάζει ο εικαστικός (εφ’ όρου ζωής) γίνεται φόβος μίμησης, φόβος αποστασιοποιημένης ύπαρξης, φόβος αγωνιώδους διεξόδου της ιδέας, που κάποτε – κάποτε δεν γνωρίζεις ούτε ο ίδιος το απόλυτο περιεχόμενο της εκφραστικής της παρουσίας. Και όσο διαρκεί η αγωνιώδης αναζήτηση της πιστότητας της ιδέας και η εξουσιαστική – συναισθηματική και αισθητική φόρτιση της απεικόνισης, τόσο ο ποιητής – εικαστικός δημιουργός ταλανίζεται στις λεωφόρους της προσωπικής του μορφικής και ιδεόληπτης και εικονο-λογοτεχνικής του εργασίας. Κι αν αυτή η εμμονή της έκφρασης, πολλαπλασιαστεί από πλήθιες εμπνευστικές έκστασης ή πυρίμαχης έκλαμψης ιδεών, που τότε μόνο (αν μπορεί αυτό να επιβεβαιωθεί χρονικά) διασφαλίζει το ιδιότυπο προσωπικό του πέρασμα στη ζωή.
Γράφει:
«Ηρωική γυμνότητα αιώνων // σώμα πηγή αχτίστου δόξης
χάλκινη μήτρα έλασμα ασπίδας // ανατομίας νυστέρια και αρμονία
μέλη χυτά στην πώρινη κοιλάδα // ναός που καθρεφτίζεται η χτίση
άλγος αφής και έλλαμψη της νιότης // γήινη χάρις της αμέθεκτης ακτίνας»
Το ποίημα δίνει την εντύπωση ότι μεγαλόφωνα (στην απέραντη σιγή ενός τεράστιου μουσείου αρχαίων μνημείων) διαβάζεται ή ανακρούοντας τις σιωπές των αιώνων, την μεθυστική (απολαμβάνεις) διαύγεια της ελληνικής σωματικής ανατομίας, την άχτιστη δόξα χιλιάδων ανθρώπων, που σμίλεψαν μάρμαρο – ψυχή και σώμα, για να υπάρχουμε σήμερα ως πολιτισμός. Η ποίηση αποδίδει και μας αποδίδεται στην ομορφιά της γήινης σάρκας των πραγμάτων, στην αφή των αισθήσεων και στις προσλαμβάνουσες αύρες των δημιουργών ανά τους αιώνες.
Ο ποιητής – εικαστικός Κώστας Ευαγγελάτος, ευαγγελίζεται την αθωότητα, την αγάπη, τον σαρκαστικό υπαινιγμό της καθημερινότητας, «την κάθε ώρα (της) τρυφερής αναπνοής».
Ο αυτοσχεδιασμός του στίχου, είναι ο διαρκής κρύσταλλος που διυλίζεται το βίωμα, χωρίς αναστολές, άσκοπες περιπάθειες, ή μικρόνοες καταγραφές. Οδοιπορεί ασθμαίνοντας για την όσο καλύτερη αποτύπωση της εικόνας, του στίχου και του οράματος. Δεν απολογείται με την έννοια της όποιας κοινωνικής κρίσης των άλλων, την οποία και δεν προκαλεί. Απολογείται ως ποιητής με την καθολικότητα του συναισθήματος που παίρνει σάρκα και οστά ο στίχος, στην καθημερινή κορίντα της προσκαιρότητας. Το πρόσκαιρο, το τυχαίο, το αμελητέο, το παρατρεχάμενο γεγονός (για τους πολλούς) εδώ σαρκώνεται σε εικόνα, σε στίχο, σε ποίημα ολκήςκαι ζωής που την δεξιότητα της σύλληψης και καταγραφής την προσμετράμε – κάποτε – μεταχρονικά.
Ο ποιητής είναι παρών. Το συναίσθημα, η αίσθηση του κάλλους, έχουν ένα μόνιμο αφυπνιστικό στοιχείο προσμέτρησης, των πάντων.
Γράφει:
«Ποιος νιώθει το ορατό // ποιος βλέπει; // ποιος ακούει;
Τα όστρακα με πνίγουν // και θάβομαι σαν άγαλμα»
Θα μπορούσα να πω πως πάμπολλοι στίχοι είναι ο λυρισμός της ματαιότητας, της απέλπιδης αναζήτησης, ψυχικών – κυρίως – καταστάσεων, που μορφοποιούν την ποίησή του, δίνοντάς της, έναν ιδιότυπο λυρικό τόνο και μια γνησιότητα που σε ξαφνιάζει ευχάριστα ο εσωτερικός μονόλογος, η πληθωρική μνήμη, η φαινομενικά αταχτοποίητη φροντίδα της προβολής κοινωνικών μηνυμάτων (που δεν υπάρχει ποίημα ξεκομμένο από το κοινωνικό γίγνεσθαι ως ερέθισμα – ως καταγραφή, και καθαρά προσωπικό, που να μην αγγίζει ή να αντανακλά πτυχές του κοινωνικού γίγνεσθαι).
Απελεύθερος από την γυμνότητα της εποχής, που η τέχνη παύει να ναι μυρόχριστη και ιδεοστόλιστη, τολμά την απόλυτη ελευθερία του νου, στη μυστηριακή σύλληψη της εικόνας και του στίχου, και στην παντοδύναμη ειλικρίνεια και συγκομιδή του καλήλογου ή του εικαστικού – ποιητικού λυρισμού.
Γράφει:
«Κυκλοφορεί οδύνη σήμερα // τρίζουν άροτρα σαν τύψεις.
Πλήρες δοχείο νυκτός // λασπωμένα πέδιλα
στο χαλί ανάσκελα // η αυτοβιογραφία».
Η πυκνή ακολουθία των σκίτσων, με την πιστή αποτύπωση, διαπίστωση, συντριβή, κάθαρση, προσμονή και υπέρβαση πάθους, ερωτικής καρτερίας, μνημεία σώματος και ψυχής, ματωμένης θλίψης, κύκνεια σπαράγματα πόνου και ματαιότητας, εμβαπτιζόμενα με οίστρο και εικαστική – ποιητική έννοια και δημιουργία – εκτιμώ – στο αποτελούν ένα πολύ εξαιρετικό σύνολο, επίκαιρης ακεραιότητας και υπαρξιακής αγωνίας, άρδευση αξιών και μπόλιασμα ελπίδων, για ένα οραματόδρομο ποίησης και γραφής στους νεότερους δημιουργούς.
Ο Κώστας Ευαγγελάτος αξίωσε από την τέχνη και τον Λόγο, να του δώσει τα πάντα, φτερά πήγασου, η θαλασσινής και ιωδιούχας έννοιας, και προσβάσιμης αλήθειας που κλείουν τα κοινά των ανθρώπων, και η τέχνη του αφήνει σε μας ένα ποιητικό – εικαστικό ανθολόγιο, από θέλγητρα συμπαντικού βυθίσματος, το διαχρονικό σφρίγος της ευρύτητας του πάθους, που στοχάζεται, φυτρώνει, ψιθυρίζει, παρέρχεται, αναφλεγόμενο, και ιχνηλατεί… την ύπαρξη και τις ψυχικές πραμάτειες των ανθρώπων.
Κώστας Καρούσος
Πρόεδρος Ετ. Ελ. Λογοτεχνών Ε.Ε.Λ. Αθήνα.