Ισαβέλλα Μπερτράν: «Για μένα τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τη συγκίνηση εκείνου του μαγικού κλικ που πατήθηκε στο φτερό, πάνω σε μια εικόνα της φύσης ή μια φευγαλέα σκηνή ζωής»

Συνέντευξη της φωτογράφου Ισαβέλλας Μπερτράν στον Ανδρέα Κατσικούδη για το polismagazino.gr

Γεννήθηκα στη Βαγδάτη πριν 68 χρόνια, από Γάλλο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Στη συνέχεια η οικογένεια μετοίκησε για μερικά χρόνια στην Περσία, με κάμποσα πηγαινέλα σε Συρία, Λίβανο και διάφορες χώρες της Ευρώπης, πριν καταλήξουμε στην Αθήνα, με μένα πια σε σχολική ηλικία. Αυτός ο πρώιμος νομαδισμός μάλλον έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση μου, αν κρίνω τουλάχιστον από την μετέπειτα ενήλικη πορεία μου.

Σπούδασα διοίκηση επιχειρήσεων και οικονομικά, όχι από επιθυμία, αλλά από συγκυρία και βιοπορίστηκα κατ’ ανάγκη απ’ αυτό, μα το πραγματικό επίκεντρο της ζωής μου ήταν πάντα αλλού, σε παράλληλες ασχολίες. Πολιτική δράση, συγγραφή, μεταφράσεις, σενάρια, και … ταξίδια. Πολλά ταξίδια. Άμα ονειρεύεσαι να αλλάξεις τον κόσμο, καλό είναι, αν μη τι άλλο, να τον γνωρίσεις, έτσι δεν είναι;

Μέχρι να ξεκινήσω τις περιπλανήσεις μου στον πλανήτη Γη, η φωτογραφία δεν κατείχε ακόμα σημαντική θέση στη ζωή μου. Ώσπου θητεύοντας πλάι στον σύντροφό μου Κώστα Ζυρίνη, παθιασμένος φωτογράφος ο ίδιος, κόλλησα κι εγώ σιγά σιγά το μικρόβιο. Από εκείνον διδάχτηκα τα βασικά τεχνικά θέματα, μα έμαθα κυρίως να παρατηρώ. Το φως πάνω απ’ όλα, και μαζί μ’ αυτό τις σκιές, τα πρόσωπα, τις εκφράσεις, την κίνηση, το χώρο, όλα όσα τέλος πάντων συνθέτουν ένα κάδρο. Έμαθα επίσης πώς η αίσθηση μπορεί να αλλάξει, ακόμα και να ανατραπεί, ανάλογα τη γωνία λήψης και το πόσο κλειστή ή ευρυγώνια είναι η ματιά μας. Τότε είναι που κατάλαβα ότι ναι μεν φαινομενικά κοιτάζουμε αδιάκοπα, μα επί της ουσίας σπάνια βλέπουμε, κι ακόμα σπανιότερα προσέχουμε και διακρίνουμε. Η συνειδητοποίηση αυτή ήταν πραγματική αποκάλυψη!    

Πάνω εκεί λοιπόν που είχα πλέον αρχίσει να «πυροβολώ» συστηματικά,  να σου εν έτει 2000 η πρόταση συνεργασίας από την Ελευθεροτυπία! Να σημειώσω σ’ αυτό το σημείο ότι ο Κώστας ήδη δημοσίευε σποραδικά άρθρα από τα ταξίδια μας στο «Έψιλον», το ένθετο περιοδικό της κυριακάτικης έκδοσης. Όταν λοιπόν στο επιτελείο της Ελευθεροτυπίας γεννήθηκε η σκέψη για την κυκλοφορία του Γεωτρόπιου, ενός αμιγώς ταξιδιωτικού περιοδικού που θα συνόδευε το σαββατιάτικο φύλλο της εφημερίδας, η συμμετοχή του «ταξιδιωτικού ζεύγους» στην αρχική ομάδα συνεργατών θεωρήθηκε περίπου αυτονόητη. Ας μην ξεχνάμε πως εκείνα τα χρόνια, η ψηφιακή εποχή ήταν ακόμα στα σπάργανα, οι πληροφορίες για τους εκτός Ευρώπης προορισμούς ελάχιστες, και ακόμα πιο λιγοστοί οι Έλληνες που από χούι ταξίδευαν αδέσποτοι σε «περίεργα» μέρη και διέθεταν παράλληλα το προσόν να καταγράφουν τις εμπειρίες τους συνδυάζοντας εικόνες και γραπτό λόγο. Με άλλα λόγια, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι!

Από τα παραπάνω εύκολα συνάγεται ότι η ταξιδιωτική φωτογραφία, και ευρύτερα αυτό που είθισται ν’ αποκαλούμε «φωτογραφία δρόμου» είναι κατ’ εξοχήν το είδος που με διαμόρφωσε και στο οποίο παραμένω αδιαπραγμάτευτα αφοσιωμένη. Χωρίς να απαξιώνω κανένα απολύτως φωτογραφικό είδος, δύσκολα με φαντάζομαι, για παράδειγμα, σε συνθήκες στούντιο, να αντλώ χαρά και έμπνευση στήνοντας μοντέλα και σκηνές. Έχω δει καταπληκτικές δουλειές αυτού του είδους, κάποιες φορές έχω ζηλέψει το αποτέλεσμα, σίγουρα όμως δεν έχω ζηλέψει στο ελάχιστο τη διαδικασία. Για μένα τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τη συγκίνηση εκείνου του μαγικού κλικ που πατήθηκε στο φτερό, πάνω σε μια εικόνα της φύσης ή μια φευγαλέα σκηνή ζωής που η τύχη έφερε στο δρόμο μου και κάποιος άλλος πιθανόν θα προσπερνούσε χωρίς καν να τη δει, και που εγώ ωστόσο διέκρινα έγκαιρα την αρμονία, την ομορφιά, το ενδιαφέρον ή την παραδοξότητά της και πρόλαβα να την παγώσω για πάντα την ακριβώς «σωστή» στιγμή. Η αγαλλίαση του σκοπευτή που βρήκε το στόχο. Χωρίς το αίμα.

Ενώ στην καθημερινή ζωή κινούμαι στο χώρο μάλλον αφηρημένη, χωρίς να πολυπροσέχω τι συμβαίνει γύρω μου, απορροφημένη συνήθως από τις σκέψεις μου, έτσι και βγω για φωτογράφηση κυριολεκτικά μεταμορφώνομαι. Μετατρέπομαι αυτόματα σε κυνηγό που παρατηρεί τα πάντα. Γίνομαι ένα περισκόπιο που «σκανάρει» ασταμάτητα το χώρο για να εντοπίσω πιθανά «θηράματα». Το μάτι εστιάζει στο επιμέρους, σε μια εκφραστική σκηνή, μια ενδιαφέρουσα σύνθεση, μια ασυνήθιστη λεπτομέρεια, μια ιδιαίτερη φωτιστική συνθήκη. Δεν βλέπω απλά τη γενική, και ίσως αδιάφορη στο σύνολό της, εικόνα, παρά συνέχεια «κροπάρω» και τη «σπάω» σε καρέ.

Στη φωτογραφία δρόμου, η ταχύτητα είναι το ήμισυ του παντός. Σε συνθήκες αέναης κίνησης, συχνά όλα παίζονται σε κλάσματα, όπου εσύ καλείσαι να εντοπίσεις ή να προβλέψεις έγκαιρα το ενδιαφέρον στιγμιότυπο, να καδράρεις και να πατήσεις το κλικ σε χρόνο dt πριν το επόμενο κλάσμα του χρόνου το καταπιεί για πάντα. Στο δρόμο, δεν υπάρχει η πολυτέλεια της σκέψης, της δοκιμής, πόσο μάλλον να αλλάζεις συνέχεια φακούς και ρυθμίσεις.

Το άλλο ήμισυ είναι ασφαλώς η αυτοεκπαίδευση στην παρατηρητικότητα, αλλά σημαντικό επίσης είναι να αναπτύξει κανείς και μια δόση τόλμης ή και… θράσους, ανάλογα πώς το βλέπει ο καθένας. Είμαι εν γένει ευγενικός άνθρωπος και σέβομαι απόλυτα την ιδιωτικότητα του άλλου, πλην όμως όταν κινούμαι στο δημόσιο χώρο δεν ζητώ εκ των προτέρων άδεια από κανένα για να φωτογραφίσω. Ο λόγος είναι απλός: ζητώντας άδεια, καταστρέφεις το αυθεντικό και το αυθόρμητο της στιγμής. Κι αν ακόμα την λάβεις, αυτό που θα αποκομίσεις είναι μια στημένη πόζα (ό,τι χειρότερο δηλαδή).

Ναι, γνωρίζω τον (γελοίο κατ’ εμέ) νόμο «περί προσωπικών δεδομένων», ωστόσο στα μέρη που συνήθως ταξιδεύω, ευτυχώς δεν υφίσταται ή απλά δεν εφαρμόζεται. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν συναντάς άλλου τύπου εμπόδια, ορισμένες φορές μάλιστα πολύ χειρότερα από τις νομικές απαγορεύσεις. Για παράδειγμα στη Δυτική Αφρική, δεν υπάρχει τυπικά καμιά απαγόρευση, πρακτικά όμως η φωτογράφηση είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση γιατί προσκρούει συχνά ακόμα και σε πρόδηλα εχθρικές αντιδράσεις, του ίδιου του πληθυσμού. Χώρια η τάση διαφόρων κρατικών οργάνων να εφευρίσκουν (ανύπαρκτες) αφορμές για επίδειξη ισχύος. Κάπως έτσι βρεθήκαμε κρατούμενοι για λίγες ώρες στο Μπενίν γιατί τάχα θα έπρεπε να έχουμε εκδώσει άδεια φωτογράφησης από το υπουργείου τουρισμού πριν έρθουμε στη χώρα, υποχρέωση που βεβαίως δεν υφίσταται. Τελικά, με το πες πες, το «όργανο» που μας συνέλαβε με το έτσι θέλω σιγά σιγά μαλάκωσε, κι όταν τελικά μας «απελευθέρωσε» είχαμε γίνει φιλαράκια και μόνο που δεν μας φίλησε. C’ est l’ Afrique! (Αυτή είναι η Αφρική!) που λένε οι Γάλλοι μισοσυμπατριώτες μου. Στην Ινδία αντίθετα, το νομικό πλαίσιο είναι (θεωρητικά) περιοριστικό, επί του πρακτέου όμως, οι Ινδοί στην πλειονότητά τους παραμένουν απολύτως αδιάφοροι απέναντι στον φακό. Αν σε αντιληφθούν να φωτογραφίζεις, δεν αντιδρούν, δεν θυμώνουν, δεν χαζογελάνε, δεν στήνονται, απλά συνεχίζουν να κάνουν ό,τι κάνανε σαν να μην υπάρχεις. Ο παράδεισος του φωτογράφου!

Κάθε χώρα έχει τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητές της, και η συμπεριφορά του πληθυσμού απέναντι στη φωτογράφηση εκπορεύεται απ’ αυτές. Γι΄ αυτό και πριν ξεκινήσω να κλικάρω σε μια νέα περιοχή του κόσμου, πάντα παίρνω το χρόνο μου να ζυγίσω πρώτα τις συνθήκες, και να «γραδάρω» αν, πώς, τι και πόσο με «παίρνει» να φωτογραφίσω, προσαρμόζοντας ανάλογα την τακτική μου. Με τα χρόνια, έχουμε αναπτύξει με τον Κώστα διάφορες τεχνικές για να παρακάμπτουμε τις αντιστάσεις.

Εν γένει δεν κινούμαι έχοντας στο μυαλό μου κάποιο πρότζεκτ, το ίδιο το υλικό ωστόσο οδηγεί σε κατηγοριοποιήσεις. Εκ των πραγμάτων έχω συσσωρεύσει άφθονα καρέ «κοινωνικής φωτογραφίας», «ζωής στα όρια», «μητρότητας δίχως σύνορα» (τυχαία τα παραδείγματα), «αρχιτεκτονικής της λάσπης» (σ’ αυτόν τον τομέα η Αφρική κρατάει τα σκήπτρα), συλλογές πορτρέτων, ένα μωσαϊκό από τα πιο ποικίλα τοπία του κόσμου (τα «έργα τέχνης της Μάνας Γης») και πάει λέγοντας. Ανάμεσα τους, μια ιδιαίτερη κατηγορία, ας την πούμε «της παρακμής και της εγκατάλειψης» κατέχει μια ξεχωριστή θέση στις φωτογραφικές μου αναζητήσεις. Από το παροπλισμένο εργοστάσιο της οινοποιίας «Κρόνος» στην Ελευσίνα, μέχρι το ερημωμένο αδαμαντωρυχείο του Κόλμανσκοπ στην έρημο της Ναμίμπ, κι από τα νεκροταφεία αυτοκινήτων στο Μαυροβούνιο, μέχρι την πόλη-φάντασμα του Σαγκάν, παλιό μυστικό κέντρο των σοβιετικών πυρηνικών βομβαρδιστικών στο ανατολικό Καζακστάν – δώσε μου ερείπωση και σκουριά και πάρε μου την ψυχή! Δεν ξέρω αν αυτό ονομάζεται πρότζεκτ, πάντως κόλλημα είναι σίγουρα.  

Έχω συγγράψει τους «Τρομοκράτες» μαζί με τον Κώστα Ζυρίνη. Ένα μυθιστόρημα στηριγμένο στην υπόθεση της σύλληψης και φυλάκισης μας το 80-81 με την κατηγορία/σκευωρία της «συγκρότησης τρομοκρατικής ομάδας». Επίσης εκατοντάδες ταξιδιωτικά άρθρα, καθώς και κάποια από τα σενάρια της τηλεοπτικής σειράς «Τα χαμένα γράμματα».

Από τότε που ειπώθηκε η περίφημη ατάκα «μια εικόνα χίλιες λέξεις» έχουν μεσολαβήσει καμιά εκατοστή χρόνια και, κυρίως, μερικές δεκάδες τρισεκατομμύρια κλικ από δισεκατομμύρια ανθρώπους σε όλα σχεδόν τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Αναφερόμαστε ακόμα σήμερα στη δύναμη της εικόνας με όρους προηγούμενων δεκαετιών, ενώ στην πραγματικότητα η υπερπαραγωγή και η υπερκατανάλωσή της στην εποχή των σόσιαλ μίντια, των σμάρτφον και τώρα πια της ΑΙ,  έχουν εξασθενίσει δραματικά την ισχύ της και συνεχίζουν να τη φθείρουν κάθε μέρα με εκθετική ταχύτητα. Το φαινόμενο θυμίζει εν πολλοίς αυτό που συμβαίνει με τις εξαρτησιογόνες ουσίες. Όσο επαναλαμβάνεται η χρήση τους, βαίνει μειούμενη η επίδρασή τους. Αναζητώντας την αρχική συγκίνηση, ο χρήστης αυξάνει ολοένα περισσότερο τις δόσεις, μέχρι που ο εθισμός και η κατάχρηση καταλήγουν τελικά να απονεκρώνουν κάθε συναίσθημα. (σκοτώνοντας ενίοτε και τον ίδιο τον χρήστη, αλλά αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία). 

Κάτι ανάλογο λοιπόν συμβαίνει με την εικόνα. Άλλοτε, στα χρόνια της αναλογικής φωτογραφίας προ διαδικτύου, όταν η έκθεση μας στην εικόνα ήταν περιορισμένη, μια και μόνη φωτογραφία από τον πόλεμο στο Βιετνάμ, με το εννιάχρονο κοριτσάκι να τρέχει προς την κάμερα γυμνό μετά από επίθεση με ναπάλμ στο χωριό του, στάθηκε ικανή να ταρακουνήσει την παγκόσμια κοινή γνώμη πολύ περισσότερο απ’ ότι καταφέρνουν σήμερα χίλιες αντίστοιχες εικόνες από την κόλαση της Γάζας. Γι΄ αυτό και σήμερα, περισσότερο από ποτέ, πιστεύω στη δύναμη του λόγου, και ειδικότερα της βιωμένης μαρτυρίας που προσδίδει στις εικόνες μια πιο προσωποποιημένη διάσταση, ωθώντας τον κορεσμένο θεατή να τις κοιτάξει με άλλο μάτι, να τις ξεχωρίσει από τον απρόσωπο σορό και ίσως, εν τέλει, να του «μιλήσουν» αλλιώς. Τα παραπάνω αφορούν, εννοείται, ένα συγκεκριμένο είδος φωτογραφίας, κυρίως το φωτορεπορτάζ και την φωτογραφία-ντοκουμέντο, αλλά και σε έναν βαθμό την ταξιδιωτική φωτογραφία, έτσι τουλάχιστον όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, που δίνω ιδιαίτερο βάρος στις κοινωνικές συνθήκες των τόπων που επισκέπτομαι. Δεν αφορά ασφαλώς την, ας την πούμε, «εικαστική φωτογραφία» που, όπως και η ζωγραφική, δεν χρειάζεται επεξηγήσεις, παρά προορίζεται εξ ορισμού να αγγίξει (ή να μην αγγίξει) τον θεατή από μόνη της.

Δεν υπάρχει τέχνη αποκομμένη από την κοινωνία και άρα δεν υπάρχει τέχνη χωρίς έστω και έμμεση σχέση με την πολιτική.  Όσοι καλλιτέχνες δηλώνουν ότι κάνουν «μόνο τέχνη» και τίποτε άλλο, είτε δεν έχουν επίγνωση του τι κάνουν, είτε επιλέγουν συνειδητά να ταχτούν με την πλευρά της «μη πολιτικής». Έλα όμως που η «μη πολιτική»,  είναι κι αυτή πολιτική, και μάλιστα συντηρητική. Με τα παραπάνω δεν εννοώ ότι η τέχνη οφείλει να είναι στρατευμένη, κάθε άλλο. Απλά επισημαίνω ότι δεν υπάρχει ουδέτερη τέχνη. Η τέχνη διαμορφώνει αισθητική, επιδρά πάνω στις συνειδήσεις και παράγει κατά συνέπεια και απτά πολιτικά αποτελέσματα, έστω και ερήμην των δημιουργών της.

Σε ό,τι με αφορά προσωπικά, ασφαλώς και η πολιτική μου ταυτότητα επηρεάζει τον τρόπο που φωτογραφίζω και ειδικότερα την επιλογή των θεμάτων που με συγκινούν, με πρώτο και καλύτερο τον συγκλονιστικό αγώνα επιβίωσης που δίνουν «της γης οι κολασμένοι». Κατόπιν αυτού, νομίζω ότι είναι περίπου αυτονόητο πως η μεγάλη φωτογραφική αγάπη μου είναι ο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο και, στα καθ’ ημάς, ο Γιάννης Μπεχράκης, όχι μόνο για το απαράμιλλο καλλιτεχνικό τους έργο αλλά ίσως, ακόμα παραπάνω, για το ήθος, την ακεραιότητά τους και την εν γένει στάση ζωής τους. Ολοκληρωμένοι Άνθρωποι, με Α κεφαλαίο.

Η τέχνη είναι σπόρος. Το αν και το τι θα καρπίσει εξαρτάται από το είδος του σπόρου καθώς και από τη φύση του εδάφους όπου θα πέσει. Μπορεί να φυτρώσουν τριαντάφυλλα, μπορεί πατάτες, μπορεί τσουκνίδες, μπορεί και τίποτε απολύτως αν η γη είναι χέρσα. Κατά συνέπεια, το ερώτημα αν η τέχνη και ειδικότερα η φωτογραφία μπορεί να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, δεν απαντιέται μ’ ένα ναι ή ένα όχι. Εξαρτάται από τα βιώματά του καθενός, τις προσωπικές ευαισθησίες του, το εν γένει υπόβαθρο του χαρακτήρα του. Σε ότι αφορά  ειδικότερα τους ίδιους τους καλλιτέχνες, υπάρχουν παραδείγματα δημιουργών – διαμάντια όπως οι δύο που προανέφερα, μα υπάρχουν επίσης παραδείγματα  δημιουργών αλαζόνων, εγωπαθών, ζηλόφθονων ή και σκέτων καθαρμάτων. Όσο για μένα, δεν ξέρω αν η ενασχόληση με τη φωτογραφία με έχει κάνει καλύτερη, σίγουρα όμως μου έχει κάνει τεράστιο καλό. Κάτι σαν αέναη δωρεάν ψυχοθεραπεία.

Ταλέντο ή δουλειά χρειάζεται; Υποθέτω και τα δύο. Μα κυρίως πάθος για το αντικείμενο, πράγμα που σε κάνει να μη βαριέσαι ποτέ τη δουλειά που συνεπάγεται για να καλλιεργήσεις το ταλέντο. Κι όταν λέω δουλειά, δεν εννοώ μονάχα το πρακτικό μέρος (την απόκτηση τεχνικών γνώσεων ή τους πειραματισμούς), αλλά και τη δουλειά με τον εαυτό σου, παρατηρώντας και αποκτώντας επίγνωση όσων σου αποκαλύπτονται, θετικά και αρνητικά, για σένα τον ίδιο μέσα από την άσκηση της φωτογραφίας.

Κανένας συγγραφέας δεν περίμενε να εξασφαλίσει λάπτοπ τελευταίας τεχνολογίας για ν’ αρχίσει να γράφει. Ούτε κανένας ζωγράφος περίμενε ν’ αποκτήσει πρώτα τις καλύτερες μπογιές και τα πιο φίνα πινέλα για ν’ αρχίσει να ζωγραφίζει. Έμπνευση να υπάρχει, και στην ανάγκη αυτή θα εκφραστεί ακόμα και μ’ ένα μολύβι πάνω σ’ ένα φύλλο χαρτιού. Το ίδιο ισχύει και για την φωτογραφία. Έχω δει σπουδαία καρέ τραβηγμένα μ’ ένα απλό κινητό, όπως και απολύτως αδιάφορες εικόνες βγαλμένες από πανάκριβες DSLR. Ήτοι, τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Από κει και πέρα βέβαια, ένας καλός εξοπλισμός στα χέρια ενός ταλαντούχου ανθρώπου οπωσδήποτε βοηθάει να ξεδιπλώσει παραπέρα τις δυνατότητες του.

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ από ένα δεκάχρονο καλογεράκι:

– Φωτογράφος είστε κυρία;
– Χμμ… όχι ακριβώς. Η φωτογραφία όμως είναι από τα πράγματα που αγαπάω πάρα πολύ σ’ αυτήν τη ζωή.
– Ε άμα την αγαπάτε τόσο πολύ, τότε σίγουρα θα είστε και καλή φωτογράφος!
– Είναι πολύ όμορφο αυτό που είπες, το ξέρεις;
– Μα είναι αλήθεια! Όταν αγαπάμε κάτι πολύ, το κάνουμε καλά. Κι εγώ είμαι καλός στα μαθήματα γιατί αγαπάω πολύ το σχολείο.
-Είμαι σίγουρη γι αυτό! Και τι θέλεις να γίνεις άμα μεγαλώσεις και τελειώσεις το σχολείο;
– Καλός άνθρωπος κυρία.

Λάος, Λουάνγκ Πραμπάνγκ

https://zyrinis.gr/

https://www.facebook.com/isazyr/

https://www.instagram.com/isazyr/