Επιμέλεια: Εύα Πετροπούλου Λιανού
Σαν να ’ναι τώρα τις θωρώ εκείνες τις γυναίκες!
Στις παραστάδες στέκονται, ως Καρυάτιδες άλλες,
η μάνα μου, η μάνα της, τ’ς Ηπείρου μας οι μάνες
και προβοδίζουν, καρτερούν και πάλι προβοδίζουν
πότε το ταίρι τ’ ακριβό, πότε τον γιό τον πρώτο
κι αν η ζωή τους το ζητά και όλα τα παιδιά τους.
Χαμογελώντας χαιρετούν, χαμογελώντας γνέφουν,
λιγόλογες κι αδάκρυτες, με την καρδιά τους μαύρη,
τι μαθημένες είν’ αυτές από τα γεννοφάσκια
να είναι στύλοι του σπιτιου, στήριγμα των δικών τους.
– Γυναίκες Ηπειρώτισσες, γυναίκες της καρδιάς μου,
σαν τι βοτάνια πίνατε, σαν τι γητειές σας κάναν
και γίνατε όλες δυνατές, όλες ἀντρογυναῖκες;
– Κόρη, βοτάνια ήπιαμε, κόρη, γητειές μας κάναν,
μα, ήταν όλα ακριβά και δύσκολα τα βρίσκεις!
– Γυναίκες Ηπειρώτισσες, γυναίκες της καρδιάς μου,
πείτε μου να τα βρω κι εγώ, πείτε μου να τα ξέρω!
– Μην ψάχνεις άλλο, κόρη μου, και σου τα μολογούμε·
ένα είν’ το βοτάνι, μια η γητειά κι ΑΓΑΠΗ τηνε λένε!
