ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΝΔ

ΘΕΟΦΑΝΗ ΠΑΠΑ

«Κι όμως, υπό προϋποθέσεις, η εμπορική αγορά μπορεί να ανακάμψει»

«Σήμερα, περισσότερο από ποτέ απαιτείται συγκεκριμένο, συνεκτικό, αποτελεσματικό σχέδιο για τη στήριξη και ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα, της επιχειρηματικότητας, της εργασίας. Κι αυτό το σχέδιο πρέπει να έχει αναπτυξιακό πρόσημο. Τα επιδόματα δεν είναι απάντηση».

Ή

«Προτιμάτε τα μαγαζιά της γειτονιάς, το στεγασμένο εμπόριο, τις παραδοσιακές αγορές».)

Οι διαρκείς προσπάθειες της αγοράς της Θεσσαλονίκης για να προσελκύσει το ενδιαφέρον των καταναλωτών, με προωθητικές ενέργειες και επαναλαμβανόμενες προσφορές, έδωσαν πιθανώς μια ανάσα στους εμπόρους, καταστηματάρχες και επαγγελματίες, όμως δεν στάθηκαν ικανές για να αναστρέψουν την κακή ψυχολογία και τη μειωμένη κατανάλωση.

Δεδομένου μάλιστα ότι το μεγαλύτερο μέρος της – έστω περιορισμένης – κατανάλωσης πηγαίνει σε πολυκαταστήματα και εμπορικά κέντρα, η τοπική επιχειρηματικότητα μένει εκεί μόνη της να παλεύει με νύχια και με δόντια για να κρατηθεί και να προκόψει.

Πλέον, έπειτα από τόσα χρόνια κρίσης, οι άνθρωποι της αγοράς που έχουν κατορθώσει να επιβιώσουν, είτε έχουν αποκτήσει μια σχετική σταθερότητα σε επίπεδο πελατείας και τζίρου, προφανώς όχι ικανοποιητική, είτε ανθίστανται μέχρι την οριστική κατάρρευση και το λουκέτο ή – μακάρι – ένα… θαύμα.

Κι όμως δε χρειάζονται θαύματα, μαγικές συνταγές και ευχολόγια. Αυτό που απαιτείται για να σωθούν οι εναπομείνασες επιχειρήσεις, για να αρχίσει δειλά αλλά σταθερά να κινείται η αγορά και εκτός Χριστουγέννων, για να σταθεροποιηθεί και να αρχίσει να αυξάνεται στη συνέχεια σταδιακά η κατανάλωση, είναι ένα ολοκληρωμένο, σοβαρό, αποτελεσματικό και μετρήσιμο σχέδιο στήριξης της αγοράς και της κατανάλωσης. Ένα σχέδιο που θα το ενισχύσει η κυβέρνηση, προφανώς όχι η παρούσα που έχει αποδείξει ότι εχθρεύεται την αγορά, με συγκεκριμένα μέτρα και θα έχει συμπαραστάτη και τον τελευταίο πολίτη. Ένα σχέδιο με διπλό στόχο: αφενός τη βελτίωση των όρων λειτουργίας και άσκησης της επιχειρηματικότητας, αφετέρου την ενίσχυση των εισοδημάτων, έστω και με περιορισμό των επιβαρύνσεων, των κύριων καταναλωτών, των εργαζομένων.

Καλώς ή καλώς η κοινωνία μας έχει συνοχή, διότι λειτουργεί σαν αλυσίδα. Σε αυτή την αλυσίδα ο κάθε κρίκος που δε λειτουργεί δημιουργεί «αρρυθμίες», προβλήματα. Οι πολίτες – καταναλωτές, όλοι μας δηλαδή, οφείλουμε να στηρίξουμε με κάθε τρόπο, με τα έξοδα που μας επιτρέπονται από τα πενιχρά εισοδήματά μας, τους συμπολίτες μας, που δραστηριοποιούνται στην αγορά. Όπως και οι έμποροι, καταστηματάρχες και επαγγελματίες οφείλουν να στηρίξουν την τσέπη των καταναλωτών, με συγκράτηση των τιμών των αγαθών σε ανεκτά επίπεδα.

Μένω στο σύνθημα των πρόσφατων επιμελητηριακών εκλογών: «Προτιμάτε τα μαγαζιά της γειτονιάς, το στεγασμένο εμπόριο, τις παραδοσιακές αγορές». Είμαστε άλλωστε όλοι μαζί σ’ αυτή την αλυσίδα. Μόνη απούσα είναι η Πολιτεία. Η μοναδική παρουσία της είναι στην είσπραξη του «χαρατσιού», του μεριδίου της από τις συναλλαγές μας. Η εκκωφαντική αυτή απουσία έχει δημιουργήσει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην προσπάθεια για οικονομική ανάκαμψη, για ανάπτυξη της χώρας μας και κατ’ επέκταση για βελτίωση των οικονομικών των νοικοκυριών.

Η Ελλάδα, σύμφωνα με την επίσημη έκθεση του ΟΟΣΑ, είναι «πρωταθλήτρια» φόρων το 2016. Ο ΦΠΑ είναι αυτός που πλήττει κυρίως τα χαμηλά εισοδήματα. Αν αυτά συνηγορούν στη λεγόμενη «δίκαιη ανάπτυξη», τότε έχουμε πρόβλημα με τις έννοιες της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισονομίας, ισοτιμίας και ισοπολιτείας και της ανάπτυξης με κοινωνικό πρόσωπο.

Η ανάπτυξη προϋποθέτει επενδύσεις. Αυτές για τους εγχώριους επιχειρηματίες, τουλάχιστον στη συντριπτική τους πλειοψηφία, είναι άγνωστη λέξη, λόγω παντελούς απουσίας κινήτρων. Για τυχόν επενδυτές από το εξωτερικό, η αδυναμία αντιμετώπισης των πάγιων δυσλειτουργιών του συστήματος, η συνεχιζόμενη εγκληματική γραφειοκρατία, οι ατέρμονες καθυστερήσεις και τα φορολογικά – ασφαλιστικά – εισοδηματικά αντικίνητρα, αποτελούν τροχοπέδη ακόμη και στη σκέψη για επένδυση στη χώρα μας.

Όλα αυτά έχουν πολύ συγκεκριμένη κατάληξη: Αδυναμία εισόδου της χώρας σε μια σταθερή πορεία ανάκαμψης και ανάπτυξης, αδυναμία δημιουργίας νέου εισοδήματος, αδυναμία αντιμετώπισης της ανεργίας, αδυναμία δημιουργίας νέων θέσεων αξιοπρεπούς εργασίας. Αν η χώρα κατορθώνει να αποτυπώνει θετικό πρόσημο για τρία συνεχόμενα τρίμηνα, αυτό δε σημαίνει ότι η πραγματική οικονομία, τα οικονομικά των νοικοκυριών βελτιώνονται αντιστοίχως. Δυστυχώς απέχουμε πολύ από κάτι τέτοιο και με την εφαρμοζόμενη πολιτική δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει ουσιαστική ανάκαμψη. Επειδή κεντρική πολιτική αυτής της κυβέρνησης είναι η επίτευξη πλεονασμάτων και η εκπλήρωση στόχων, με τη φτωχοποίηση και την υπερφορολόγηση των πολιτών κι όχι με συμμάζεμα των δαπανών.

Υπάρχουν λύσεις. Αρκεί να εγκαταλείψει η κυβέρνηση τις ιδεοληψίες της και την καταστροφική της συμπεριφορά απέναντι στην ελεύθερη ιδιωτική οικονομία. Αρκεί να σταματήσει την επίθεσή της στα νοικοκυριά, μόνο και μόνο για να συντηρήσει τη βολεμένη κομματική της πελατεία και να συνεχίσει να εξυπηρετεί όσους καρπώνονται τις υπέρογκες δαπάνες ενός διαρκώς μεγαλύτερου κράτους.

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ απαιτείται συγκεκριμένο, συνεκτικό, αποτελεσματικό σχέδιο για τη στήριξη και ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα, της επιχειρηματικότητας, της εργασίας. Κι αυτό το σχέδιο πρέπει να έχει αναπτυξιακό πρόσημο. Τα επιδόματα δεν είναι απάντηση.

Το επιχειρείν χρειάζεται συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο, πολιτικές συγκράτησης του κόστους παραγωγής και λειτουργίας, προφανώς όχι με ισοπέδωση των αμοιβών, αλλά με μειώσεις στα βασικά κόστη μιας επιχείρησης, όπως το ενεργειακό, το λειτουργικό κτλ., φορολογική σταθερότητα σε λογικά επίπεδα επιβάρυνσης, εκλογίκευση των ασφαλιστικών εισφορών, ρευστότητα και εξορθολογισμό των αμοιβών των εργαζομένων.

Χρειάζεται μια σταθερή κυβέρνηση, η οποία θα έχει στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής της, φορολογικής και κοινωνικής, τον ιδιωτικό τομέα. Κι αυτή η κυβέρνηση, χωρίς ιδεοληψίες και ανούσιες «αγκυλώσεις» μικροκομματικού χαρακτήρα, με προσήλωση στην εξυπηρέτηση του συλλογικού, του εθνικού συμφέροντος, είναι η επόμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Η κυβέρνηση, που μπορεί να αλλάξει το κλίμα στην αγορά και την οικονομία, που θα μπορέσει να αλλάξει την ψυχολογία επιχειρείν και κατανάλωσης, που γνωρίζει πώς θα προσελκύσει επενδύσεις με κανόνες, πώς θα φέρει τη χώρα σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης, η κυβέρνηση που θα βγάλει πραγματικά τη χώρα από την κρίση.