Κάτια Μολφέση: “Η μουσική είναι η μόνη τέχνη η οποία μας περιγράφει πως να στοιχειοθετούμε το άγνωστο έτσι ωστε να ισορροπεί με το οικείο, και γι’ αυτό είναι για εμένα η ανώτερη των τεχνών”

“Η Ελλάδα είναι γεμάτη με εξαιρετικούς μουσικούς με πολυετείς σπουδές, συμμετοχές σε διεθνή σεμινάρια και διαγωνισμούς και γνώση της παγκόσμιας μουσικής φιλολογίας”

Ποιά είναι η πρώτη σας Μουσική ανάμνηση; Σε ηλικία τριών ετών, στα γόνατα του πατέρα μου να καθόμαστε στο πιάνο κι εγώ να περιεργάζομαι μια παρτιτούρα του. Εντυπωσιασμένη από τα σχήματα που έφτιαχναν οι νότες πάνω σε ένα συγκεκριμένο σημείο πάνω στο χαρτί, ζητάω από τον πατέρα μου να μου παίξει ακριβώς αυτό το σχήμα και μόνο, σκεπτόμενη πως σίγουρα θα βγάζει κάποιον μεγαλειώδη ήχο. Εκεί λοιπόν παίρνω το πρώτο μου μάθημα στην μουσική (το οποίο βέβαια δεν μπορούσα ακόμα να καταλάβω), αφού αυτό το τόσο όμορφο οπτικά σημείο από μόνο του, έτσι ξεκομμένο από τα προηγούμενα και τα επόμενα, όχι μόνο δεν ηχούσε καθόλου ωραία αλλά δεν έβγαζε καν μουσικό νόημα.

Ποιον μουσικο θαυμάζετε και με ποιον Μουσικό θα θέλατε να βρεθείτε επί σκηνής; Υπάρχει μια ξεχωριστή αύρα που εκπέμπουν οι άνθρωποι που επιλέγουν να ζουν με την μουσική ως μέσο έκφρασης και δημιουργίας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν παίζουν απλά νότες αλλά πνευματικά επικοινωνούν και συντονίζονται μεταξύ τους, με τον συνθέτη και με τον ακροατή τους, ενώ παράλληλα έχουν την ανάγκη διαρκώς να “ψάχνονται” και να εξελίσσονται μουσικά. Θα ήθελα λοιπόν να βρεθώ επί σκηνής με όλους αυτούς τους μουσικούς, είτε βρίσκονται στο απόγειο μιας διεθνούς καριέρας όπως η Lisette Oropesa την οποία θαυμάζω απεριόριστα, είτε τυχαίνει μόλις να ξεκινούν το μουσικό τους ταξίδι. Σημασία για εμένα έχει η πρόθεση, η κατεύθυνση, ο λόγος που καθένας διαλέγει να κάνει μουσική.

Περιγράψτε μας τη μέχρι σήμερα πορεία σας στη μουσική. Υπήρξαν επιρροές καθοριστικές θετικές ή αρνητικές; Ξεκίνησα στο ωδείο με σπουδές πιάνου και θεωρητικών, με σκοπό κάποια στιγμή να συνθέτω μουσική για κινηματογράφο, πράγμα το οποίο και σπούδασα στο Λονδίνο. Πάνω στη φοίτησή μου εκεί στο πανεπιστήμιο του Kingston, πετυχαίνω ενα σεμινάριο διεύθυνσης ορχήστρας το οποίο και παρακολουθώ σαν ακροάτρια, απολύτως αποσβολωμένη. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ με αυτό που είδα και φαινομενικά το άφησα πίσω μου χωρίς να του δώσω ιδιαίτερη σημασία. Εντελώς υποσυνείδητα όμως νομίζω οτι αυτό το γεγονός κινούσε μέσα μου γρανάζια για αρκετό καιρό, μέχρι το 2008. Τότε, σχεδόν μηχανικά και χωρίς καθόλου σκέψη βρίσκομαι στην τάξη διεύθυνσης ορχήστρας του Λουκά Καρυτινού, η επιρροή του οποίου υπήρξε καθοριστική. Η σπουδή της διεύθυνσης ορχήστρας είναι ένα ολόκληρο κεφάλαιο από μόνη της με σκληρή μελέτη, αφοσίωση, σεμινάρια. Για να μην τα πολυλογώ, κάπως έτσι τελειώνω τις σπουδές μου, αρχίζω να εργάζομαι ως αρχιμουσικός και φτάνουμε ως το σήμερα.

Γιατί χρειάζεται η μουσική παιδεία; Είναι πολυτέλεια ή ανάγκη;
Είναι ανάγκη και μάλιστα ανώτερη, αφού για όποιον την επιλέξει ως τρόπο ζωής μπορεί να αποτελέσει μέσο αυτοπραγμάτωσης. Όμως και σε ένα άλλο επίπεδο, όχι αυτό του τρόπου ζωής, η ενασχόληση με κάποιο μουσικό όργανο ιδίως σε μικρές ηλικίες, αναγκάζει τον εγκέφαλο να αναπτύξει νευρώνες που διαφορετικά δεν θα μπορούσε να αναπτύξει. Έτσι ενα παιδί μπορεί για παράδειγμα να αντιληφθεί ευκολότερα τα μαθηματικά ή να αρθρώσει καλύτερο λόγο. Κι επιπρόσθετα, το να παίζει ή να τραγουδά κανεις σε ένα μουσικό σύνολο συμβάλλει στην ομαλή κοινωνικοποίηση και συναισθηματική ισορροπία του. Δεν είναι τυχαίο που οι μαθητές των μουσικών σχολείων δείχνουν να έχουν ανεπτυγμένη συναισθηματική ωρίμανση και χαμηλό ποσοστό βίαιης συμπεριφοράς.
Στους ενήλικες δε, ένας από τους πολλούς τρόπους με τους οποίους η μουσική επιδρά στον ψυχισμό μας είναι χρησιμοποιώντας μοτίβα τα οποία μας παρουσιάζει τακτοποιημένα σε μια σειρά. Από την άλλη η ζωή πολλές φορές μας φέρνει πράγματα τα οποία καλούμαστε καθημερινά να ενσωματώσουμε ομαλά στην πραγματικότητά μας. Η μουσική είναι η μόνη τέχνη η οποία μας περιγράφει πως να στοιχειοθετούμε το άγνωστο έτσι ωστε να ισορροπεί με το οικείο, και γι’ αυτό είναι για εμένα η ανώτερη των τεχνών.

Υπάρχουν Έλληνες αξιόλογοι μουσικοί, με μουσική κατάρτιση και γνώσεις; Φυσικά, και μάλιστα πολλοί. Θα τους βρει κανείς στις συμφωνικές μας ορχήστρες και στην Εθνική μας Λυρική Σκηνή, το έργο των οποίων εύχομαι να είμαστε σε θέση να απολαμβάνουμε και πάλι από κοντά πολύ σύντομα. Θα τους βρει κανείς να διαμορφώνουν σύνολα μουσικής δωματίου και να δίνουν συνεχώς συναυλίες σε Ελλάδα και εξωτερικό. Πολλοί άλλοι δε, στελεχώνουν δυνατούς πολιτιστικούς οργανισμούς του εξωτερικού. Όποιο πρόγραμμα όπερας ή συμφωνικής ορχήστρας στην Ευρώπη κι αν έχω ανοίξει, έχω δει μέσα ελληνικά ονόματα. Όλοι οι παραπάνω είναι μουσικοί οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί για τουλάχιστον 12 χρόνια πάνω στο μουσικό τους όργανο, με συμμετοχές σε διεθνή σεμινάρια και διαγωνισμούς, είναι πλήρως καταρτισμένοι στο αντικείμενό τους και φυσικά γνωρίζουν καλά την παγκόσμια μουσική φιλολογία.

Ποια είναι τα μελλοντικά μουσικά σας σχέδια; Στην παρούσα φάση, θα ευχόμουν απλά να μπορώ να γυρίσω στη γνώριμη καθημερινότητά μου. Θα ήθελα δηλαδή να μην ακυρωθούν κι άλλες προγραμματισμένες εμφανίσεις μου λόγω της πανδημίας, να επιστρέψω σύντομα στους μαθητές μου και επίσης να ξαναδώ κοντινούς μου ανθρώπους χωρίς τον φόβο εξάπλωσης του ιού. Από εκεί και πέρα, οραματισμοί υπάρχουν πολλοί και αυτό που μπορώ να πω προς το παρόν είναι οτι περιλαμβάνουν νέους μουσικούς.

Βιογραφικό
Η Κάτια Μολφέση γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε αρχικά πιάνο και θεωρητικά, έπειτα έκανε μεταπτυχιακό σύνθεσης για κινηματογράφο και τηλεόραση στο Kingston University του Λονδίνου. Φοίτησε με υποτροφία στην τάξη διεύθυνσης ορχήστρας του αρχιμουσικού Λουκά Καρυτινού στο Ωδείο Αθηνών απ’ όπου πήρε δίπλωμα διεύθυνσης ορχήστρας με έπαινο, ενώ έχει παρακολουθήσει διεθνή σεμινάρια τελειοποίησης σε μουσικές ακαδημίες της Ευρώπης με σημαντικούς μαέστρους.
Έχει διευθύνει ορχήστρες και μουσικά σύνολα σε πολυάριθμα ελληνικά φεστιβάλ συμπεριλαμβανομένου και του Φεστιβάλ Αθηνών, ενώ συνεργάζεται με ορχήστρες όπως μεταξύ άλλων την Συμφωνική της ΕΡΤ, την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ, την Συμφωνική Ορχήστρα Δήμου Αθηναίων και την Εθνική Λυρική Σκηνή. Στο εξωτερικό έχει διευθύνει την Συμφωνική του Karlovy Vary, την Φιλαρμονική της Βόρειας Τσεχίας και την Συμφωνική MAV της Βουδαπέστης. Συναυλίες και παραστάσεις της αποσπούν συχνά ευνοϊκές κριτικές από τον Τύπο.
Εχει διευθύνει έργα σημαντικών Ελλήνων συνθετών, αρκετά εξ’ αυτών σε πανελλήνια πρεμιέρα.
Το καλοκαίρι του 2018 διηύθυνε την χορωδία που δημιουργήθηκε από το Κέντρο Εκπαίδευσης και Αποκατάστασης Τυφλών, το οποίο πραγματοποίησε ευρωπαϊκό πρόγραμμα Erasmus+ (Μαθησιακή κινητικότητα ατόμων-Κινητικότητα νεολαίας) με τον τίτλο “Music Key” με μουσικό και διαπολιτισμικό χαρακτήρα.
Από το 2013 εργάζεται τακτικά ως αρχιμουσικός στην Εθνική Λυρική Σκηνή έχοντας λάβει μέρος σε πολλές παραγωγές όπερας και έχοντας συνεργαστεί με σολίστες και σκηνοθέτες διεθνούς αναγνώρισης.
Διδάσκει πιάνο, θεωρητικά και χορωδία στο Ωδείο Πειραιώς του Πειραϊκού Συνδέσμου.