Ζεϊμπέκικο: Ένας χορός αρχαιότερος του χρόνου

Αρθρογραφεί ο ζωγράφος Σάντι Νικολαρέας

Φιλότιμο, μια καθαρά ελληνική λέξη, χαρακτηρίζει έναν ολόκληρο λαό, το ίδιο και η λέξη φιλοξενία, αρχαία όσο και οι πέτρες που καίγονται κάτω από αυτόν τον ίδιο ήλιο χιλιάδες χρόνια και την ίδια θάλασσα που σμιλευει τις ακτές.
Ελιά! Ευλογημένο δένδρο, αγαπημένο από τους θεούς, και τον Θεάνθρωπο Χριστό μαζί με το αμπέλι που βγάζει το κρασί και το χρυσό στάρι που έθρεψε με ψωμί γλυκό κάθε φτωχό! Αλάτι! Η πηγή της ζωής, ή νοστιμιά, συστατικό κι εκείνο αυτής της “πέτρινης” πατρίδας.

Μα δεν είναι μόνο αυτά η Ελλάς, είναι πολλά ακόμα που αρκετά βιβλία χρειάζονται για να εξηγήσουν, σε ένα μόνο θα σταθώ απόψε, στο χορό.
Αρχαίος και αυτός σαν τους Έλληνες, και οι χοροί πολλοί, για κάθε ευκαιρία, χαράς, νίκης, ήττας, γάμου, μα και πένθους, Ναι! Πένθους, γιατί στην αρχαιότητα όταν έθαβαν τους ήρωες τους οι Έλληνες χορεύανε.
Μπορεί να σας ακούγεται παράξενο σύμφωνα με τα τωρινά ήθη, μα τότε ο κάθε οπλίτης τιμούσε τον νεκρό χορεύοντας γύρω από την πυρά κρατώντας με τα δόντια το σπαθί του. Τον χορό αυτό τον χόρευαν οι Θράκες στρατιώτες του μεγάλου Αλεξάνδρου, και είναι ο ίδιος που σήμερα αποκαλούμε ώς ζεϊμπέκικο. Πολλά μπορούν να γραφτούν για την ετυμολογία του ονόματος αυτού του χορού που διεκδικεί και το τάγμα των Ζεϊμπέκων, μιας μειονότητας της Προυσας και του Αιδινιου της Μικράς Ασίας, μα όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος: “Η λέξη Ζεμπέκος παράγεται από την αρχαία Θρακική λέξη μπούκο που προερχόμενη από την φρυγική λέξη βέκος σημαίνει βούκα=μπουκιά η οποία με πρώτο συνθετικό την κλητική του Ζεύς, Ζευ, παράγει τη λέξη Ζεϊμπέκηδες, επίσης θεωρεί ότι συμβολίζει κατά κάποιο τρόπο μια αναζήτηση για την ένωση του πνεύματος με το σώμα, του θεού με τον άνθρωπο και χορευόταν στην απώτερη αρχαιότητα προς τιμήν της Κυβέλης της μητέρας θεάς, sic”.

Ο ζεϊμπέκικος ως παλιός χορός θεωρούταν αυστηρά ανδρικός γι’ αυτό και ορισμένες φορές αποκαλείται, εξαιτίας των χορευτικών του κινήσεων από άνδρες, ως “χορός του αετού”. Αυτό ίσχυε τα παλιά τα χρόνια και είναι λανθασμένη αντίληψη γιατί στα αρχαία χρόνια έχουμε μαρτυρίες ότι τον χόρευαν και οι ίδιες οι μητέρες και οι σύζυγοι στις κηδείες των σκοτωμένων στο πόλεμο αντρών τους. Στη σύγχρονη εποχή χορεύεται και από γυναίκες με μεγάλη μάλιστα αξιοπρέπεια.
Είναι ένας χορός που δεν διδάσκεται, δεν έχει βήματα και εκτελείται σε μια συνεχόμενη κυκλική διαδρομή μόνο με φιγούρες.
Τεχνικά μιλώντας ο ρυθμός ακολουθεί το βυζαντινό μέτρο που είναι στα 9/8, ενώ η συνηθισμένη ρυθμική του διάταξη είναι: 2/8+2/8+2/8+3/8 ή 4/8+2/8+3/8.

“Ο Τούρκος περιηγητής και συγγραφέας Εβλιά Τσελεμπί (Evliya Çelebi) υποστηρίζει πως ο «ζειμπέκικος είναι χορός σύνθετος που συνδυάζει στοιχεία και από άλλους χορούς: τον τσάμικο και ιδίως τον καλαματιανό. sic”

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του είναι ότι ο συγκεκριμένος χορός δεν χρειάζεται μεγάλο χώρο, ένα ίσως τετραγωνικό μέτρο είναι αρκετό, φτάνει να υπάρχει “ψυχη”, δεν χρειάζεται να υπάρχει ταλέντο, ο καθένας αυτοσχεδιάζει αυτό που του ορίζει η μουσική και οι αναμνήσεις του πόνου του.
Ως ιδιόρρυθμος εννεάσημος χορός έχει διαφορετικές μουσικές οργανώσεις και ποικίλλει ανάλογα με το θεματικό περιεχόμενο, τον χώρο προέλευσης και τη χρονική περίοδο που δημιουργήθηκε.
Μα δεν θα σας κουράσω άλλο με εγκυκλοπαιδικες λεπτομέρειες.

Ο ίδιος θέλω να σταθώ σε εκείνο που σας ανέφερα παραπάνω, στη ψυχή, και στον ιδιαίτερο πόνο της μνήμης, εκείνου ακριβώς του περιστατικού που ο στίχος και η μουσική πυροδοτεί στον ακροατή και τον σηκώνει να χορέψει, λάθος, όχι να χορέψει μα να αποδώσει με τον χορό του φόρο τιμής στην συγκεκριμένη ανάμνηση του πόνου του, της πληγωμένης του ψυχής.
Αυτό είναι το μεγαλείο του χορού αυτού, ότι δεν χρειάζεται να είναι κανείς χορευτής για να τον εκφράσει, χρειάζεται μόνο να νοιώθει, να έχει ψυχή!
Όταν αποφασίσει κάποιος ή κάποια να χορέψει, πρέπει όλοι οι γύρω να σεβαστούν την επιθυμία του ατόμου που αποφάσισε να χορέψει τις μνήμες του, πρέπει όλοι να αποσυρθούν από το σημείο του χορού και να αφήσουν το άτομο να εκφραστεί ελεύθερα.

Ο “Ζεϊμπέκης”, θα χορέψει μόνος του καθ’όλη τη διάρκεια του μουσικού κομματιού, έχοντας τα χέρια προτεταγμενα και τις παλάμες όρθιες, εμποδίζοντας την είσοδο αλλού ατόμου στον χορό. Είναι λανθασμένη η κίνηση των χεριών σε κλειστή παλάμη χτυπώντας τα δάχτυλα να παράγουν ήχους.
Οι υπόλοιποι μίας παρέας ή οι υπόλοιποι θαμώνες επιτρέπεται να βρίσκονται σε κύκλο γύρω από τον χορευτή ενθαρρύνοντας τον να εκφράσει την ψυχή του.
Επίσης ο χορός αυτός είναι πένθιμος, εκφράζει πόνο, δεν είναι πρέπον να τον γελοιοποιούν, πετάγοντας γαρύφαλλα ή ανοίγοντας σαμπάνιες.
Το ίδιο και ο χορευτής, σέβεται τον εαυτό του και τους άλλους κοιτάζοντας χαμηλά το πάτωμα.
Στο τέλος του χορού δεν επιτρέπονται χειροκροτήματα, δεν ήταν κάποιος χορός επίδειξης ικανότητων.

Αλήθεια έτσι χορεύεται αυτός ο αρχαίος χορός που μπορεί να χορέψει ο καθείς, με εννιά απανωτά βήματα, χωρίς φιοριτούρες και φιγούρες εντυπωσιασμού. Τόσο απλά μα παλικαρίσια έτυχε να παρατήρησω νεαρός ακόμα τον γέρο δασκάλο μου Γιάννη Τσαρούχη να σηκώνεται και να χορεύει σέρνοντας τα πόδια του μέσα από την ψυχή του ένα τραγούδι της Σωτηρίας Μπελου, όχι σε κάποιο κέντρο της παραλίας μα σε ένα ταπεινό καφενείο της Βαρβάκειου αγοράς, κι ήταν πραγματικά σα να χορεύε ένας γέρικος περήφανος αετός, στιγμές που θα μείνουν αλησμόνητες.

Κάτι παρόμοιο βίωσα και με τον άλλο δάσκαλο μου, τον Γιαννιώτη Θέμο Μα’ι’πα, αλκοολικός, μεθυσμένος, λίγο πριν ο νους του να έβρισκε την λήθη, σηκώνονταν τρεκλιζοντας από το ψηλό σκαμπό του μπαρ, ενός μπαρ κάτω από το Λυκαβηττό, και χόρευε τον πόνο και τις αδυναμίες της ζωής του, μέχρι ενός τραγικού πρωινού που τον βρήκαμε νεκρό μέσα στο αυτοκίνητο του, χορτάσμενο από το πιοτό, την ζωή, τους ατελέσφορες έρωτες, και τους εφιάλτες του.

Προφανώς τον χορό αυτό αλλιώς τον βιώνουν οι νεαροί στα χρόνια και αλλιώς οι ώριμοι της ζωής. Αλλοίμονο μου γερναω, πολλές οι αναμνήσεις που συγκεντρώνονται, πολλοί και εκείνοι που έφυγαν από την ζωή, αυξάνουν τον πόνο, αυτό της μνήμης, και όσο περνούν τα χρόνια με βρίσκω μόνο να χορεύω κι ο ίδιος συχνά τα “σεκλέτια” μου, όχι φανερά σε νυχτερινά κέντρα, μα μόναχικα χωρίς μάρτυρες να βλέπουν την αδυναμία μου, στο στούντιο μου, σε κάποια παραλία έρημη, μια φορά έτυχε κάτω από την Ακρόπολη ένα ξημέρωμα, κάτι θλιβερό να σκεφτώ από το παρελθόν, φόρεσα τα ακουστικά μου, άνοιξα την ένταση του ήχου, άπλωσα τα χέρια, άνοιξα τις παλάμες και κυκλικά άρχισα να περπατώ στον ρυθμό κλαίγοντας αυτά που έχασα μα και αυτά που κέρδισα με τόσο κόπο.
Ζεϊμπέκικο, ο χορός της ψυχής, ο χορός κάθε ανθρώπου που έχει πονέσει, γι αυτό την επόμενη φορά που θα σηκωθείτε να τον χορέψετε να θυμάστε πάντα πως είναι ένας περήφανος ιερός, μυστικός, αετησιος χορός και πρέπει να αντιμετωπίζεται με ενσυναίσθηση και όχι με χορευτικά τερτίπια.

Σαράντος Νικολαρέας, ζωγράφος.