Γλώσσα, Τοπικοί και Ξενικοί Ιδιωματισμοί

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]

Ιδιωματισμοί ονομάζονται στερεότυπες αδόκιμες λέξεις ή φράσεις που απαντώνται σε συγκεκριμένες τοπικές ή κοινωνικές διαλέκτους (κοινές γλώσσες). Χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδιωματισμού είναι η εκτεταμένη χρήση της αιτιατικής πτώσης που παρατηρείται σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας και βεβαίως έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους επίσημους κανόνες γραμματικής της Ελληνικής. Από την άλλη πλευρά, μερικές ιδιωματικές φράσεις δεν γνωρίζουν γεωγραφικά σύνορα και χρησιμοποιούνται, αν και σημασιολογικά και πραγματολογικά αδόκιμες, μεταφορικά. Για παράδειγμα, η φράση «βρέχει καρεκλοπόδαρα», η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια εντονότατη βροχόπτωση, δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες περιοχές ή πόλεις. Ομοίως και για άλλες φράσεις όπως «δουλεύω σαν το σκυλί», που σημαίνει ότι κανείς δουλεύει ακατάπαυστα και με μεράκι, «ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι», δηλαδή η υπομονή έχει εξαντληθεί κλπ. Μια ιδιαίτερη κατηγορία ιδιωματισμών είναι οι ξενικοί ή αλλιώς ξενόφερτοι ιδιωματισμοί. Πρόκειται στην ουσία για μεμονωμένες λέξεις ή και ολόκληρα λεκτικά σύνολα που χρησιμοποιούνται στην καθομιλουμένη, ωστόσο είναι αλλόγλωσσης προελεύσεως, προερχόμενα πλειοψηφικά από την Αγγλική. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η προσφώνηση «μπρο» (αρχική λέξη “bro” – “brother”) μεταξύ αδελφών και αδελφικών φίλων, καθώς επίσης και η λέξη «τάιμιγκ» (αρχική λέξη “timing” – “time”), που σημαίνει το χρονικό σημείο ενός γεγονότος ή μιας πράξης. Ειδικότερα στην Ελληνική καθομιλουμένη μπορεί να προσέξει κανείς ξενικούς ιδιωματισμούς από ένα ευρύτατο φάσμα αλταϊκών και ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, π.χ. «καρντάσι» (αρχική λέξη “kardash”, τουρκικής προελεύσεως, που σημαίνει «αδελφός», είτε με την έννοια του ανθρώπου με τον οποίο μοιραζόμαστε την ίδια μητέρα είτε του ανθρώπου με τον οποίο είμαστε αδελφικοί φίλοι, κολλητοί), «κλάιν μάιν» (αρχική φράση “klein mein”, γερμανικής προελεύσεως, χρησιμοποιούμενη για να καταδείξει πως κάτι μας είναι αδιάφορο, δεν μας απασχολεί καθόλου). Μια απλή σχετική αναζήτηση στο διαδίκτυο μπορεί να εμφανίσει δεκάδες διαφορετικών αποτελεσμάτων. Ωστόσο, σε άλλες θεωρούμενες ως «ισχυρές» γλώσσες δύσκολα θα βρει κανείς στερεότυπες φράσεις, «αργκό», προερχόμενες από την θεωρούμενη ως «ανίσχυρη» Ελληνική. Σε αντίθεση με τις επίσημες γλώσσες που έχουν δανειστεί έναν σεβαστό αριθμό ελληνικών πρωτογενώς ορολογιών. Ποια είναι τελικά όμως η επίδραση των ιδιωματισμών, τοπικών και ξένων, στη γλώσσα μας; Τι λογής κινδύνους ενδέχεται να ενέχουν για την επικοινωνιακή αρτιότητά της και τη συντακτική ορθότητα των προτάσεών της; Είναι πράγματι τόσο αναγκαίο να εκλείψουν τελείως από την καθομιλουμένη όσο ισχυρίζονται κάποιοι;

Αυτοί που θα λέγαμε πως «έχουν πολεμήσει στην πρώτη γραμμή» για τον περιορισμό στο ελάχιστο αν όχι και για την πλήρη εξαφάνιση των ξενόφερτων ειδικά ιδιωματικών φράσεων είναι οι φιλόλογοι. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα εγχείρημα που είχε ξεκινήσει ήδη από την περίοδο του εθνικού αναβρασμού που επρόκειτο να οδηγήσει το 1821 στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα, οπότε και είχε τεθεί μεταξύ άλλων το γλωσσικό ζήτημα στο πλαίσιο της εκπαίδευσης των υπόδουλων Ελληνόπουλων. Πιο συγκεκριμένα, ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), ο εκ των επιφανέστερων λογίων την περίοδο που το Έθνος μας πάσχιζε να ανακτήσει την επί σειρά ετών χαμένη ανεξαρτησία και αυτονομία του, είχε τονίσει στους συμπατριώτες του μέσα τόσο από τα έργα όσο και τις ομιλίες του τη σημασία που είχε να ξεκινήσει ο αγώνας για την απελευθέρωση από την παιδεία. Ο Κοραής οραματιζόταν μια γλώσσα απαλλαγμένη από ξενικά γλωσσικά στοιχεία με χαρακτηριστικά μάλλον καθαρεύουσας διαλέκτου. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις, ομοϊδεάτες του Κοραή, τόσο της εποχής του όσο και μεταγενέστεροι, λ.χ. Αχιλλέας Τζάρτζανος, Δημήτριος Βερναρδάκης, Κωνσταντίνος Δημαράς, κατηγορήθηκαν ανοιχτά, όπως και ο ίδιος, ότι επιχείρησαν να «θυσιάσουν» πάσα διάλεκτο στον «βωμό» της καθαρεύουσας, δημιουργώντας έτσι καθεστώς μονογλωσσίας μέσα στην ίδια γλώσσα. Εξ ου και διάφοροι ανεπίσημοι ειρωνικοί χαρακτηρισμοί που τους έχουν αποδοθεί κατά καιρούς, όπως “language nerds” (γλωσσικά σπασικλάκια) και “language freaks” (γλωσσικά φρικιά). Σήμερα δεν τίθεται πλέον κανένα θέμα επικράτησης της καθαρεύουσας και το ζήτημα θεωρείται λήξαν.

Μετριοπαθέστερη δείχνει να είναι η στάση των περισσότερων γλωσσολόγων απέναντι στην θέση των ιδιωματισμών παντός είδους μέσα στη γλώσσα. Σύμφωνα με την Επιστήμη της Κοινωνιογλωσσολογίας, τα ιδιώματα αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της γλωσσικής αυτονομίας καθεμιάς κοινωνίας. Ακόμα περισσότερο λειτουργούν σαν παράγοντας ενότητας, ενισχύοντας με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο το αίσθημα ότι οι ομιλούντες αυτά ανήκουν κάπου, αποτελούν μέλη μιας ευρύτερης ομάδας. Επομένως, το να απαρνηθεί κανείς τα ιδιώματα του τόπου του δεν διαφέρει ουσιαστικά από το να απαρνηθεί μια ιδιαίτερη πολιτισμική παράδοση που, ενώ υφίσταται στον δικό του τόπο, δεν υιοθετείται στις υπόλοιπες γεωγραφικές περιοχές του ίδιου κράτους. Κοντολογίς, σύμφωνα με τους επιστήμονες του χώρου, η Πολιτεία έχει χρέος να προστατεύει και να αναδεικνύει επιμέρους διαλέκτους και ιδιώματα χωρίς τα οποία η κοινή γλώσσα θα ήταν φτωχότερη, μην διαφέροντας σχεδόν σε τίποτα από την καθαρεύουσα. Όπως επίσης και το ρεπερτόριο των ομιλητών θα ήταν λεξιλογικά πιο πενιχρό.

Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Σίγουρα το να υποχρεώναμε τους κατοίκους των διαφόρων περιοχών του έθνους μας να απαρνηθούν τους ιδιωματισμούς που καθιστούν τις γλωσσικές διαλέκτους τους μοναδικές δεν θα ήταν καθόλου καλή ιδέα. Ίσα ίσα που θα επανέφερε στο προσκήνιο την διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα και θα της προσέδιδε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Από την άλλη, δεν γίνεται και να επιτρέψουμε να διεισδύσουν τα ιδιώματα στη γλώσσα μας με φόρα και χωρίς κανένα μέτρο. Κάτι τέτοιο θα συγκρούονταν με μια απαράβατη αρχή της γλώσσας: η επίσημη γλώσσα, ή αλλιώς δημοτική, είναι αυτή που γέννησε τις επιμέρους διαλέκτους και τα ιδιώματα που πάνε μαζί τους. Αν λοιπόν αυτή χαθεί με το πέρασμα του χρόνου, όπως με μαθηματική ακρίβεια θα συμβεί αν η χρήση των ιδιωματισμών δεν επαναπροσδιοριστεί, δεν θα αργήσουν να «σβήσουν» και οι λοιπές διάλεκτοι. Και έτσι, ολόκληρη η γλώσσα, άρα και σύσσωμο το έθνος, θα εξαφανιστούν από τον παγκόσμιο χάρτη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και προκειμένου να περιορίσουμε την ανεξέλεγκτη χρήση των ιδιωματισμών χωρίς όμως να τους ακυρώσουμε στο 100%, θα μπορούσαμε να ξεκινούσαμε λαμβάνοντας υπόψιν τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν την στενή σχέση γλώσσας και κοινωνίας. Γενικά, οι ιδιωματικές φράσεις φημίζονται για τη χαλαρότητα που προσδίδουν στο ύφος και στο λόγο, ακριβώς επειδή είναι αδόκιμες και θεωρούμενες ως «αργκό». Δεδομένης αυτής της παραμέτρου, η απουσία τους -πρέπει να- είναι δεδομένη στις συνομιλίες με ιεραρχικά ανωτέρους (καθηγητές στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, αφεντικά στην δουλειά), καθώς επίσης και στα επίσημα γραπτά κείμενα (επιστολές προς δημάρχους και υπουργούς, ηλεκτρονικές αλληλογραφίες με καθηγητές και αφεντικά). Στην αντίπερα όχθη, με ποιες κοινωνικές ομάδες αισθανόμαστε τη μεγαλύτερη άνεση και οικειότητα; Προφανώς με στενά συγγενικά και φιλικά πρόσωπα. Στην επικοινωνία μας με αυτές τις κατηγορίες ανθρώπων, είτε σε γραπτή είτε σε προφορική μορφή, η παρουσία τοπικών και ξενόφερτων ιδιωμάτων, αν και όχι επιβεβλημένη, είναι θεμιτή, καθώς εξυπηρετείται έτσι η ανάγκη συναισθηματικής εγγύτητας με το πρόσωπο με το οποίο επικοινωνούμε. Όλα αυτά είναι κανόνες που ισχύουν μέσα σε άκρες από τότε που υπάρχουν ανθρώπινη γλώσσα και επικοινωνία, ασχέτως που δεν εφαρμόζονται πάντα έτσι όπως προβλέπονται.

Και, επιτέλους, ας πάψουμε να ανακυκλώνουμε στερεότυπα του τύπου «Είμαι επιστήμονας της γλώσσας, απαγορεύεται να καταφεύγω στη χρήση (ξενικών) ιδιωμάτων». Τέτοιας λογής αντιλήψεις είναι πεπαλαιωμένες και ξεπερασμένες. Η γλώσσα είναι ένα αγαθό που δόθηκε εξίσου σε όλους τους ανθρώπους και ως εκ τούτου όλοι οι άνθρωποι υπόκεινται στους ίδιους κατά περίπτωση γλωσσικούς περιορισμούς. Και ένας φιλόλογος και ένας γλωσσολόγος, ακόμα και ένας φιλόσοφος έχουν δικαίωμα να εμπλουτίζουν το λόγο τους με διαλεκτικά ιδιώματα, υπό την προϋπόθεση βεβαίως πως η γλωσσική περίσταση που καλούνται να αντιμετωπίσουν επιτρέπει κάτι τέτοιο. «Μέτρον ἄριστον» όπως διεμήνυε ο Κλεόβουλος ο Λίνδιος και τα ιδιώματα δεν αποτελούν εξαίρεση στον εν λόγω κανόνα.