«Ιστορίες φαντασμάτων»: Λευκάδιος Πάτρικ Χερν

Επιμέλεια: Εύα Πετροπούλου Λιανού
Συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας
Μετάφραση από το Kwaidan
HI Mawari Ηλιότροπιο

Στον κατάφυτο λόφο πίσω από το μεγάλο σπίτι ψάχναμε εγώ και ο Ρόμπερτ για τα νεράιδα_ δαχτυλίδια. Πολλοί Μύθοι και παραδόσεις έλεγαν ότι στο μεγάλο σπίτι στο λόφο, υπάρχουν πολλές νεράιδες και φυσικά θα βρίσκονται εκεί πολλά δαχτυλίδια.
Ο Ρόμπερτ είναι οκτώ ετών, ευγενικός και πολύ σοφός. Είμαι λίγο πάνω από  τα επτά και σέβομαι πολύ τον Ρόμπερτ.
      
Είναι μια  λαμπρή ζεστή μέρα του Αυγούστου. Και ο ο αέρας είναι γεμάτος με έντονες γλυκές μυρωδιές ρητίνης. Δεν βρίσκουμε νεράιδα, δαχτυλίδια, αλλά βρίσκουμε πάρα πολλά κουκουνάρια στο ψηλό γρασίδι … Λέω στον Ρόμπερτ την παλιά ουαλική ιστορία, ενός άντρα που πήγε για ύπνο, και χάθηκε, μέσα σε ένα δαχτυλίδι νεράιδων και  εξαφανίστηκε για επτά χρόνια και όταν βρέθηκε, δεν  έτρωγε, ούτε  μιλούσε, μονάχα όταν οι φίλοι του τον απελευθέρωσαν από τη μαγεία, ξαναβρήκε τον εαυτό του, την όρεξη του, τη μίλια του.
– Δεν τρώνε  παρά μόνο  σκουπίδια κι αποφάγια ξέρεις, είπε ο Ρόμπερτ. 
-Πως το ξέρεις? τον ρώτησα «Γκομπλινς», απαντά ο Ρόμπερτ.

Αυτή η αποκάλυψη με αφήσε χαζό και  έκπληκτο άκουγα την ιστορία του με δέος …
Ξαφνικά ο Ρόμπερτ αρχίζει να φωνάζει.
-Υπάρχει κάτι άγριο και μαλλιαρό ! – έρχεται στο σπίτι!  Και  τρέξαμε κατά το λόφο, για να δούμε αυτό το μαλλιαρό πλάσμα … Αλλά τι παράξενο, δεν μοιάζει καθόλου με αυτά τα μαλλιαρά τρομαχτικά πλάσματα! Δεν μοιάζει ούτε σε αυτά τα μαλλιαρά τρομαχτικά
πλάσματα των εικονογραφημένων βιβλίων.
Ένας γεμάτος, απρόσεκτος κολπίσκος, με μαύρα τολμηρά μάτια κάτω από τα μαύρα φρύδια. Μοιάζει περισσότερο με πλινθόκτιστη καλύβα από καλάμια – και τα ρούχα του είναι από ύφασμα κοτλέ! Αναρωτιέστε εάν πρόκειται να μιλήσει στα Ουαλικά; μουρμούρισε  στον Ρόμπερτ Νιώθω πολύ απογοητευμένος για να κάνω παρατηρήσεις. Ένας μουσικός  παίζει την άρπα του, αφού τοποθέτησε αυτό το τεράστιο όργανο μπροστά στην πόρτας μας, αρχίζει να ακουμπάει  όλες τις χορδές, κι αυτές αρχίζουν να χτυπούν όταν τις αγγίζει άκομψα με τα βρώμικα δάκτυλα του.

Καθαρίζει το λαιμό του με ένα είδος θυμωμένου γρυλίσματος και αρχίζει  να τραγουδάει. Πιστέψτε με, αν όλα αυτά τα κρίνετε γοητευτικά δεν τα βρίσκω διόλου. Ούτε τα βλέπω και με καλό μάτι. Η προφορά, η στάση, η φωνή, όλα με γεμίζουν με ναυτία. Με απωθεί και με σοκάρει αυτή η χυδαία φωνή. Και με μια αίσθηση ανακούφισης, θα ήθελα  να φωνάξω δυνατά. «Δεν έχετε κανένα δικαίωμα να τραγουδάτε αυτό το τραγούδι! Γιατί το έχω ακούσει να το τραγουδάει ένα πολύ αγαπητό και ταλαντούχο πρόσωπο στη  δουλειά μου.
-Είστε φάλτσος. Το γεγονός ότι αυτός ο αγενής, ο χονδροειδής άνθρωπος  τόλμησε να τραγουδήσει, με ενόχλησε. Το θεώρησα σαν κοροϊδία με θύμωσε. Αλλά μόνο για μια στιγμή!
Με την συνεχή προφορά των συλλαβών αυτών, τη μουσική, αυτή τη τόσο βαθιά, και μια ζοφερή φωνή που ξαφνικά άρχισε να μετατρέπεται σε μια τρεμουλιαστή τρυφερή φωνούλα που στην αρχή ήταν απερίγραπτη, και μετά έγινε μια θαυμάσια φωνή που άξιζε να την ακούς  συγχωνεύτηκε  με υπέροχους τόνους και άρχισε να ακούγεται μια  υπέροχη συγχορδία μαζί με την άρπα που συνόδευε το τραγούδι. Πριν λίγο, είχα  μια αίσθηση ενοχλητική σε αντίθεση με τώρα… Νόμιζα ότι κάτι είχε κάτσει στο λαιμό του. Τι μαγεία έχει χρησιμοποιήσει; Τι μυστικό βρήκε αυτός ο σκανδαλώδης άνθρωπος του δρόμου; Και  πήρε τη μορφή ενός τραγουδιστή που άρχισε να κάνει ότι βρισκόταν γύρω του να τρεμοπαίζει και το σπίτι, και το γκαζόν, και ότι άλλο, βρισκόταν εκεί γύρω μας άρχισαν να χορεύουν. Ωστόσο, ενστικτωδώς άρχισα να φοβάμαι αυτόν τον άνθρωπο.
Ξαφνικά άρχισα να νιώθω μίσος και βρήκα  τον εαυτό μου  διακατέχεται από θυμό και ντροπή, λόγω της δύναμής που ασκούσε αυτός ο άντρας και μπορούσε να με κάνει να συμπεριφέρομαι έτσι …
-Σε έκανε να στεναχωρηθείς και να κλάψεις παρατήρησε με συμπόνια ο Ρόμπερτ, καθώς ο άνθρωπος πήρε τα έξι σεντς που του έδωσαν για το τραγούδι του και χωρίς να πει  ευχαριστώ απομακρύνθηκε … «Αλλά νομίζω ότι πρέπει να είναι τσιγγάνος. Οι τσιγγάνοι είναι κακοί άνθρωποι – και είναι μάγοι …
-Ας πάμε μια βόλτα στο δάσος, πρότεινε ο Ρόμπερτ και τον ακολούθησα.

Σκαρφαλώσαμε στα πεύκα, και βυθιστήκαμε πάνω στο γρασίδι με τον ήλιο, να μας ζεσταίνει τα πρόσωπα και κοιτάζαμε την πόλη και τη θάλασσα για ώρες. Αλλά δεν τολμούσαμε να παίξουμε όπως πριν: νομίζω ότι κάποιος μας έκανε μαγεία. Το ξόρκι αυτού
του τσιγγάνου ήταν ισχυρό και στους δύο μας. Δε γελούσαμε, δε νιωθαμε ξενοιασιά … Ίσως ήταν ένα ξωτικό, ένα goblin, τόλμησα να πω, ή μια νεράιδα; 
-Όχι, είπε ο Ρόμπερτ, μόνο ένας τσιγγάνος ήταν. Αλλά κι αυτός είναι σχεδόν τόσο κακός. Κλέβουν παιδιά, ξέρεις…
-Τι θα κάνουμε αν έρθει εδώ;  ξαφνικά τρόμαξα με  την κατάστασή που βρισκόμασταν. Μόνοι μας, στο δάσος. 
-Ω, δεν θα τολμούσε, απάντησε ο Ρόμπερτ, όχι στο φως της ημέρας, ξέρεις …Φοβούνται το φως του ήλιου.. Χθες, κοντά στο χωριό Takata, παρατήρησα ένα λουλούδι που οι Ιάπωνες το ονομάζουν, σχεδόν με το ίδιο όνομα όπως και εμείς: Himawari, το  ηλιοτρόπιο και  μετά από ένα διάστημα σαράντα ετών περίπου  ενθουσιάστηκα με τη φωνή αυτής της περιπλάνησης. Καθώς το  ηλιοτρόπιο γύρισε το κεφάλι του προς τον Ήλιο κι άνοιξε το λουλούδι του, όπως όταν ο άνθρωπος στρέφει το βλέμμα του, προς  τον Θεό, παίρνει δύναμη και προχωράει.

Και πάλι, είδα τον ήλιο να εναλλάσσεται με τα σύννεφα και να δημιουργεί σκιές, σε εκείνο τον μακρινό λόφο της Ουαλίας, και ο Ρόμπερτ για μια στιγμή στάθηκε πάλι δίπλα μου, με το πρόσωπο του να μοιάζει αθώο και λευκό, σαν μιας γιαπωνέζικης κούκλας και οι παράξενες χρυσές  χρυσές μπούκλες του αντανακλούν πιο πολύ φως.Ψάχναμε για νεράιδο-δαχτυλιδια. Αλλά, παρατηρούσα την μορφή του Ρόμπερτ κι όλα αυτά που υπήρχαν, από τον παλιό Ρόμπερτ, πρέπει εδώ και πολύ καιρό να είχαν υποστεί μια θαλάσσια αλλαγή και αυτός ειχε μεταμορφωθεί σε κάτι πλούσιο και παράξενο. Μεγαλύτερη αγάπη δεν υπάρχει σε κανέναν άνθρωπο από αυτή την αρετή. Ότι ένας άνθρωπος μπορεί να δώσει ακόμη και τη ζωή του για τον φίλο του …

Λευκάδιος Πάτρικ Χερν
Μετάφραση Εύα Πετροπούλου  Λιανού
Ιαπωνικός μύθος

polismagazino.gr