Συνέντευξη του Γιάννη Γλύκα στη Γιούλια Πομπόρτση για το μυθιστόρημά του, «Σκόνη στον Χρόνο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή
Οι προτάσεις σου όταν ξεκινάει η διήγηση είναι πολύ μικρές, οι διάλογοι κοφτοί και έχουν ένα συναισθηματικό λαχάνιασμα που δημιουργείται στον αναγνώστη για το πού θα οδηγηθεί η ιστορία μόλις ανοίξει το σεντούκι, αντίθετα στο δεύτερο κεφάλαιο αλλάζει η δομή της γραφής σου. Αυτό έγινε τυχαία ή σε οδήγησε κάποιος λόγος; Και αν ναι, ποιος είναι αυτός;
Ο λόγος που συνέβη αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι στο πρώτο κεφάλαιο βρισκόμαστε στο σήμερα, στην Αθήνα του 2020. Μια πόλη με ασφυκτικό ρυθμό, με έναν τρόπο ζωής συχνά απάνθρωπο, που δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα. Ήθελα λοιπόν οι προτάσεις μου να είναι μικρές και κοφτές ώστε να μεταφέρουν όντως αυτό το συναισθηματικό λαχάνιασμα και στον αναγνώστη, μέχρι να ανοίξει το «σεντούκι με τους κρυμμένους θησαυρούς» και να ξεκινήσει η πραγματική αφήγηση.
Άλλωστε, η «Σκόνη στον Χρόνο» είναι στην ουσία μια εγκιβωτισμένη αφήγηση· το πρώτο και το τελευταίο κεφάλαιο τοποθετούνται στο παρόν, ενώ ανάμεσά τους ξεδιπλώνεται όλη η ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ.
Γι’ αυτό και η γραφή αλλάζει· το δεύτερο κεφάλαιο σηματοδοτεί το πέρασμα στην πραγματική ουσία του βιβλίου, εκεί όπου ξεκινά η ερωτική ιστορία εποχής που με απασχόλησε και ήθελα να ζωντανέψω.
Όταν σχεδίαζες τους χαρακτήρες είχες υπόψιν σου να θίξεις τον τρόπο που ερωτεύεται ένας άντρας και μία γυναίκα; Σίγουρα είναι διαφορετικός. Πιστεύεις ότι τελικά σε αυτό που ονομάζουμε μοιραίος έρωτας υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση στα δύο φύλα;
Ναι, ήθελα συνειδητά να αναδείξω αυτό το δίπολο. Πιστεύω πως ο τρόπος που ερωτευόμαστε, άντρες και γυναίκες, είναι διαφορετικός και ταυτόχρονα ίδιος. Υπάρχουν πολλά κοινά σημεία ανάμεσα στους ήρωες μου, είτε μιλάμε για τον Δημήτρη, είτε για την Αριάδνη ή την Αμαλία· στο πώς βιώνουν τον έρωτα, στο πώς παραδίδονται σε αυτόν. Όμως, την ίδια στιγμή, αναδεικνύονται και μεγάλες διαφορές στις σκέψεις και στις πράξεις τους. Ο Δημήτρης, για παράδειγμα, αντιδρά διαφορετικά· κουβαλά μέσα του μια άλλη εσωτερική λογική.
Και τελικά, τα δίπολα έχουν πάντα ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον· εκεί, ανάμεσα στις αντιθέσεις, κρύβεται συχνά η αλήθεια των ανθρώπων.

Η ηρωίδα σου που δε θα κατονομάσω ποια είναι είχε μια τραγική ερωτική εμπειρία που της άφησε μια καρδιά ανίκανη να αγαπήσει. Πόσο έντιμο θεωρείς να γίνεσαι αργότερα αποδέκτης ενός μονόπλευρου έρωτα, όταν γνωρίζεις τη συναισθηματική σου αναπηρία; Πόσο επιβαρυντικό είναι να δημιουργείς παράπλευρες απώλειες στους άλλους;
Είναι πολύ δύσκολο να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου όταν γνωρίζεις πως δεν μπορείς – ή, έστω, πως είναι πολύ δύσκολο να ξαναγαπήσεις. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές μορφές αγάπης, και πιστεύω πως η ηρωίδα μου τελικά βρήκε τον τρόπο να «αγαπήσει» ξανά. Δεν μου αρέσει να ηθικολογώ· ήθελα οι ήρωες μου να περνούν μέσα από τέτοιες δύσκολες ζυμώσεις της ψυχής.
Όταν κουβαλάς μέσα σου μια συναισθηματική αναπηρία, ή, όπως θα έλεγα εγώ, ένα βαθύ συναισθηματικό τραύμα, κάθε νέα σχέση που δημιουργείς έχει εξαρχής μια ανισορροπία. Δεν είναι εύκολο να το παραδεχθείς, ούτε να το διαχειριστείς.
Στο βιβλίο, η συγκεκριμένη ηρωίδα δεν μπορεί (πια) να δώσει αυτό που δεν έχει. Και ναι, αυτό προκαλεί παράπλευρες απώλειες, αλλά όχι τόσο στους άλλους, όσο στην ίδια. Γιατί, στο τέλος, εκείνος που δεν μπορεί να ανταποδώσει αυτά που λαμβάνει, πληγώνεται εξίσου βαθιά.
Το όνομα Αριάδνη το επέλεξες τυχαία ή όπως και στο μίτο είναι το σύμβολο της σωτηρίας του αρσενικού που χάνεται στον συναισθηματικό του λαβύρινθο;
Το όνομα Αριάδνη είναι (χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο) το αγαπημένο μου γυναικείο όνομα. Μου αρέσει η «μουσική» του, ο τρόπος που ακούγεται, αλλά και η ιστορία που κουβαλάει. Έχει μέσα του κάτι από φως και σκοτάδι, κάτι μυστηριώδες.
Κι όμως, όσο κι αν στην αρχή δεν το είχα επιδιώξει συνειδητά, η Αριάδνη της ιστορίας μου, με έναν σχεδόν μαγικό τρόπο, θα επιτελέσει τελικά και τον μυθικό της ρόλο, αυτόν της σωτηρίας του άνδρα μέσα από τον ψυχικό του λαβύρινθο.
Κατά τη ροή της διήγησης πολλές πληροφορίες από γεγονότα δίνονται καθώς οι ήρωες γίνονται παρατηρητές συζητήσεων από διπλανά τραπέζια και δωμάτια, χωρίς οι ίδιοι να συμμετέχουν. Ο σιωπηλός παρατηρητής αυτών που πραγματικά σε ενδιαφέρουν είναι η δική σου στάση ζωής ή ένας τρόπος για να παραθέσεις τα γεγονότα που εξυπηρετούν την ιστορία;
Είναι και τα δύο. Από τη μία, είναι ένας αφηγηματικός τρόπος για να φωτίζω γεγονότα χωρίς να τα «δείχνω» ευθέως, αφήνοντας τον αναγνώστη να γίνει κι εκείνος παρατηρητής. Από την άλλη, όσο μεγαλώνω, ναι, είναι και μια στάση ζωής.
Πάντα με γοήτευε ο ρόλος του σιωπηλού ακροατή και παρατηρητή· αυτού που στέκεται λίγο πιο πίσω, ακούει, καταγράφει, βλέπει και νιώθει, χωρίς απαραίτητα να συμμετέχει. Κάποιες φορές, μαθαίνεις περισσότερα όταν δεν μιλάς. Ίσως λοιπόν να είναι και ένας τρόπος να πω πως η σιωπή, όταν έχει περιέργεια, ευαισθησία και προσοχή, μπορεί να είναι πιο εύγλωττη από τον λόγο. Θέλω να είμαι ακροατής και παρατηρητής.
Δύο, ίσως και περισσότερες φορές στο βιβλίο χρησιμοποιείς την έκφραση «το χαμόγελο δεν έφτασε μέχρι τα μάτια του». Θεωρείς ότι το βλέμμα είναι η πύλη της ψυχής και ότι ένα χαμόγελο που δεν φτάνει στα μάτια είναι απλά μια υποκριτική στάση της κοινωνίας;
Είναι μια αγαπημένη μου φράση που όπως μου επισήμανε πριν λίγες μέρες η φίλη μου Ράνια Χιωτίνη (που ανήκει στην ομάδα των ελάχιστων αναγνωστών του 2ου βιβλίου μου) την αναφέρω και στο καινούριο πόνημα μου!
Ναι, το βλέμμα για μένα είναι η πύλη της ψυχής. Ένα χαμόγελο που δεν φτάνει στα μάτια λέει πάντα κάτι· συχνά περισσότερα από όσα λέει το ίδιο το χαμόγελο. Στο βιβλίο, η φράση αυτή εμφανίζεται εκεί που οι ήρωες φορούν μάσκες για να προσαρμοστούν, για να προστατευτούν ή απλώς για να επιβιώσουν μέσα στην κοινωνία. Δεν είναι πάντα υποκρισία· πολλές φορές είναι απλά ένας τρόπος να κρύψεις τον φόβο, την απογοήτευση ή τον πόνο σου.
Με ενδιαφέρει να αναδείξω αυτή την διαφορά ανάμεσα στο κοινωνικό μας πρόσωπο και την εσωτερική μας αλήθεια. Το χαμόγελο που δεν φτάνει στα μάτια είναι, τελικά, μια μικρή μαρτυρία της αλήθειας μας που προσπαθεί να κρυφτεί.
Οι μεγάλοι έρωτες που δε συνέχισαν μεταλλάσσονται σε ψυχολογικό και συναισθηματικό απόβλητο ή σε διαμάντι στην προθήκη της καρδιάς μας; Οι ήρωες σου αποκρύπτουν το παρελθόν τους στους νέους τους συντρόφους. Γιατί δημιουργείς αυτή τη δυσμενή συνθήκη; Είναι θέμα πλοκής ή χαρακτηριολογικά στοιχεία των ηρώων σου;
Νομίζω πως οι μεγάλοι έρωτες δεν εξαφανίζονται ποτέ εντελώς από μέσα μας· αλλά μεταλλάσσονται. Σπάνια, η μετάλλαξή τους μπορεί να τους προσδώσει μια παραμορφωτική ή αποκρουστική εικόνα. Τις περισσότερες φορές όμως, μένουν μέσα μας σαν ίχνη και αναμνήσεις, σαν κομμάτια μιας άλλης ζωής που τελικά μας διαμόρφωσαν ως το σήμερα.
Στους ήρωές μου, το παρελθόν που αποκρύπτεται από τους νέους συντρόφους δεν είναι απλώς θέμα πλοκής· είναι βαθιά χαρακτηριολογικό. Κάθε άνθρωπος κουβαλά τις προηγούμενες αγάπες του σαν κρυφά φορτία ή σαν θησαυρούς, και οι ήρωές μου δεν ξέρουν πάντα πώς να τα μοιραστούν.
Και, προσωπικά, δεν θεωρώ ότι χρειάζεται να τα μοιραστούν! Είναι δικά τους· και μόνο δικά τους.

Και μία μεταφυσική ερώτηση. Κάποια στιγμή γίνεται η σύλληψη ενός παιδιού στις πιο αντίξοες συνθήκες που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Πιστεύεις στη θεωρία που πρεσβεύει ότι επιλέγουμε τους γονείς μας πριν ενσαρκωθούμε;
Ως επιστήμονας που είμαι, αυτή είναι μια ερώτηση που με δυσκολεύει λίγο. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα σκεφτεί κάτι τέτοιο όταν έγραφα αυτή τη σκηνή. Η σύλληψη ενός παιδιού υπό τόσο αντίξοες συνθήκες ήταν απλώς μέρος της ιστορίας που ήθελα να αφηγηθώ.
Ωστόσο, η ερώτηση έχει ένα μεταφυσικό ενδιαφέρον που δεν μπορώ να αγνοήσω. Η ιδέα ότι ίσως επιλέγουμε τους γονείς μας πριν ενσαρκωθούμε είναι όμορφη και συγκινητική, και μου αρέσει σαν σκέψη· δεν μπορώ όμως να πω αν πιστεύω πραγματικά σε αυτό.
Αυτό που με εντυπωσιάζει συνεχώς από τότε που εκδόθηκε το βιβλίο μου και συζητάω με τους αναγνώστες μου είναι ότι για κάθε αναγνώστη, ανάλογα με την ψυχοσύνθεση, την προσωπικότητα και τα βιώματά του, το βιβλίο προσφέρει μια διαφορετική εμπειρία και ερμηνεία. Τελικά, για όλους μας η εμπειρία της ανάγνωσης είναι μοναδική· και εκεί έγκειται η μαγεία της μυθοπλασίας Γιούλια!!!
Στην εποχή που αναφέρεσαι υπάρχουν τριαντάχρονοι άντρες που ήδη έχουν πολεμήσει σε τρεις πολέμους. Στη σύγχρονη εποχή ένας τριαντάρης ακόμα και για χίλια ευρώ περισσότερο είναι ικανός να εγκαταλείψει τη χώρα του και να αφήσει πίσω γονείς, αδέρφια, πατρίδα. Που νομίζεις ότι οφείλεται αυτό το σοκαριστικό φαινόμενο;
Νομίζω ότι είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, όχι μόνο οικονομικών. Στην εποχή που αναφέρεται το βιβλίο, οι τριαντάρηδες άντρες είχαν ήδη ζήσει τρεις πολέμους· οι επιλογές τους ήταν περιορισμένες, και η ζωή τους απαιτούσε αντοχή, θάρρος και αφοσίωση σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό τους.
Στη σύγχρονη εποχή, η οικονομική πίεση, η ανασφάλεια, αλλά και η αίσθηση ότι η ζωή πρέπει να προχωρήσει γρήγορα, ωθούν πολλούς νέους να αφήσουν πίσω τα πάντα, ακόμα και την πατρίδα τους, για ένα καλύτερο μέλλον, για μια μεγαλύτερη ευκαιρία. Πρόκειται για ένα σοκαριστικό φαινόμενο, αλλά καταλαβαίνω τους λόγους· δεν είναι αδιαφορία ή αδυναμία, ούτε αποκλειστικά η ναρκισσιστική στάση ή ο νιχιλισμός της σύγχρονης κοινωνίας. Είναι η ανάγκη των νέων να επιβιώσουν, να δημιουργήσουν ζωή και προοπτική μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει με αστραπιαίο ρυθμό και με μια πρωτόγνωρη, διαφορετικού είδους σκληρότητα.
Η ατμόσφαιρα που μεταφέρεις στην πόλη της Σμύρνης είναι οι πλήρως ανυποψίαστοι πολίτες που εμπιστεύονται τους πολιτικούς, τον στρατό. Η κατάρρευση αυτής της εμπιστοσύνης με αυτόν τον τραγικό τρόπο πιστεύεις ότι έχει καταγραφθεί για πάντα στο DNA του Έλληνα με ό,τι αυτό συνεπάγεται;
Ναι, το πιστεύω απόλυτα. Η εμπιστοσύνη που είχαν οι πολίτες προς τους πολιτικούς και τον στρατό, η εμπιστοσύνη των Σμυρνιών και γενικότερα των Μικρασιατών προς τη μητέρα Ελλάδα, και η τραγική κατάρρευσή της, άφησε ανεξίτηλο σημάδι· και είναι κάτι που ακόμα πληγώνει.
Το σκέλος της ιστορίας που αφορά τη μικρασιατική καταστροφή δεν το εξωράισα· το αποτύπωσα με σκληρότητα, όπως ακριβώς συνέβη. Αυτό το σοκ, η αίσθηση της εγκατάλειψης και της προδοσίας, πιστεύω ότι έχει καταγραφεί βαθιά στο DNA του Έλληνα και συνεχίζει να επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την εξουσία, την «ασφάλεια» και την εμπιστοσύνη στο κράτος μέχρι και σήμερα.
Ποιο τρόπο γραφής επέλεξες για να εξασφαλίσεις τη συναισθηματική ουδετερότητα όσον αφορά τα ιστορικά στοιχεία;
Για να εξασφαλίσω τη συναισθηματική ουδετερότητα όσον αφορά τα ιστορικά στοιχεία, βασίστηκα σε ιστορική μελέτη και ενδελεχή έρευνα, αποτυπώνοντας τα λάθη και των δύο πλευρών. Προσπάθησα να κρατήσω ίσες αποστάσεις – όσο γίνεται, δεδομένου ότι ο πρωταγωνιστής είναι Βενιζελικός, θέλοντας πάντα να είμαι αντικειμενικός.
Πάνω από όλα, ήθελα να αποτυπώσω το μέγα ζήτημα της αιώνιας εθνικής μας διχόνοιας. Ακόμα και σε τόσο κρίσιμες στιγμές για την ιστορία μας, οι Έλληνες δεν κατάφεραν να είναι ενωμένοι και αυτή η τραγική αλήθεια ήταν σημαντικό για μένα να διαφανεί μέσα από τη διήγηση.
Η ειδικότητά σου σίγουρα σε φέρνει σε επαφή με τη σημερινή υπογεννητικότητα. Στο βιβλίο σου είναι προφανές μέχρι το τέλος ότι η ελπίδα είναι πάντα η ζωή που έρχεται στον κόσμο, ακόμη και στις χειρότερες συνθήκες για να μεταφέρει την ερωτική αδάμαστη ενέργεια. Ποια είναι η γνώμη σου γι’ αυτό το σημερινό φαινόμενο;
Ως Ουρολόγος που ασχολείται με την υπογεννητικότητα, έρχομαι συχνά αντιμέτωπος με αυτό το πρόβλημα και τις επιπτώσεις του στην κοινωνία μας. Είναι ένα σοβαρό φαινόμενο, αποτέλεσμα κοινωνικών, οικονομικών και ψυχολογικών παραγόντων, που επηρεάζει τη συνέχεια και τη δυναμική της ζωής στη χώρα μας.
Στο βιβλίο μου, όμως, ήθελα να δείξω ότι η ελπίδα βρίσκεται πάντα στη νέα ζωή, στην επόμενη γενιά που έρχεται στον κόσμο, ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Η ζωή και η ερωτική ενέργεια είναι αδάμαστες· η ψυχή και η σάρκα βρίσκουν πάντα τρόπο να εκφραστούν. Αυτό για μένα είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα και μια υπενθύμιση ότι η ζωή συνεχίζεται, παρά τις δυσκολίες.
«Σκόνη στον χρόνο» είναι ο τίτλος του ιστορικού μυθιστορήματος του Γιάννη Γλύκα, που βρέθηκε στη βραχεία λίστα των βραβείων Public στην κατηγορία «πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας», κυκλοφορεί σε 4η ανατύπωση από τις εκδόσεις Πνοή.
Οπισθόφυλλο: Η Αριάδνη, κόρη αριστοκρατικής οικογένειας της Ελληνικής Παροικίας της Οδησσού, ενηλικιώνεται απότομα μέσα στη δίνη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η οικογένειά της καταστρέφεται οικονομικά και καταλήγει στη Χίο, όπου κάνει μια νέα αρχή. Την ίδια στιγμή ο Δημήτρης, με καταγωγή από τη Χίο, πολεμάει για την Ελλάδα που σπαράσσεται από το μένος του Μεγάλου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού. Γνωρίζει την αγάπη στο όμορφο πρόσωπο της Αμαλίας, μιας Αγγλίδας νοσοκόμας του Βρετανικού Ερυθρού Σταυρού που τον ερωτεύεται παράφορα. Οι δύο νέοι βρίσκουν τον έρωτα ενάντια στη σκληρή πραγματικότητα. Από την Οδησσό και τη Θεσσαλονίκη μέχρι τη Χίο και τη Σμύρνη, οι ζωές των δύο γυναικών θα διαγράψουν την τροχιά τους γύρω από τον Δημήτρη, επικίνδυνα κοντά η μία στην άλλη, επικίνδυνα κοντά στη ζώνη του πυρός. Ένα μυθιστόρημα που ταξιδεύει τον αναγνώστη στην ταραγμένη χαραυγή του εικοστού αιώνα, τότε που οι άνθρωποι και οι ιδέες έλαμψαν για λίγο, πριν γίνουν σκόνη στον χρόνο.
Ο Γιάννης Γλύκας γεννήθηκε στη Χίο το 1988. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας και εξειδικεύτηκε στην Ουρολογία, στο Γ. Ν. Αθηνών, «Γ. Γεννηματάς». Παράλληλα με την ειδικότητα εκπόνησε και τη διδακτορική του διατριβή στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατά τα έτη 2021-2022 μετεκπαιδεύτηκε στην Ιταλία ως υπότροφος της Ελληνικής Ουρολογικής Εταιρείας. Σήμερα εργάζεται ως Ιδιώτης Ουρολόγος. Η «Σκόνη στον χρόνο» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή.
Συγγραφέας: Γιάννης Γλύκας
Τίτλος: Σκόνη στον χρόνο
Σελίδες: 400
Διαστάσεις: 14×21
ISBN: 978-618-5520-81-6
Τιμή: 16,00 €
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 3/2024
Κωδικός: 24208