Βιβλιοκριτική Δρ. Μαρίας Αθανασέκου για την ποιητική συλλογή «Κόκκινες λέξεις» της Νικολένας Καλαϊτζάκη – Ζούνη

Η ποίηση της Νικολένας στη συλλογή Κόκκινες λέξεις εκκινεί από έναν βαθιά βιωματικό, εξομολογητικό τόνο, και κινείται ανάμεσα στη μνήμη, την απώλεια, τον έρωτα, τη μητρική μορφή, την εσωτερική ενδυνάμωση και τη βαθιά ανάγκη για αγάπη και δικαίωση. Οι επιρροές της φαίνεται να αντλούνται από την εξομολογητική ποίηση της Σύλβια Πλαθ, το συναισθηματικό και μεταφυσικό βάθος της Έμιλυ Ντίκινσον, αλλά και από τη νεοελληνική παρακαταθήκη της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ και της Κικής Δημουλά.

«Κόκκινες λέξεις» Μια Ωδή στη Μητέρα και την Ποίηση ως Αντίδοτο στην Απουσία

Αυτό το ποίημα είναι ένα λυρικό γράμμα προς τη μητέρα, μια υπόσχεση μνήμης, αιωνιότητας και συναισθηματικής εξιλέωσης. Από τον πρώτο στίχο, η ποιήτρια δηλώνει πως με το γράψιμο («χαρτί και μολύβι») θα ανοίξει τις πύλες της αθανασίας – όχι μόνο για τη μητέρα της, αλλά και για τον εαυτό της, μέσα από τη μνήμη.

Οι «κόκκινες λέξεις» είναι η ενσάρκωση του πάθους, του αίματος, της ζωής και της απώλειας. Είναι λέξεις που γράφονται με πόνο, αλλά και με αγάπη. Η χρωματική αυτή επιλογή δεν είναι τυχαία· παραπέμπει στην εσωτερική καύση της ποιήτριας, αλλά και στη δύναμη της γλώσσας να αναγεννά τον απόντα.

Το ποιητικό εγώ μεταφέρει μια παιδική μνήμη φορτισμένη με θλίψη, μια αφήγηση που παλεύει με την απουσία της μητέρας – η οποία φανερώνεται μέσα από παραμύθια, φορέματα, χρυσαφένιες μπούκλες, λέξεις που ειπώθηκαν και άλλες που έμειναν στον αέρα. Η επανάληψη της λέξης «Μητέρα», σαν λιτανεία, μοιάζει να προσπαθεί να επαναφέρει τη μορφή μέσα από τις σκιές του χρόνου.

Το ποίημα είναι μια αγιογραφία της απουσίας· η μητέρα γίνεται σχεδόν άγιο πρόσωπο, που ενδύεται με «ακάνθινα φορέματα», σύμβολα θυσίας και πόνου, ενώ η ποιήτρια νιώθει την ανάγκη να την «φτάσει» μεγαλώνοντας, να γίνει αντάξιά της.

Η γραφή εδώ είναι μέσο λύτρωσης, ένας υπαρξιακός αγώνας για να ξορκίσει τη μοναξιά και να μετατρέψει την απώλεια σε μνημείο.

(απόσπασμα «κορδελένια χέρια» έως «της Αναλήψεως«)

Αυτό το απόσπασμα, σχεδόν λειτουργικό, αποπνέει μεταφυσική θλίψη και λατρεία. Η ποιήτρια βλέπει τα χέρια – πιθανόν της μητέρας – ως «κορδελένια», δηλαδή στολισμένα, τρυφερά, αλλά και άπιαστα. Στρέφονται «στους ουρανούς της Αναλήψεως», δημιουργώντας μια συμβολική γέφυρα ανάμεσα στη ζωή και το υπερβατικό.

Η αόρατη αγκαλιά της μητέρας είναι από «όλα πιο αγνή» – ένδειξη της αθανασίας του συναισθήματος και του άχρονου δεσμού τους. Το φόρεμα, που ήδη είχε εμφανιστεί, επανακάμπτει ως σύμβολο θηλυκότητας, μνήμης και πένθους, ενώ ο χορός με αυτό σκίζει την καρδιά της ποιήτριας.

Το απόσπασμα αυτό μοιάζει με επίκληση, σχεδόν προσευχή, μια αποδοχή πως ό,τι αγαπήθηκε δεν χάνεται – απλώς αλλάζει μορφή.

Η ποίηση της Νικολένας ανασαίνει ανάμεσα στη νοσταλγία και την επανάσταση, τη μνήμη και την αυτοπραγμάτωση. Οι «κόκκινες λέξεις» της είναι φορείς τραύματος αλλά και λύτρωσης. Στο πρόσωπο της μητέρας φαίνεται να προβάλλεται το αρχέτυπο της γυναίκας, της αγάπης, της απώλειας και της ανάστασης.

Με επιρροές που ενσωματώνουν τον λυρισμό, τον φεμινισμό, τη θεολογία και την προσωπική εξομολόγηση, η γραφή της θυμίζει πως η ποίηση είναι το μέσο με το οποίο ο πόνος γίνεται μνήμη και η μνήμη δύναμη.

«Η ευτυχισμένη» Η Ποίηση της Αυτονομίας και του Θυμού

Αυτό το ποίημα αλλάζει ριζικά τόνο: είναι γεμάτο αυτοπεποίθηση, ειρωνεία, εσωτερική επανάσταση. Η ποιήτρια δηλώνει πως είναι «ευτυχισμένη» – και το δηλώνει με ένα σχεδόν παιγνιώδες ύφος, που πίσω του κρύβει έναν εσωτερικό αγώνα για χειραφέτηση.

Η αίσθηση της ελευθερίας – το να κοιμάται και να ξυπνά όποτε θέλει – λειτουργεί ως μεταφορά για την ψυχική ανεξαρτησία, την αποτίναξη των κοινωνικών περιορισμών, των προσδοκιών των άλλων. Η φράση «κάνω ό,τι μου καπνίσει» αποπνέει μια σχεδόν εφηβική επανάσταση, αλλά η ωριμότητα φαίνεται στο πείσμα και στη μεταμόρφωση του θυμού σε δύναμη:

«Η αλήθεια είναι πως την μίσησα αρκετά,
αλλά πείσμωσα περισσότερο.»

Αυτό το ποίημα είναι ένα μανιφέστο αυτοπροσδιορισμού. Στην καρδιά του, όμως, δεν λείπει η ανάγκη για αναγνώριση:

«Αγάπη» είναι βέβαιο!
«Απλώς κοίταξέ με!»

Η τελευταία κραυγή μοιάζει παιδική, σχεδόν απελπισμένη – σαν να στρέφεται πάλι προς τη μητέρα ή προς κάποιο αγαπημένο πρόσωπο. Εδώ διαφαίνεται η διττή φύση της ελευθερίας: είναι λύτρωση, αλλά και μοναξιά.

Το ποίημα «Η ισχιαλγία μου» της Νικολένας είναι ένα συγκλονιστικό, σχεδόν αυτοσαρκαστικό, υπαρξιακό στιγμιότυπο της καθημερινής οδύνης. Μέσα από έναν ασήμαντο πόνο – τη σωματική ενόχληση της ισχιαλγίας – ξετυλίγεται ένα πολύ πιο βαθύ και σκοτεινό τοπίο: της ψυχικής μοναξιάς, της ακινησίας, της απόγνωσης, αλλά και της άμυνας που παρέχει η γραφή, ακόμα και μέσα στην πλήρη κατάρρευση.

Τόπος: Το σπίτι ως καταφύγιο και φυλακή

Το ποίημα τοποθετείται σε έναν οικείο, προσωπικό χώρο, σχεδόν ασφυκτικό: το σπίτι, με τις χειμωνιάτικες κάλτσες, τον βραστήρα, τη θερμοφόρα, τη μέση που πονά, την τηλεόραση που παίζει δυνατά. Ένας χώρος που σε άλλους θα φάνταζε άνετος ή καθησυχαστικός, όμως εδώ μετατρέπεται σε αρένα πόνου και υπαρξιακής βύθισης.

Η κάλτσα – αρχικά αγορασμένη «για φιγούρα» – γίνεται τελικά ένδυμα παραίτησης. Είναι ένα σύμβολο της διάψευσης, της διαφοράς ανάμεσα σε αυτό που θέλουμε να δείχνουμε και σε αυτό που τελικά ζούμε.

Το σώμα ως θέατρο πόνου

Η ισχιαλγία – που σε κυριολεκτικό επίπεδο είναι ο πόνος του ισχιακού νεύρου – γίνεται αλληγορία για κάτι βαθύτερο: το αίσθημα ματαιότητας, την ψυχική φθορά, την κόπωση μιας ζωής που βαραίνει το σώμα και το ακινητοποιεί. Ο στίχος:

«η μαύρη κατάρα η φριχτή / και των εχθρών η ευχή!»

Παραπέμπει σε αρχαία τραγωδία, όπου ο σωματικός πόνος συνδέεται με το πεπρωμένο, τη μοίρα, την τιμωρία – εδώ, όμως, με σαρκασμό. Το ποιητικό υποκείμενο αυτοσαρκάζεται, φλερτάρει με την ιδέα ότι ακόμα και οι εχθροί της χαίρονται με τον πόνο της – μια πεσιμιστική υπερβολή που αναδεικνύει το υπαρξιακό βάρος που κουβαλά.

Η γραφή ως πράξη αντίστασης (ή απόγνωσης)

«Γυρνάω και την βάζω στη μέση μου
και ξεκινάω να γράφω,
με την τηλεόραση
και την απελπισία
στο τέρμα.»

Εδώ έχουμε έναν από τους πιο δυνατούς στίχους της συλλογής: η ποιήτρια γράφει παρά τον πόνο – ή ίσως εξαιτίας του. Η γραφή δεν είναι έμπνευση, αλλά επείγουσα ανάγκη επιβίωσης. Κι ενώ γύρω της ο κόσμος (τηλεόραση) κραυγάζει, μέσα της κυριαρχεί μια εκκωφαντική απόγνωση που δεν μπορεί να κρυφτεί.

Η ερώτηση που ακολουθεί:

«Αναρωτιέμαι αν υπάρχει αυτή,
τούτη τη στιγμή, αυτή την ώρα,
κάποιος που να συμπάσχει μαζί μου,
που να πονάει πολύ,
τόσο πολύ
που βαριέται να κλάψει.»

είναι σπαρακτική, όχι γιατί μιλά για τον πόνο, αλλά γιατί αγγίζει την απώλεια της ίδιας της ανάγκης για έκφραση του πόνου. Δεν είναι μόνο το σώμα που πονά, είναι το συναίσθημα που έχει κουραστεί να εκδηλώνεται. Αυτή η κόπωση του συναισθήματος είναι το πιο σπαρακτικό στοιχείο του ποιήματος.

Το τέλος: ειρωνική παραίτηση με πικρό χαμόγελο

«Ξέρεις κάτι;
Έχει πάει αργά, πολύ αργά.
Θα πέσω να κοιμηθώ.
Τα λέμε αύριο πάλι!
Με τις βελόνες, τα χαπάκια και το όπιο που αγαπώ.»

Η κατάληξη είναι τρυφερά κυνική. Το «Τα λέμε αύριο» έχει κάτι το απελπισμένα ανθρώπινο – σαν φωνή προς τον εαυτό, προς τον αναγνώστη ή προς κάποιον απόντα συνοδοιπόρο στον πόνο. Οι «βελόνες», τα «χαπάκια» και το «όπιο» δεν είναι μόνο φαρμακευτικά – είναι σύμβολα παρηγοριάς, εξάρτησης, και εν τέλει του αναγκαίου μουδιάσματος μας απέναντι στην υπαρξιακή φθορά.

Η Νικολένα, με αυτό το ποίημα, φέρνει στο φως το ταπεινό, το «ασήμαντο» κομμάτι της ζωής – αλλά το μετατρέπει σε καθολική εμπειρία. Χρησιμοποιεί την ειρωνεία όχι ως άρνηση του πόνου, αλλά ως μορφή επιβίωσης. Ο πόνος γίνεται το εργαλείο με το οποίο γράφει, θυμάται, επικοινωνεί.

Επιρροές από ποιήτριες όπως η Άννα Αχμάτοβα, η Κατερίνα Γώγου, ακόμα και η Σίλβια Πλαθ, είναι εμφανείς – κυρίως στον τρόπο με τον οποίο η καθημερινότητα διαποτίζεται από την ψυχική συντριβή και ο λόγος παραμένει ωμός, σαρκαστικός, αλλά βαθιά ανθρώπινος.

Τα δύο ποιήματα της Νικολένας, «Περπάτησα ταξίδια πολλά» και «Η ταπεινή ζωή», είναι βαθιά υπαρξιακά και ποιητικά ώριμα, χτισμένα πάνω σε δύο αντίρροπες αλλά τελικά αλληλένδετες δυνάμεις: τη μνήμη και το θαύμα του απλού, τη μεταφυσική πτήση του νου και τη ρίζα της ζωής στη γη.

Εσωτερική Οδύσσεια

Το ποίημα ξεκινά με ένα παράδοξο:

«Περπάτησα ταξίδια πολλά.
Όχι με πόδια,
αλλά
με μεταξένια φτερά.»

Εδώ η ποιήτρια δηλώνει αμέσως πως δεν πρόκειται για ρεαλιστικό οδοιπορικό, αλλά για υπαρξιακή και ψυχική περιπλάνηση. Τα «μεταξένια φτερά» είναι σύμβολα ευαισθησίας, ελευθερίας, φαντασίας, αλλά και εύθραυστης δύναμης – στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια ποιητική ψυχή.

Η καπετάνισσα θάλασσα – Η παιδική ελευθερία

«της καπετάνισσας θάλασσας
από παιδί αγαπούσα
να κρατώ τα σκοινιά»

Εδώ βλέπουμε μια ενσώματη σχέση με το σύμπαν, μια παιδική ψευδαίσθηση ελέγχου και περιπέτειας. Η θάλασσα προσωποποιείται ως «καπετάνισσα», θηλυκή μορφή που υποδηλώνει μητρική δύναμη, ένστικτο και αέναη ροή, και το ποιητικό υποκείμενο κρατά τα σκοινιά, σαν να τιθασεύει τις δυνάμεις του κόσμου – ή της ίδιας του της ψυχής.

Συνάντηση με τον παλιό εαυτό

«Εκεί σε βρίσκω,
παλιέ μου εαυτέ.
Και σε τιμώ…»

Αυτό είναι το λυτρωτικό σημείο της διαδρομής. Η ποιήτρια δεν ψάχνει κάποιον εξωτερικό «άλλον», αλλά συναντά το ίδιο της το παρελθόν, και του αποδίδει τιμές: για τις πληγές, για τις ήττες, για τα χαμόγελα που αντιστάθηκαν. Είναι μια σπάνια στιγμή συμφιλίωσης με το τραυματισμένο αλλά ανθεκτικό κομμάτι του εαυτού.

«Ευτυχώς, να παραμένω ακόμα
παιδί με άφησες!»

Ο παλιός εαυτός την άφησε με πίστη στα ιδανικά και μια παιδική ματιά στον κόσμο. Δεν πρόκειται για αφέλεια, αλλά για ποιητική ακεραιότητα – την ικανότητα να ελπίζεις, να ονειρεύεσαι, να μην λυγίζεις μπροστά στο σκοτάδι.

Επιρροές

Το ποίημα φέρει επιρροές από Καβάφη (ιδίως στον τόνο τιμής προς τον εσωτερικό εαυτό, όπως στο «Ιθάκη»), αλλά και από Ρίτσο και Λειβαδίτη, που συχνά συνδύαζαν ταξίδι, παιδική αθωότητα και στοχασμό για την ταυτότητα. Η γραφή όμως της Νικολένας έχει μια δική της, πιο ευγενικά εξομολογητική φωνή, χωρίς ρητορεία – με ανάσα.

«Η ταπεινή ζωή»

 Ποίημα-ωδή στην επιμονή του μικρού και της ζωής ενάντια στο θάνατο

Μικρά θαύματα και επίμονη ύπαρξη

«Η ταπεινή ζωή,
δες πώς ανθεί!
Πώς ξεπηδά
η μικρή φακή…
κόντρα στον θάνατο.»

Το ποίημα παρατηρεί την αναγέννηση μέσα στο απλό. Το πιο κοινό – η φακή – γίνεται σύμβολο της ύπαρξης που, παρά την ευθραυστότητα, αναγεννάται μέσα από το χώμα, μέσα από το τίποτα, ακόμα και μέσα από τον θάνατο. Η φράση «κόντρα στον θάνατο» αποκτά μεταφυσική διάσταση, υπερβαίνει τη βιολογία – είναι η νίκη του νοήματος μέσα στην καθημερινότητα.

Η κόρη ως μεταβίβαση ελπίδας

«στο κεσεδάκι,
μικρή μου κόρη,
κόντρα στον θάνατο.»

Η αναφορά στην «κόρη» δεν είναι μόνο μητρική – είναι διάλογος γενεών. Η μητέρα-ποιήτρια μεταφέρει στην κόρη την αξία του να παρατηρείς το θαύμα, να μη σνομπάρεις το ταπεινό. Είναι μια πράξη αντίστασης και εκπαίδευσης, μια ποιητική παιδαγωγική της ελπίδας.

Η απλότητα ως ύψιστη μορφή αντίστασης

«Η πιο απλή ζωή,
δες πώς ριγεί!
Πώς ξενυχτά…»

Το ρήμα «ριγεί» υποδηλώνει συγκίνηση, ευθραυστότητα, συγκλονισμό. Η απλή ζωή συγκινεί – γιατί φέρει μέσα της την αλήθεια. Δεν έχει επίφαση, δεν χρειάζεται λαμπρότητες. Ριγεί, ξενυχτά, καρπίζει – δηλαδή υπομένει, διαρκεί, γεννά.

«Περπάτησα ταξίδια πολλά»

«Η ταπεινή ζωή»

Πνευματική περιπλάνηση

Γήινη ριζοβολιά

Υμνεί την ανθεκτικότητα της ψυχής

Υμνεί την επιμονή της φύσης

Επιστροφή στον εσωτερικό εαυτό

Παρατήρηση του έξω κόσμου

Παιδική ματιά στον ουρανό

Μητρικό βλέμμα στη γη

Λύτρωση μέσω αναγνώρισης

Λύτρωση μέσω κατανόησης

Και τα δύο ποιήματα προσφέρουν παρηγοριά, όχι με εύκολες απαντήσεις, αλλά με ποιητική πίστη στο φως μέσα στο σκοτάδι.

Η Νικολένα είναι ένα από τα όμορφα κορίτσια της, που αγαπούν να αιωρούνται συχνά παρέα με όλους τους κίτρινους ήλιους και τ’ ασημένια φεγγάρια της γης.

Σερβίρουν το τσάι τους και πίνουν ως το πρωί καθώς γελάνε με τους ανθούς από τα λευκά τριαντάφυλλα που αθώα κολλάνε επάνω στον ουρανίσκο.

Η ποίησή της κολλάει στο μυαλό σαν τραγούδι αγαπημένο, οι λέξεις και οι εικόνες της μας λούζουν σαν βροχή από ανθούς λευκά τριαντάφυλλα και τις διαβάζουμε σαν να είναι επιστολές προς τους εαυτούς μας.

Νικολένα, κόρη της τέχνης και κόρη της ποίησης,

Χαιρετίζω την όμορφη ψυχή σου. Σε ευχαριστώ για τις κόκκινες λέξεις σου και για τις λέξεις μου που φιλοξένησες απόψε.

Δρ Μαρία Αθανασέκου, Ιστορικός Τέχνης (Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Frederick University of Cyprus)

Ποιητική Συλλογή: «Κόκκινες λέξεις» Νικολένα Καλαϊτζάκη – Ζούνη, Εκδόσεις Νίκας