Γιώργος Κωνσταντινίδης
Δικηγόρος, Αρχιμουσικός, Συλλέκτης
Βρισκόμαστε στη Μακεδονική μητρόπολη της Θεσσαλονίκης, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα.
Η πληθυσμιακή σύνθεση της πόλης αποτελείται από τρεις μεγάλες κοινότητες, την εβραϊκή, τη μουσουλμανική και την ελληνική, καθώς και κάποιες άλλες μικρότερες εθνότητες. Τις ενώνουν το κοινό γεωγραφικό σημείο αναφοράς, αλλά τις διαφοροποιούν χαρακτηριστικά που εδράζονται στις ιδιαιτερότητες εκάστης κοινότητας, στο είδος της οικονομικής δραστηριότητας που ασκούν και στις σχέσεις που αναπτύσσουν με την κυρίαρχη εξουσία.
Μέσα σε ένα έντονα μεταβαλλόμενο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, οι κάτοικοι της πολυεθνικής αυτής μητρόπολης δε διστάζουν να ονειρευτούν. Η αστική τάξη της πόλης απολαμβάνει πολλές από τις ευρωπαϊκές συνήθειες και αγαθά. Αυτό σημαίνει επαφή με τις ενδυματολογικές συνήθειες που ακολουθούν οι αστοί στα γαλλικά και αγγλικά σπίτια, με το θέατρο, τον κινηματογράφο στην πρώιμη μορφή του και με μουσικές παραστάσεις που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τις ανάλογες στην υπόλοιπη Ευρώπη. Έτσι λοιπόν, εισάγουν ρούχα και υφάσματα, παρακολουθούν ιταλικές και γαλλικές όπερες, ενώ απολαμβάνουν ταινίες και επικαιρότητα από ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο γενικότερα. Τα αξεσουάρ, όπως καπέλα, ομπρελίνι, βεντάλιες, προσδίδουν φινέτσα, επιβλητικότητα και βέβαια στιλ, σε εκείνους που τα φορούν.
Όσον δε αφορά αμιγώς στα θεατρικά δρώμενα, εμφανίζονται συχνά περιοδεύοντες ιταλικοί και γαλλικοί θίασοι – ευνοεί και το καλό σιδηροδρομικό δίκτυο της περιόδου – που παρουσιάζουν κυρίως οπερέτες και κωμωδίες. Αλλά ο κύριος όγκος των θεατρικών σχημάτων προέρχονται από την Αθήνα. Δε λείπει βέβαια και η τοπική θεατρική παραγωγή.
Στο δραματολόγιο, προωθούνται τα κείμενα που αναγνώρισε, καθιέρωσε ή δημιούργησε το ρεύμα του ρομαντισμού, αλλά και αυτά που επέβαλλε η ευρωπαϊκή θεατρική πρακτική του 19ου αιώνα. Η Γαλλική δραματική παραγωγή κερδίζει έδαφος. Εκτός των ξένων έργων γίνεται στροφή και στην πρωτότυπη ελληνική δημιουργία. Το πρόσωπο που κυριαρχεί είναι χωρίς αμφιβολία ο Δημήτριος Βερναρδάκης.
Χαρακτηριστικό των θιάσων της περιόδου, είναι η εναλλαγή πολλών έργων σχεδόν σε καθημερινή βάση και μάλιστα με ρεπερτόριο διαφορετικού ύφους. Πολλές φορές η υποκριτική συνδυάζεται και με άλλα ήδη τέχνης. Συχνά δίδονται μουσικοθεατρικές εσπερίδες. Συναντάται και η χοροεσπερίδα ως επωδός μετά το τέλος μιας θεατρικής παράστασης.
Η πρακτική των ευεργετικών παραστάσεων είναι πολύ συνήθης κατά την εποχή εκείνη, ιδίως από μέρους των ελληνικών σχημάτων και προς κάλυψη γενικότερων αναγκών της Ελληνικής Κοινότητας, αλλά και προς οικονομική ενίσχυση συναδέλφων ηθοποιών.
Πέραν από τη μεγάλη καλλιτεχνική κίνηση της πόλης, δε λείπουν φυσικά και οι εκδηλώσεις κοινωνικής συνεύρεσης όπως διαλέξεις, ποιητικές βραδιές, ψυχαγωγικές και αρχαιολογικές εκδρομές αλλά και χοροεσπερίδες.
Στη διαμόρφωση του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της πόλης συμβάλλει καθοριστικά η ελληνική κοινότητα, μία κοινότητα ακμαία, γεμάτη σφρίγος και εθνικό φρόνημα που παρά το γεγονός ότι δεν είναι κυρίαρχη πληθυσμιακά, διατηρεί στέρεους θεσμούς αυτοδιοίκησης και αλληλοβοήθειας περιορίζοντας, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κοινότητα μέσα στην πόλη, την ψαλίδα μεταξύ πλουσίων και φτωχών ανάμεσα στα μέλη της, απελευθερώνει τις δημιουργικές της δυνάμεις για επιχειρηματική πρόοδο και προκοπή δίπλα στις πιο καθιερωμένες στα οικονομικά πράγματα κοινότητες, επιδεικνύει υψηλό μορφωτικό επίπεδο και πρωτοστατεί στα πολιτιστικά δρώμενα τόσο με τη δημιουργία και δραστηριοποίηση σωματείων όπως οι “Σύνδεσμος Ερασιτεχνών”, “Ορφεύς”, “Ομόνοια” και “Όμιλος Φιλομούσων” όσο και με την μετάκληση σπουδαίων καλλιτεχνών από την Αθήνα, που γοητεύουν όλη την πληθυσμιακή σύνθεση της πόλης.
Λεζάντα Φωτογραφίας
Έντυπο (1 φύλλο). Πρόγραμμα. “Teatro Jupiter. Ιταλική Οπερέτα (Compagnia d’ Operette Italiana) υπό τη διεύθυνση του Rodolfo Gonzalez. Giovedi 14/26 Settembre 1895. Don Checco”. (ιταλικά, ελληνικά)