Πολυκλαδική Γλωσσολογία και Γλωσσική Επιστήμη

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]

Γλωσσολογία: Μια λέξη, μια Επιστήμη, πολλές διαφορετικές οδοί. Είναι γεγονός ότι η Γλωσσολογία συγκαταλέγεται στα εκ των πιο πολυκλαδικών και πολυσχιδών επιστημονικών πεδίων στον τομέα των Ανθρωπιστικών Επιστημών. Σε αυτό το επίπεδο μοιάζει στη Νομική, η οποία αρκετά συχνά αναφέρεται ως «η Ιατρική των Ανθρωπιστικών Επιστημών». Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αμφότερες απορροφούν χρόνια τώρα πληθώρα νέων ανθρώπων σε μια ποικιλία επιστημονικών παρακλαδιών. Και βέβαια έχουν κάθε χρόνο υψηλότατη ζήτηση και απαιτητικότατες προδιαγραφές πανεπιστημιακής φοίτησης (τόσο εισαγωγής όσο και αποφοίτησης). Η Γλωσσολογία γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη κατά τον 19ο αι. μ.Χ. και μέσα στο ευρύτερο προαναφερθέν χρονικό διάστημα αναπτύχθηκαν τα περισσότερα πεδία της. Χαρακτηριστικό είναι ότι καταφέρνει να δραστηριοποιηθεί προς διαφορετικές και συνάμα αλληλεξαρτημένες κατευθύνσεις της Γλώσσας. Με άλλα λόγια, η Γλωσσολογία δύναται όχι μόνο να περιγράφει τα χαρακτηριστικά της Ανθρώπινης Γλώσσας ως καθολικού φαινομένου, αλλά και να τα εξειδικεύει και προσαρμόζει στις διάφορες γλώσσες και διαλέκτους, «ντοπιολαλιές». Αυτό είναι πολύ σημαντικό να ληφθεί υπόψιν, διότι όλες οι γλώσσες του κόσμου (περίπου 6.000-7.000) έχουν κοινά γνωρίσματα και συνάμα ιδιαιτερότητες που τις διαφοροποιούν σε σημαντικό ποσοστό.

Με την εδραίωσή της ορίζονται τα ακριβή πεδία μελέτης και έρευνάς της. Πρώτα από όλα είναι σημαντικό να γίνει μνεία στην Θεωρητική / Γενική και Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία. Η Θεωρητική / Γενική Γλωσσολογία δεν είναι στη βάση της κάτι άλλο από αυτό που προλέχθηκε, δηλαδή η μελέτη των γλωσσών στη βάση τόσο των κοινών χαρακτηριστικών τους όσο και της διαφορετικότητας καθεμιάς τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λαμβάνει η «Γλώσσα» σαν ευρύτερη σημασία την ιδιότητα του «Φαινομένου». Κοντολογίς γεννάται ένα «Γλωσσικό Φαινόμενο» με πολλές εκφάνσεις και προεκτάσεις. Οι εφαρμογές του «Γλωσσικού Φαινομένου», όπως αυτό παρουσιάζεται από την Θεωρητική / Γενική Γλωσσολογία, βρίσκονται στο επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας. Η διαίρεση της Γλωσσικής Επιστήμης δεν περιορίζεται στην προαναφερθείσα κατηγοριοποίηση. Αντιθέτως συνεχίζει και προεκτείνεται σε πεδία τα οποία συνιστούν υποκατηγορίες της Θεωρητικής / Γενικής και Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας.

Στην Θεωρητική / Γενική Γλωσσολογία κατατάσσονται κατά κύριο λόγο παρακλάδια τα οποία επικεντρώνονται στην Ανθρώπινη Γλώσσα καθαυτή. Τομείς της Θεωρητικής / Γενικής Γλωσσολογίας θεωρούνται μεταξύ άλλων οι εξής:

  • Φωνητική / Φωνολογία: Η Φωνητική και η Φωνολογία θεωρούνται και είναι πράγματι οι 2 όψεις του ίδιου νομίσματος. Η μια συμπληρώνει την άλλη. Αυτοί οι κλάδοι έχουν να κάνουν πρωτογενώς με το κομμάτι του προφορικού λόγου, διότι εξηγούν πώς τονίζονται οι γλωσσικές δομές, από τις απλούστερες, δηλαδή τα μορφήματα, ως τις περιπλοκότερες, δηλαδή τις μεμονωμένες λέξεις και τις ολόκληρες φράσεις και προτάσεις. Οι συνδυασμοί μορφημάτων δημιουργούν λέξεις και οι συνδυασμοί λέξεων συνεπάγονται πλήρεις (νοηματικά) φράσεις και προτάσεις, ανάλογα πάντα με την έκταση. Φωνητική και Φωνολογία έχουν όμως σημαντική επίδραση και στον γραπτό λόγο υπό το πρίσμα της Φωνολογικής Αναπαράστασης που συνεπάγεται Φωνολογική Επίγνωση / Ενημερότητα. Είθισται μάλιστα η Φωνολογία να αναφέρεται ως «η Γραμματική των Ήχων».
  • Μορφολογία: Η Μορφολογία εξετάζει τους τρόπους / κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους παράγονται οι λέξεις. Για παράδειγμα, διερευνά τους κανόνες σχηματισμού και κλίσης των ανώμαλων και ομαλών ρημάτων (καταλήξεις, ορθογραφικές διαφοροποιήσεις κ.ά.), ή τον σχηματισμό των επιρρημάτων βάσει των ομόρριζων επιθέτων. Με λίγα λόγια, στο επίκεντρο της Μορφολογίας βρίσκεται η μορφή καθεμίας λέξης, γεγονός που δικαιολογεί την ονομασία της ως τέτοιας. Γίνεται λόγος, επισταμένη έρευνα, για τη φύση της μορφής των διαφόρων λέξεων.
  • Σύνταξη: Η Σύνταξη εξετάζει τις θέσεις που μπορούν να επέχουν οι διάφορες λέξεις στα πλαίσια φράσεων και προτάσεων και θεσπίζει αντίστοιχους κανόνες, π.χ. ότι υποκείμενα (ερώτηση «ποιος;») και αντικείμενα (ερώτηση «τι;») λαμβάνουν μόνο οι ρηματικοί τύποι και κανένα άλλο μέρος του λόγου. Οι λέξεις τοποθετούνται, συντάσσονται η μια δίπλα στην άλλη για να σχηματίσουν νοηματικά ολοκληρωμένες φράσεις και προτάσεις, όπως για παράδειγμα οι Άνθρωποι συντάσσονται ο ένας δίπλα στον άλλον για να παρελάσουν ή να πολεμήσουν. Υπό το πρίσμα αυτό γεννήθηκε το παρακλάδι της Σύνταξης. Η κατηγοριοποίηση μεταξύ φράσεων και προτάσεων δεν βασίζεται διαχρονικά σε συγκεκριμένα κριτήρια. Συμπεραίνεται γενικά ότι, για να χαρακτηριστεί ένα σύνολο λέξεων ως φράση ή πρόταση, λαμβάνεται υπόψιν η έκταση, δίχως όμως συγκεκριμένες διευκρινίσεις π.χ. περί του αριθμού των λέξεων που είθισται να απαρτίζουν μια φράση και μια πρόταση αντιστοίχως.
  • Σημασιολογία: Η Σημασιολογία εξετάζει τη σημασία / το σημασιολογικό φορτίο των λέξεων σύμφωνα με περιστάσεις οι οποίες είθισται να αναφέρονται ως συμφραζόμενα. Όλες οι λέξεις έχουν τουλάχιστον μια κυριολεκτική σημασία, όμως κατά περίπτωση μπορούν να λαμβάνουν και σημασίες που παρεκκλίνουν από τις αρχικές κυριολεκτικές σημασίες τους. Για παράδειγμα, η λέξη «γαϊδούρι» παραπέμπει βασικά στο αντίστοιχο ζώο, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να χαρακτηρίσει έναν αγενή ή εντυπωσιακά υπομονετικό Άνθρωπο. Σε τέτοιες και άλλες παρόμοιες περιστάσεις καλείται ουσιαστικά το παρακλάδι της Σημασιολογίας να εξηγήσει όχι μόνο τα πολλαπλά κατά τα συμφραζόμενα σημασιολογικά φορτία των λέξεων, αλλά και με ποια κριτήρια επελέγησαν οι συγκεκριμένες μεταφορικές σημασίες. Κοντολογίς, η Σημασιολογία είναι επιφορτισμένη με το πολύ σημαντικό έργο της κατάταξης των διαφόρων (κυριολεκτικών) εκφραστικών μέσων του λόγου σε κατηγορίες, π.χ. μεταφορές, παρομοιώσεις, χιούμορ, ειρωνεία κ.ά.
  • Πραγματολογία / Επικοινωνιολογία / Σημειολογία: Η Πραγματολογία εξετάζει τις επικοινωνιακές / πραγματολογικές αρχές που διέπουν τη γλωσσική πράξη (συζήτηση) και εγγυώνται τη γονιμότερη δυνατή αποπεράτωση αυτής. Ουσιαστικά παραλαμβάνει επεξεργασμένα και έτοιμα τα διάφορα εκφραστικά μέσα που έχουν θεσπιστεί από τη Σημασιολογία και θεσπίζει ειδικά κριτήρια (μη) χρήσης τους κατά περίσταση. Για παράδειγμα, δεδομένου ότι το χιούμορ και η ειρωνεία προσδίδουν στο λόγο και σε σύσσωμη τη γλωσσική πράξη ένα πολύ άνετο και χαλαρό ύφος, μπορούν να χρησιμοποιούνται σε κουβέντες που κανείς έχει με συγγενείς και φίλους, δηλαδή οικείους ανθρώπους. Τι γίνεται όμως όταν συζητά κανείς με ανοικείους ή έστω ιεραρχικά ανώτερους ανθρώπους, π.χ. τον καθηγητή του σχολείου / πανεπιστημίου ή το αφεντικό της δουλειάς; Εκεί συνίσταται έως και επιβάλλεται τα εν λόγω εκφραστικά μέσα να αποφεύγονται καθολικά ή να χρησιμοποιούνται με μεγάλη σύνεση. Επίσης, ο γραπτός λόγος είναι επισημότερος και χρήζει συνήθως ακόμα επιμελέστερης οργάνωσης σε σχέση με τον προφορικό. Τέτοιοι και άλλοι παρόμοιοι επικοινωνιακοί κώδικες είναι απαραίτητοι για να συζητά, πραγματεύεται κανείς ορθώς, εξ ου και η γέννηση του κλάδου της Πραγματολογίας. Η Πραγματολογία συγγενεύει εν πολλοίς με την Επικοινωνιολογία και τη Σημειολογία. Η Επικοινωνιολογία εξετάζει τρόπους με τους οποίους μπορούν να βελτιωθούν οι επικοινωνιακές δεξιότητες του ανθρώπου σε συγκεκριμένες περιστάσεις, π.χ. για να πείσει έναν εργοδότη ότι είναι κατάλληλος για μια θέση εργασίας. Η Σημειολογία εξετάζει σημεία, κώδικες επικοινωνίας, οι οποίοι αναπτύσσονται όχι μόνο μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και μεταξύ των υπολοίπων έμβιων όντων του ζωικού βασιλείου, π.χ. το νιαούρισμα, το γουργούρισμα και το αγρίεμα της γάτας.
  • Κειμενογλωσσολογία / Τυπολογία / Υφολογία: Η Κειμενογλωσσολογία εξετάζει το ύφος του λόγου που προκύπτει μέσα από τα εκφραστικά μέσα τα οποία επιλέγονται από κάθε είδος κειμένου με βάση πρωτίστως την επικοινωνιακή περίσταση. Με άλλα λόγια θεσπίζει κριτήρια για την επιλογή ή απόρριψη συγκεκριμένων επικοινωνιακών μέσων. Για παράδειγμα, ένα λογοτεχνικό κείμενο έχει συνήθως πιο ελεύθερο ύφος, συνεπώς επιδέχεται μέσων όπως είναι οι παρομοιώσεις και οι αλληγορίες. Αντίθετα, ένα επιστημονικό κείμενο έχει αυστηρότερη δομή η οποία απαγορεύει κάθε τύπο έκφρασης ο οποίος παρεκκλίνει από τον επιστημονικό λόγο, που πρέπει να είναι κυριολεκτικός, συνεκτικός και περιεκτικός. Εξαιτίας αυτού αναφέρεται η Κειμενογλωσσολογία, δηλαδή η Επιστήμη που μελετά τη Γλώσσα των ποικίλων κειμενικών ειδών, και σαν Τυπολογία, δηλαδή η Επιστήμη που μελετά τον τύπο καθενός κειμένου ανάλογα με το είδος της Γλώσσας που -πρέπει να- επιλέγεται. Συχνά γίνεται λόγος και για Υφολογία, με την έννοια της μελέτης του ύφους που προσδίδεται σε καθένα κειμενικό είδος σύμφωνα με τα επιλεγέντα εκφραστικά μέσα.
  • Ιστορική / Ιστορικοσυγκριτική Γλωσσολογία: Η Ιστορική Γλωσσολογία εξετάζει τη Γλώσσα σαν ευρύτερη έννοια, η οποία διαχρονικά εξελίσσεται, τροποποιείται και εμπλουτίζεται. Ειδικότερα μελετά αφενός τις επιρροές που έχει δεχθεί η Γλώσσα από ιστορικά γεγονότα που συγκλόνισαν την Ανθρωπότητα και άφησαν το στίγμα τους και στην Ανθρώπινη Γλώσσα και αφετέρου από τι λογής διαφοροποιήσεις έχουν διέλθει μέσα στο ρου της ιστορίας. Δεδομένου ότι αυτό γίνεται για όλες τις παγκοσμίως ομιλούμενες γλώσσες, με διαγλωσσικές συγκρίσεις για τυχόν ομοιότητες, π.χ. μεταξύ της Αρχαίας Ελληνικής και της Στάνταρτ Γερμανικής σε συντακτικό επίπεδο, είθισται το παρακλάδι αυτό να αναφέρεται και σαν Ιστορικοσυγκριτική Γλωσσολογία.

Στην Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία κατατάσσονται κατά κύριο λόγο παρακλάδια τα οποία εμφανίζουν σημαντικό ποσοστό διεπιστημονικότητας, με την έννοια ότι αλληλεπιδρούν με κάποιο άλλο επιστημονικό πεδίο τόσο των Ανθρωπιστικών όσο και των Φυσικών Επιστημών. Τομείς της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας θεωρούνται μεταξύ άλλων οι εξής:

  • Κοινωνιογλωσσολογία / Ανθρωπογλωσσολογία: Κράμα Κοινωνιολογίας και Γλωσσολογίας. Η Κοινωνιογλωσσολογία εξετάζει την θέση που επέχει η Γλώσσα μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Πιο συγκεκριμένα επιχειρεί να αναδείξει τη Γλώσσα όχι απλά σαν ένα εργαλείο λήψης και μετάδοσης πληροφοριών, παρουσία τουλάχιστον 2 ανθρώπων που εναλλάσσουν τις ιδιότητες του πομπού και του δέκτη. Πολύ περισσότερο επιχειρηματολογεί υπέρ της Γλώσσας ως σήματος κατατεθέν του κοινωνικού κύρους καθενός ανθρώπου που την ομιλεί. Η Γλώσσα διαμορφώνει την κοινωνική ταυτότητα καθενός ανθρώπου-μέλους ενός ευρύτερου συνόλου, μαρτυρώντας για αυτόν στοιχεία όπως το μορφωτικό επίπεδο, τις αξίες, τα φρονήματα, οτιδήποτε εν γένει λογίζεται ως ψυχοσύνθεση, ιδιοσυγκρασία. Δεδομένου ότι στα αντικείμενα μελέτης της Κοινωνιογλωσσολογίας συγκαταλέγονται οι ιδιαιτερότητες και διαφοροποιήσεις μεταξύ των γλωσσικών κοινοτήτων ίδιων ή και διαφορετικών γεωγραφικών τοποθεσιών, είθισται να αναφέρεται και σαν Ανθρωπογλωσσολογία (κράμα Ανθρωπολογίας και Γλωσσολογίας), τοποθετώντας στο επίκεντρό της τον ίδιο τον Άνθρωπο και τη Γλώσσα του.
  • Βιογλωσσολογία / Νευρογλωσσολογία / Ψυχογλωσσολογία / Λογοθεραπεία: Κράματα Βιολογίας και Γλωσσολογίας, Νευροεπιστημών (Νευρολογίας) και Γλωσσολογίας και Ψυχικών Επιστημών (Ψυχολογίας) και Γλωσσολογίας αντιστοίχως. Δεν επιλέγεται τυχαία να περιγραφούν σαν μια κοινή ομάδα. Εμπίπτουν στη βιολογική διάσταση που αδιαμφισβήτητα έχει η Ανθρώπινη Γλώσσα. Η Βιογλωσσολογία μελετά μέσα σε γενικά πλαίσια τα όργανα τα οποία συμμετέχουν στην κατάκτηση, κατανόηση και τελικώς παραγωγή της Γλώσσας. Η Νευρογλωσσολογία εξειδικεύει το ερευνητικό ενδιαφέρον της στον Εγκέφαλο, το όργανο στο ανθρώπινο σώμα με τις περιπλοκότερες δομές. Η Ψυχογλωσσολογία περιστρέφεται εν πολλοίς γύρω από τον Εγκέφαλο, ευρισκόμενη ως εκ τούτου σε στενότατη συνεργασία με τη Νευρογλωσσολογία, όμως τη συμπληρώνει συνάμα επεκτεινόμενη και στις καλούμενες γνωστικές λειτουργίες / δεξιότητες, π.χ. εκτελεστικές λειτουργίες, λεκτική βραχύχρονη και μακρόχρονη μνήμη. Αυτές συνιστούν στην ουσία ανώτερες πνευματικές διεργασίες οι οποίες καθιστούν εφικτές τη γλωσσική ικανότητα και πραγμάτωση, σύμφωνα με τον σχετικό διαχωρισμό στον οποίο προέβη ο Noam Chomsky (1928-σήμερα) το 1965. Αυτού του είδους οι μελέτες από τα εν λόγω εφάμιλλα μεταξύ τους επιστημονικά πεδία πραγματοποιούνται τόσο σε υγιείς μάρτυρες, δηλαδή ανθρώπους που εμφανίζουν τυπική ανάπτυξη, όσο και σε υποκείμενα με διαταραχές παντός τύπου, έστω αφασία ή αυτισμό, που μπορούν να έχουν επίδραση στην ομαλή ανάπτυξη τόσο του γραπτού όσο και του προφορικού λόγου. Κοινή αρχή όλων τους είναι ότι γλωσσικές και γνωστικές δεξιότητες αλληλεξαρτώνται και αλληλεπιδρούν. Ως εκ τούτου δεν γίνεται να εξεταστούν μεμονωμένα ή ανεξάρτητα η μια από την άλλη. Η Λογοθεραπεία, τουτέστιν η θεραπεία του λόγου, αν και σε στενή συνεργασία ιδιαίτερα με τη Νευρογλωσσολογία και την Ψυχογλωσσολογία, διατηρεί έναν σημαντικό βαθμό αυτονομίας ως παρακλάδι, ακολουθώντας πρωτοποριακές μεθόδους για την υποστήριξη ανθρώπων με ελλείμματα λόγου. Με λίγα λόγια είναι μια ειδίκευση και εφαπτομένη και παράλληλη στους δρόμους που ακολουθούν Νευρογλωσσολογία και Ψυχογλωσσολογία.
  • Υπολογιστική Γλωσσολογία: Κράμα Πληροφορικής και Γλωσσολογίας. Η Υπολογιστική Γλωσσολογία εξετάζει τις μεθόδους, τα μοντέλα στη βάση των οποίων η Ανθρώπινη Γλώσσα αναπαρίσταται στον Υπολογιστή αλλά και γενικότερα στα τεχνολογικά μέσα. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αναπαράστασης Φυσικής Ανθρώπινης Γλώσσας στον Υπολογιστή είναι οι Αλγόριθμοι, οι οποίοι χρησιμοποιούνται εκτεταμένα για να δοθούν εντολές σε πραγματικό χρόνο στο πλαίσιο του Προγραμματισμού. Ακόμα και πιο καθημερινά Προγράμματα, όπως είναι το Word που επιδέχεται μετατροπής σε Αρχείο PDF, αποτελούν Γλώσσα της Τεχνολογίας, ειδικότερα του Υπολογιστή, και αναπαριστούν τη Φυσική Ανθρώπινη Γλώσσα με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο. Η γέννηση της Υπολογιστικής Γλωσσολογίας απορρέει από τη σύλληψη της ιδέας ότι ο Υπολογιστής, όλο αυτό το δημιούργημα το οποίο μας είναι γνωστό ως Τεχνολογία, προέρχεται από την Ανθρώπινη Νόηση και για να πραγματοποιηθεί διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο η Φυσική Γλώσσα. Ως εκ τούτου μπορεί και οφείλει να έχει -στον βαθμό του δυνατού- τα ίδια χαρακτηριστικά με τον δημιουργό της, ώστε να πιστοποιείται πως αποτελεί αυθεντικό ανθρώπινο κατασκεύασμα. Η Γλωσσική Ευφυία, έστω και τεχνητή δεδομένου ότι δεν μπορεί να καλλιεργηθεί από μόνη της, δεν μπορεί λοιπόν να είναι απούσα.
  • Δικανική Γλωσσολογία: Κράμα Νομικής και Γλωσσολογίας. Η Δικανική Γλωσσολογία εξετάζει με ποιες τεχνικές αποκωδικοποιούνται τα γλωσσικά μηνύματα για την διερεύνηση νομικών παραπτωμάτων στα οποία η Γλώσσα συνιστά βασικό τεκμήριο, π.χ. στις περιπτώσεις αποστολής κάποιου ανώνυμου απειλητικού μηνύματος ή εύρεσης σημειώματος άνευ ξεκάθαρου νοήματος από κάποιον Άνθρωπο ο οποίος έδωσε τέλος στη ζωή του. Τα ευρήματα της Δικανικής Γλωσσολογίας υποστηρίζουν σημαντικά το έργο των Δικαστών και των Εισαγγελέων, όπως επίσης και της Αστυνομίας στο πλαίσιο ερευνών και σύνταξης πορισμάτων που θα καταστήσουν εφικτές τις προβλεπόμενες από τα Ανώτερα Θεσμικά Όργανα νομικές διαδικασίες. Εξαιτίας της ασυμφωνίας που υπάρχει ανάμεσα στα μέλη της Επιστημονικής Κοινότητας περί του ακριβούς σημασιολογικού φορτίου του αρχικού ξενικού όρου του πεδίου (Forensics Linguistics) μπορεί να απαντηθεί και με διαφορετικές ονομασίες εκτός από «Δικανική Γλωσσολογία», π.χ. Εγκληματολογική, Ιατροδικαστική, Νομική Γλωσσολογία.

Κάποια πεδία της Γλωσσολογίας έχουν το αξιοπρόσεκτο γνώρισμα ότι είναι ταυτοχρόνως θεωρητικού και εφαρμοσμένου χαρακτήρα. Τα κυριότερα εξ αυτών είναι:

  • Λεξικολογία / Λεξικογραφία: Η Λεξικολογία εξετάζει τις θεωρητικές αρχές στις οποίες βασίζεται η σύνταξη των Λεξικών, τόσο των μονόγλωσσων όσο και των δίγλωσσων, π.χ. ανάγκη χρήσης κατά το δυνατόν αυθεντικών αποτελεσμάτων από Σώματα Κειμένων. Η Λεξικογραφία εξετάζει τις ειδικότερες τεχνικές οι οποίες εφαρμόζονται κατά τη σύνταξη και τον σχεδιασμό Λεξικών για συγκεκριμένες περιστάσεις, π.χ. Λεξικά με Ειδικές Ορολογίες Ιατρικής και Νομικής. Λεξικολογία και Λεξικογραφία είναι σαφώς αλληλεξαρτημένες και τα όρια μεταξύ τους δεν είναι πάντα ευδιάκριτα ούτε ξεκάθαρα.
  • Γλωσσικός Σχεδιασμός / Διδακτική της Γλώσσας: Η Διδακτική εμφανίζει κοινά στοιχεία με τη Λογοθεραπεία και τη Λεξικολογία / Λεξικογραφία. Το κοινό στοιχείο της με τη Λογοθεραπεία είναι ότι διατηρεί σημαντικό βαθμό επιστημονικής αυτονομίας, παρότι χρειάζεται τα ευρήματα της Γλωσσολογίας τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό-εφαρμοσμένο επίπεδο. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται το κοινό σημείο της με τη Λεξικολογία / Λεξικογραφία. Όπως η τελευταία, έτσι και αυτή έχει έναν θεωρητικό και έναν εφαρμοσμένο τομέα. Ο λόγος για τον Γλωσσικό Σχεδιασμό και την Διδακτική της Γλώσσας αντιστοίχως. Ο Γλωσσικός Σχεδιασμός διερευνά τις γενικές αρχές πάνω στις οποίες χαράσσεται η μεταλαμπάδευση των γλωσσών, λαμβάνοντας υπόψιν την υφισταμένη γλωσσική πραγματικότητα καθενός τόπου. Η Διδακτική της Γλώσσας αντιπροσωπεύει την έμπρακτη εφαρμογή των θεωρητικών κατευθυντηρίων γραμμών που μελετά και προτείνει ο Γλωσσικός Σχεδιασμός όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο, με την έννοια ενός σχολείου ή ξενόγλωσσου κέντρου, αλλά πρωτίστως σε εθνικό επίπεδο.

Καθίσταται εμφανές ότι, επιχειρώντας κανείς να εξερευνήσει τη Γλωσσολογία / Γλωσσική Επιστήμη, καταλήγει ούτε λίγο ούτε πολύ χαμένος μέσα σε ένα χάος επιστημονικών παρακλαδιών. Αν υπάρχει κάτι το οποίο ένας Άνθρωπος θα ήταν καλό να συγκρατήσει ως μήνυμα, ανεξάρτητα από το αν επιθυμεί να εντρυφήσει στην Επιστήμη της Γλώσσας ή όχι, αυτό είναι ότι στη Γλώσσα χρωστά ο Άνθρωπος την διαχρονική ύπαρξη και πρόοδό του. Οι επιμέρους 6.000-7.000 γλώσσες που ομιλούνται παγκοσμίως είναι ως ποικιλίες «παιδιά» της Γλώσσας ως «Μητέρας». Χωρίς το σύνολο των πρώτων, η τελευταία είναι φτωχή, ενδεής. Η Γλωσσική Ισότητα, όπως έχει τονιστεί ήδη πολλάκις, είναι μονόδρομος για τη συνολική ευημερία της Ανθρωπότητας, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για την ευρεία απήχηση της Γλώσσας.