Πατήρ Λουκάς Καρούσος: “Με αφετηρία τα πρόσωπα των αγίων της εκκλησίας μας, τα οποία κατάφεραν να υπερβούν την ύλη και να ενωθούν με την τριαδική θεότητα, προσπαθώ, όσο αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ταπεινά ζωγραφικά μέσα, να αναζητήσω την πνευματική διάσταση των όσων ζωγραφίζω”

“Το μελλοντικό σχέδιό μου αφορά στο να συνεχίσω να “βασανίζομαι” αναζητώντας ζωγραφικές ποιότητες και ομορφιά. Και μιλάω για «βάσανο» γιατί η αναζήτηση αυτή δεν τελειώνει ποτέ, απλά ολοκληρώνεται με το μεταβατικό θάνατο, στην αιώνια ομορφιά της κοινωνίας με το θεό και τις ποιότητες του παραδείσου.”

Πως και πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε συστηματικά με τη ζωγραφική; Με τη ζωγραφική ασχολούμαι, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Μιας και ήμουν κλειστό παιδί, η ζωγραφική αποτελούσε ανέκαθεν μέσω εξωτερίκευσης αλλά και πηγή αναζήτησης ενός λόγου ικανού να πλαισιώσει έννοιες και συναισθήματα. Η μεγάλη βουτιά όμως, έγινε όταν ήρθα σε επαφή με τη ζωγραφική των βυζαντινών σε ηλικία 18 ετών. Από τα πρώτα κι όλας μαθήματα κοντά στο δάσκαλό μου Πέτρο Λαμπρινάκο, στη σχολή βυζαντινής ζωγραφικής της ιεράς μητρόπολης Πατρών αγάπησα την τέχνη του λαού μας αν και ακόμα τότε δεν είχα σαφή εικόνα για το αντικείμενο. Τα πράγματα αρχίσαν να ξεκαθαρίζουν πολύ αργότερα.

Σε ποιο ρεύμα ή κίνημα θα εντάσσατε τα έργα σας; Η αλήθεια είναι ότι αυτό το ζήτημα μ’ έχει απασχολήσει αρκετά, καθ’ ότι όσα χρόνια ζωγραφίζω παραπατάω ανάμεσα στον ευρωπαϊκό μοντερνισμό και την αδόκιμα λεγόμενη βυζαντινή τέχνη. Πάντα, όμως η πλάστιγγα γέρνει προς τον καθ’ ημάς ζωγραφικό τρόπο της εικόνας και η ενασχόληση με τη δυτικότροπη ζωγραφική αφορά κυρίως στην αναζήτηση ζωγραφικών ποιοτήτων με σκοπό αυτές να ενταχθούν σταδιακά στις εικόνες μου.

Από που αντλείτε την έμπνευσή σας; Το ανθρώπινο στοιχείο είναι πάντα παρόν στη δουλειά μου ακόμα και αν δεν είναι απόλυτα εμφανές, σε κάποιες λίγες περιπτώσεις. Με αφετηρία τα πρόσωπα των αγίων της εκκλησίας μας, τα οποία κατάφεραν να υπερβούν την ύλη και να ενωθούν με την τριαδική θεότητα προσπαθώ, όσο αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ταπεινά ζωγραφικά μέσα να αναζητήσω την πνευματική διάσταση των όσων ζωγραφίζω. Βασικό εργαλείο στον αγώνα αυτόν, είναι η μελέτη του βλέμματος των προσώπων, εκείνο το σημείο μιας μορφής που αφήνει την ψυχή της να βγει και να μιλήσει για τους πόνους, τι χαρές, τις λύπες, τους έρωτές της. Δυστυχώς αυτή η αναζήτηση είναι μάλλον ουτοπική, όμως αποτελεί σημαντική πηγή έμπνευσης. Έτσι κι αλλιώς η ζωγραφική της εικόνας δεν αφορά στην ουσία των εικονιζόμενων προσώπων αλλά στην αποτύπωση των μορφών αυτών, ούτε και επιδέχεται ανθρώπινους συναισθηματισμούς. Σημαντικό λόγο στη δημιουργία όμως παίζει και η οικογένεια μου και η σχέση μου με τα πρόσωπα της καθημερινότητας.

Υπάρχουν προσωπικότητες ή άλλοι καλλιτέχνες που έχουν επηρεάσει το έργο σας; Στη ζωή μου είχα τη μεγάλη ευλογία να έχω τρείς πολύ σημαντικούς δασκάλους. Θα προτιμήσω λοιπόν να μη αναφερθώ στους μεγάλους μαίστορες του παρελθόντος μα σε αυτούς του παρόντος. Όπως είπα παραπάνω ο αγιογράφος Πέτρος Λαμπρινάκος υπήρξε δάσκαλος, φίλος, σύμβουλος, αδελφός και έπαιξε ίσως τον πλέον καθοριστικό ρόλο στη μέχρι τώρα εικαστική μου πορεία. Στη συνέχεια μαθήτευσα δίπλα στον αείμνηστο Χαράλαμπο Θεμιστοκλέους, μεγάλο γλύπτη και ζωγράφο της εποχής μας ο οποίος τίμησε την ταπεινή Πάτρα με την παρουσία και το έργο του. Τη μεγαλύτερη όμως επιρροή τόσο στην δουλειά όσο και στην ζωή μου εν γένη, ασκεί ο Ζωγράφος Γιώργος Κόρδης. Η γνωριμία μου μαζί του και η εξέλιξη της τέχνης του είναι ίσως και η σημαντικότερη πηγή έμπνευσης αλλά και ο λόγος που με κρατάει όρθιο στις δύσκολες στιγμές που φέρνουν η απόρριψη και η αμφισβήτηση, καταστάσεις τις οποίες εξ ορισμού θα βιώσει όποιος ζωγράφος της εικόνας προσπαθήσει να σεβαστεί την παράδοση της διαρκούς εξέλιξης ανά τους αιώνες, του συγκεκριμένου ζωγραφικού τρόπου.

Ποιά είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε θέσει στον εαυτό σας ως καλλιτέχνης; Νομίζω η μεγαλύτερη πρόκληση για κάθε καλλιτέχνη και κυρίως για έναν ζωγράφο είτε το αντιλαμβάνεται κανείς συνειδητά είτε όχι, είναι η δημιουργία ενός προσωπικού ύφους. Σε μια πολυσχισματική καλλιτεχνική πραγματικότητα, όπως αυτή μου κυριαρχεί στην εποχή μας, είναι τρομερά δύσκολο να καταφέρει κανείς να εντάξει το έργο του σε έναν κοινό λόγο δημιουργίας χωρίς παράλληλα να αφομοιωθεί από αυτόν. Ειδικά όταν μεσουρανούν μεγάλοι καλλιτέχνες όπως ο προαναφερθείς Κος. Γιώργος Κόρδης και άλλοι, οι οποίοι έχουν ανοίξει ήδη έναν σημαντικό εικαστικό διάλογο.

Πόσο αποδεκτή είναι η Τέχνη στην Ελλάδα σήμερα και τι ρόλο καλείται να παίξει στο δημόσιο χώρο; Η τέχνη στην Ελλάδα ήταν ανέκαθεν αποδεκτή. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ποιοι την αποδέχονται και με τι κριτήρια. Δυστυχώς η τέχνη σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο έχει γίνει προνόμιο των λίγων εκλεκτών μυημένων στα εικαστικά, συμπολιτών μας. Αυτό φυσικά δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστη την χώρα μας. Ο μοντερνισμός έφερε και μια Θεοποιημένη αυθεντία του καλλιτέχνη χάρη στην οποία ο ζωγράφος μπορεί να αυθαιρετεί ελεύθερα χωρίς καν να ενδιαφέρεται για το αν αυτός ο αποδέκτης της τέχνης θα είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης η ο κόσμος. Η ζωγραφική των βυζαντινών όμως, εξ ορισμού είχε και έχει ανοιχτό χαρακτήρα και τοποθετεί στον κέντρο της δημιουργίας τον απλό λαό ο οποίος έχει κάθε δικαίωμα στην συμμετοχή στον παιδευτικό χαρακτήρα της λαϊκής αλλά και εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Αυτός ο παιδευτικός χαρακτήρας της είναι και το σημαντικότερο όπλο για την παρουσία και την ευρεία αποδοχή της από τις εκάστοτε κοινότητες.

Ποιά είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Το σχέδιο μου αφορά στο να συνεχίσω να βασανίζομαι αναζητώντας ζωγραφικές ποιότητες και ομορφιά. Και μιλάω για «βάσανο» γιατί η αναζήτηση αυτή δεν τελειώνει ποτέ, απλά ολοκληρώνεται με τον μεταβατικό θάνατο, στην αιώνια ομορφιά της κοινωνίας με τον θεό και τις ποιότητες του παραδείσου.