Παγκόσμια Ημέρα Αγγλικής Γλώσσας: Μια Πανταχού Παρούσα Γλώσσα

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]

Η Παγκόσμια Ημέρα Αγγλικής Γλώσσας (World English Language Day) εορτάζεται ετησίως στις 23 Απριλίου. Η ψήφιση και θέσπισή της ήταν έργο της UNESCO εν έτει 2010. Αν εξετάσει κανείς την εν λόγω ημερομηνία μέσα στα ιστορικά συμφραζόμενά της, διαπιστώνονται αξιοσημείωτες ομοιότητες με την Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας (09 Φεβρουαρίου).

Πιο συγκεκριμένα, στις 23 Απριλίου 1616 έφυγε από τη ζωή ο εκ των γνωστότερων Άγγλων ποιητών και συγγραφέων Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare 1564-1616). Αντίστοιχα, στις 09 Φεβρουαρίου 1857 απεβίωσε ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι αμφότερες οι επέτειοι συμπίπτουν με τους θανάτους δύο σπουδαίων πνευματικών ανθρώπων για τις αντίστοιχες χώρες. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς -με έναν βαθμό επιφυλακτικότητας- να ισχυριζόταν ότι η Παγκόσμια Ημέρα Αγγλικής Γλώσσας (2010) αποτέλεσε πηγή έμπνευσης κατά μίαν έννοια για την Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας που βέβαια ψηφίστηκε και θεσπίστηκε πολύ αργότερα (2017).

Η Αγγλική Γλώσσα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς την ιστορία της. Μέχρι και τα μέσα περίπου του 20ου αι. ήταν ουσιαστικά η δεύτερη παγκοσμίως ομιλούμενη γλώσσα και ως τέτοια διδασκόταν στα σχολεία και λοιπά εκπαιδευτικά ιδρύματα, με τη Γαλλική όμως ως την τότε παγκόσμια γλώσσα (lingua franca) να κατέχει αισθητή πρωτιά σε ομιλητές και χρήση εκτός γαλλικών-γαλλόφωνων συνόρων. Η Αγγλική ξεκίνησε να κερδίζει προοδευτικά του πόντους της με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου χάρη στην ανάδειξη των ΗΠΑ σε οικονομική και στρατιωτική υπερδύναμη. Σημειωτέον ότι έχαιρε αναγνωρίσεως ήδη από τον 16ο αι. λόγω της εξάπλωσης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας κατά το διάστημα της Αποικιοκρατίας. Στα σχολεία έγινε μια πρώτη αρχή με την παράλληλη διδασκαλία Αγγλικής και Γαλλικής, φτάνοντας όμως στην δεκαετία του 1960, με την ισχύ και τον δυναμισμό της τελευταίας να σημειώνουν εμφανή καθοδική πορεία, η Αγγλική πήρε την θέση της πρώτης ξένης γλώσσας με την διδασκαλία της να καθίσταται υποχρεωτική σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Η δε Γαλλική έγινε δεύτερη ξένη γλώσσα και η διδασκαλία της προαιρετική, με δυνατότητες επιλογής ανάμεσα σε αυτήν και τη Γερμανική, σε κάποιες περιπτώσεις και την Ισπανική (κυρίως από το 1970 και έπειτα). Σήμερα, η Αγγλική εκτιμάται ότι αριθμεί συνολικά 350.000.000 φυσικούς ομιλητές στα αγγλόφωνα κράτη (Μ. Βρετανία, ΗΠΑ, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Καναδάς) και στο εξωτερικό (ενν. οι ομιλούντες αυτήν ως μητρική γλώσσα που διαμένουν εκτός αγγλόφωνων συνόρων).

Από δομικής απόψεως, η Αγγλική είναι αποδεδειγμένα μια από τις πιο απλοποιημένες γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο, γεγονός που δικαιολογεί την δυνατότητα έναρξης της διδασκαλίας της από πολύ μικρή ηλικία, πιο συγκεκριμένα ήδη από το τρίτο ηλικιακό έτος του παιδιού, εν αντιθέσει με άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες όταν διδάσκονται ως (δεύτερες) ξένες, π.χ. Γαλλική, Γερμανική. Καταρχάς, οι γραμματικοί κανόνες είναι πολύ απλοί και ξεκάθαροι χωρίς τρομερές εξαιρέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα δια του οποίου μπορεί να τεκμηριωθεί αυτή η διαπίστωση είναι τα κλιτά μέρη του λόγου. Τα ουσιαστικά δεν διακρίνονται σε γένη (αρσενικό-θηλυκό-ουδέτερο), κάτι που συνεπάγεται και μη διάκριση των άρθρων και μετοχών αντιστοίχως. Ενδεικτικά, για το αόριστο άρθρο υπάρχουν δύο τύποι (a, an), ενώ για το οριστικό μόνο ένας με καθολική ισχύ (the). Επιπλέον, τα πλείστα ρήματα είναι ομαλά όπως επιβεβαιώνεται από τον σχηματισμό του αορίστου και της πλειοψηφίας των λοιπών παρελθοντικών χρόνων με την προσθήκη της κατάληξης -ed στο αρχικό ενεστωτικό ρήμα, π.χ. wait-waited. Σε ο,τι αφορά στα άκλιτα μέρη του λόγου, η απλότητα της Αγγλικής θα έλεγε κανείς ότι αντικατοπτρίζεται ιδιαιτέρως στα επιρρήματα, τα οποία, ως ομαλά που είναι πλειοψηφικά, σχηματίζονται με τη βοήθεια του αρχικού επιθέτου στο οποίο προστίθεται η κατάληξη -ly, π.χ. effective-effectively. Παρά το αρκετά απλό γραμματικό σύστημά της, τα ακριβώς αντίθετα ισχύουν στην περίπτωση του λεξιλογίου, γεγονός που ενδέχεται να δυσκολέψει πραγματολογικά έναν αλλόγλωσσο χρήστη. Φτάνει να αναφερθεί μόνο ότι στις λεξιλογικές ποικιλίες στηρίζονται κατά βάση οι διαφορές μεταξύ των Αγγλικών των καθαρά αγγλόφωνων χωρών, καθώς επίσης και των επιμέρους διαλέκτων τους, λ.χ. της Αγγλοσαξονικής και της Σκωτσέζικης ως δύο πρώιμων μορφών που γεννήθηκαν και άνθισαν στα σύνορα της Βρετανικής Επικράτειας. Έτσι, για τη λέξη «ανελκυστήρας» π.χ. χρησιμοποιούνται κατά κανόνα δύο ορολογίες: lift (Βρετανικά Αγγλικά) vs. elevator (Αμερικανικά Αγγλικά). Ακόμα περισσότερο, μεταξύ τους παρατηρούνται -σπανιότερα- ορθογραφικές διαφορές στην ίδια όμως πάντα λέξη, π.χ. στην περίπτωση της μετοχής «υποκαίων-ουσα-ον»: smouldering (Βρετανικά Αγγλικά) vs. smoldering (Αμερικανικά Αγγλικά). Αυτού του είδους οι μικρές διαφοροποιήσεις έχουν αρκετά αυξημένες πιθανότητες να δυσχεράνουν την πρόσληψη και κατανόηση του προφορικού και γραπτού λόγου αντίστοιχα, ιδίως σε κάποιον άνθρωπο ο οποίος βρίσκεται ακόμα σε αρχάριο επίπεδο εκμάθησης της Αγγλικής και μάλιστα δεν έχει περάσει έστω ένα μικρό διάστημα της ζωής του σε κάποιο αγγλόφωνο κράτος για να εξοικειωθεί με τις τοπικές διαλέκτους, τις «ντοπιολαλιές» όπως είθισται να καλούνται αδόκιμα. Πάραυτα, η αρχική θέση ότι η Αγγλική σαν γλώσσα χαρακτηρίζεται από απλότητα και ευκολία που όμοιές τους σε άλλη λατινογενή γλώσσα σπανιότατα βρίσκονται παραμένει μη αναιρέσιμη.

Η εμπειρία μάς δείχνει μέχρι και σήμερα ακόμα ότι το εορταστικό κλίμα για την Παγκόσμια Ημέρα Αγγλικής Γλώσσας δεν ξεφεύγει πολύ από τα αμιγώς αγγλόφωνα εδάφη και σύνορα. Κοντολογίς, σχεδόν πουθενά στο εξωτερικό δεν θα δει κανείς εύκολα να χαίρει τούτη η επέτειος της αναγνωρισιμότητας που χαίρει στα κράτη των οποίων μητρική γλώσσα (mother language) είναι η Αγγλική. Μάλιστα, ειδικά στην περίπτωση της Μ. Βρετανίας θα τολμούσε κανείς να έλεγε ότι επιχειρείται να περαστεί ένα μήνυμα μοναδικότητας της Αγγλικής ως προς την αξία και χρησιμότητα αυτής. Κάτι που στα υπόλοιπα αγγλόφωνα κράτη δεν παρατηρείται τουλάχιστον τόσο έντονα. Σύμφωνα με μια στατιστική έρευνα της προηγούμενης δεκαετίας με συντονιστή το Ευρωβαρόμετρο (Eurobarometer 1974, Ειδικό Ευρωβαρόμετρο 386 «Οι Ευρωπαίοι και οι γλώσσες τους» του 2012), οι Βρετανοί επιδιώκουν την τελειοποίηση της Αγγλικής στα παιδιά τους σε τέτοιον βαθμό που προκειμένου να το καταφέρουν προχωρούν ακόμα και σε αποκλεισμό οποιασδήποτε άλλης γλώσσας κατά τα σχολικά χρόνια των τελευταίων. Εξάλλου, κατά την κρίση τους πάντα, από την στιγμή που η Αγγλική ομιλείται παγκοσμίως, οποιαδήποτε άλλη γλώσσα θα εμπλούτιζε ανωφελώς το γλωσσικό ρεπερτόριο (linguistic repertoire) των παιδιών. Σε κάθε περίπτωση όμως, η Αγγλική δεν παύει να αποτελεί μια από τις συνολικά 6 επίσημες γλώσσες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) και μάλιστα έχει το προνόμιο να φέρνει σε επαφή όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από τα όποια διαφορετικά χαρακτηριστικά τους όταν επιθυμούν να επικοινωνήσουν δίχως όμως να γνωρίζουν την ίδια γλώσσα. Σίγουρα δεν επελέγη τυχαία για αντικατάσταση της τέως παγκοσμίως ομιλούμενης Γαλλικής σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Και από αυτό το «πόστο», δηλαδή της lingua franca, επιτελεί τον δικό της ρόλο στην ομαλή συνύπαρξη και αρμονική συνεργασία λαών και εθνών μεταξύ τους, όπως άλλωστε δικαιούται και οφείλει να κάνει καθεμία ανθρώπινη γλώσσα.