Νίκος Στρατάκης: “Δεν επιδιώκω τη λόγια καταξίωση αλλά τη συγκίνηση, κι ας γίνεται «κλασσικώ τρόπω» ιδίωμα, με αφορμές μέσα κι από την ιστορία της τέχνης εκτός των άλλων”

“Η επιλογή να κινούμαι σε κλασσικά πρότυπα, στόχο έχει μέσα από ένα υπερκείμενο και συγκεντρωτικό επίτευγμα – ιδεολόγημα, της ελληνικής και κλασσικής τέχνης, να διαθέσω όσα αισθήματα από βιώματα και απόψεις μου.”

Πως και πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε συστηματικά με τη ζωγραφική; Οι ζωγράφοι μάλλον ζωγραφίζουν πριν γεννηθούν. Νήπιο καταπιανόμουν αποκλειστικά κι από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, η δασκάλα με έβαζε να σχεδιάζω στον μαυροπίνακα το μάθημα. Ζώα, φυτά, παραστάσεις υπαίθριες κλπ. Στην 4η δημοτικού πήγα στη σχολή σχεδίου και ζωγραφικής ΑBC δίπλα από το Ιλίου Μέλαθρον αλλά δεν κάθισα πολύ. Το μάθημα το βαριόμουν, με τις διακοσμητικές απαιτήσεις και τα “ornamenti”, ενώ ήδη σχεδίαζα με κάναβο και προοπτική κάνοντας με αρχαίους ρεπιτογραφους κατόψεις και γραφικά της ξαδέλφης μου.

Οι μονομάχοι, 200Χ150,
λάδι σε καμβά, 1994

Ήθελα σπουδή μοντέλου, εθισμένος ήδη στην έξαψη και την χαρά της ζωγραφικής απο φυσικό. Ξεκίνησα σοβαρά στο φροντιστήριο του Τάσου Ρήγα το1979 κατόπιν της θερμής προτροπής του φίλου ζωγράφου Παν. Καλδή και υπό την απειλή να βγάλω ναυτικό φυλλάδιο και να μπαρκάρω (μιας και οι σπουδές τότε ήταν θέσφατο) σκέφτηκα, μετά από μια αποτυχία να μπω φιλοσοφική, να δώσω στην ΑΣΚΤ. Πέρασα αμέσως στη σχολή το 1980 στο Α’ εργαστήριο με Μοράλη και Μυταρά. Πρόλαβα τον Κανακάκη και τους Μαρτίνο, Ζαχαρία, Δ Κούκο.

Σε ποιο ρεύμα ή κίνημα θα εντάσσατε τα έργα σας; Από που αντλείτε την έμπνευση σας; Ένας πληθωρικός μεταπολιτευτικός βιότοπος ιδεολογιών, που διακινούντο από την Πλάκα, τα Εξάρχεια ως τα βόρεια προάστια των Αθηνών. Διανόηση, λαϊκές αξίες, αρχαίοι και υπαρξιστές, απόνερα του Γαλλικού Μάη, πολυδιάσπαση της αριστεράς, σύγχρονη τέχνη, η ροκ μουσική και παρέες του περιθωρίου. Μας πέσανε πολλά!

Κατ’ ανάγκη, και όντας «άνθρωπος ζωντανός», επέδρασε δημιουργικά το γοητευτικό χάος αυτού του καλειδοσκοπικού κόσμου. Έντονες και οι παλίρροιες από τη σύγκρουση και τη σύγκριση της επαρχιακής, λαϊκής, μεταχουντικής Ελλάδας με την επέλαση των έξωθεν ιδεολογιών. Ο συγκερασμός του παλιού με το νέο ρομαντισμό. Οι δημιουργικές μου ανάγκες μοιραία, δεν περιορίζονταν σε μια κατεύθυνση, και σωστά πιστεύω, όντας χαρακτήρας πληθωρικός, «χάθηκα στη μετάφραση», στην εξερεύνηση. Αν και ιδιοσυγκρασιακά ο μεταϊμπρεσσιονισμός και ο εξπρεσιονισμός μου ταίριαζαν, πέρασα στο ρεαλισμό και τον κλασικισμό σε διάφορες εκδοχές. Προς μεγάλη απογοήτευση των φίλων ζωγράφων και βοηθών διδασκάλων του Α εργαστηρίου. Ο Μόραλης μ’ έλεγε πρωτεξάδελφο του Bonnard. Του άρεσαν πολύ οι σπουδές μου. Σχολίαζε απορώντας, πώς ένας ζωγράφος χωρίς σχέδιο, όπως ο Bonnard, έκανε ζωγραφική. Έτσι λοιπόν, εγώ διαολιζόμουν. Ο Μυταράς πάλι, ήταν άνθρωπος του σχεδίου και της σύνθεσης. Και ενώ οι χρωματικές μου απόπειρες είχαν επιτυχία, όσο το σχέδιο μου γινόταν αυστηρότερο, πέρασα σε πιο τονικές γκάμες. Επεδίωκα να μπορώ να ζωγραφίζω τα πάντα και διαφορετικά θέματα. Ακαδημαϊκά όνειρα ενός εξπρεσιονιστή. Πήρα τα πάνω μου, όταν σε μια ατομική, στη Λιακοπούλου, ο Μόραλης μου είπε επαινετικά: «Όσο ωριμάζει κανείς, σχεδιάζει!». Ακόμα και σήμερα συγκινούμαι, ήταν για μένα ο χρυσός Σταυρός του Φοίνικος. Σήμερα, «αφήνω το ίδιο το έργο να διαμορφώνει την κοίτη της εκφραστικής του ροής», προσαρμόζοντας τη θεματική σε αυτό, που θεωρώ καλύτερο στυλ για την απόδοση του.. Έτσι, μάλλον, το μεταμοντέρνο κι ο νεοακαδημαΐσμός είναι οι δυο στήλες που, ανάμεσά τους κινούμαι ευρύχωρα, παρέχοντάς μου τον απαραίτητο αέρα στο αφήγημα και επιτρέποντάς μου τη γοητευτική ευρύτητα των εκφραστικών τεχνικών. Η επιλογή να κινούμαι σε κλασσικά πρότυπα, στόχο έχει μέσα από ένα υπερκείμενο και συγκεντρωτικό επίτευγμα – ιδεολόγημα, της ελληνικής και κλασσικής τέχνης, να διαθέσω όσα αισθήματα από βιώματα και απόψεις μου.

Αρχαία αγορά, 120Χ160,
λάδι σε καμβά, 1996

Υπάρχουν προσωπικότητες ή άλλοι καλλιτέχνες που έχουν επηρεάσει το έργο σας; Όλοι και όλα με εντυπωσιάζουν, αν έχουν τη δομή, που στοιχειοθετείται από την υπέρβαση, που οδηγεί στο «Ωραίο», με τις πολλές και μια όψεις. Θα ήταν άδικο εκτός από την Ιστορία της Τέχνης και τους παλιούς Έλληνες ζωγράφους, να παραλείψω συμμαθητές, φίλους και δασκάλους. Αναφέρω και τη γενιά του ’30, λόγω του οράματος, της συγκρότησης και ταυτοποίησης της ελληνικότητας με σύγχρονους όρους.

Ποιά είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε θέσει στον εαυτό σας ως καλλιτέχνης; Μια ζωγραφική με ελληνικό προσδιορισμό αλλά διεθνή κατεύθυνση. Σε ένα ρεαλιστικό απείκασμα του τοπίου και των ηθών μας. Στη συνάφεια και συνέργεια της δυτικής τέχνης με την ελληνική μέσα από τις προσωπικές μου θεωρήσεις. Δεν επιδιώκω τη λόγια καταξίωση αλλά την συγκίνηση, κι ας γίνεται «κλασσικώ τρόπω» ιδίωμα, με αφορμές μέσα κι από την ιστορία της τέχνης εκτός των άλλων

Νεκρή φύση, 50Χ70,
λάδι σε καμβά, 2006

Πόσο αποδεκτή είναι η Τέχνη στην Ελλάδα σήμερα και τι ρόλο καλείται να παίξει στον δημόσιο χώρο; Παράπονο ως ελεύθερος επαγγελματίας ζωγράφος, δεν έχω. Ακομα και στη βαθειά, παρατεταμένη κρίση, η αποδοχή του κοινού επιβεβαιώνεται, όσο το δυνατόν, και εμπορικά από το κοινό… Το οποίο, πολύ ευαίσθητα, περιέγραψε η φίλτατη Ειρήνη Κανά. Διαφωνώ με τις Κασσάνδρες, που δεν βλέπουν συνέχεια στην οικονομία της τέχνης.. Υπάρχει ποιοτική ανέλιξη, άκρως ποικίλη κι ενδιαφέρουσα. Κόσμος επένδυσε και όχι τυχαία. Οι γκαλερί, παρόλες τις φαγωμάρες μας, και οι συλλέκτες κινήθηκαν με πολύ προσοχή και σεβασμό στο χώρο! Βλέπω πάλι, μετά το μεγάλο μούδιασμα, μια μεγάλη αύξηση του ενδιαφέροντος, μοιραία! Το έργο τέχνης είναι μοναδικό στη σιγουριά της αυταξίας του, ανεξάρτητο από οικονομικές μαγγανείες. Ανεπανάληπτο! Σήμερα, η τέχνη είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ για το Δήμο και τον λαό.
Ψυχαγωγική και νοηματική. Λυτρωτική, εκπαιδευτική. Εκστατική και ερωτική.

Ποιά είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Πολλά και φιλόδοξα, σωστό είναι να απαντηθούν με την επιτυχή πραγμάτωση τους. Μέσα σ’ ένα άξονα 2 ετών από τώρα. Βρίσκομαι στην αρχή δημιουργίας μιας έκθεσης. Η απάντηση ας δοθεί εκ των υστέρων με χρώματα.