Μονογλωσσία – Πολυγλωσσία: Μια Κοινωνιο(γλωσσο)λογική Θεώρηση

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]

Με την επισημοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1993 και την ψήφιση του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς για τις Γλώσσες (ΚΕΠΑΓ) το 2001, γνωστό και ως Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών (ΕΕΓ), ο Δυτικός Κόσμος αλλάζει ριζικά μορφή και οργάνωση. Oι προτάσεις του πονήματος αυτού επηρεάζουν σημαντικά την ξενόγλωσση εκπαιδευτική πολιτική σύσσωμης της Ευρώπης. Βασικός στόχος γίνεται η διασφάλιση της γλωσσικής πολυμορφίας, που θα εγγυηθεί τόσο την επιβίωση καθενός πολιτισμού ξεχωριστά όσο και την διαπολιτισμική συνύπαρξη. Παρόλο που οι περισσότερες απόψεις συμφώνησαν με τα παραπάνω, μια μερίδα αντιπρότεινε την επικράτηση της μονογλωσσίας. Η εισήγηση αυτή κατακρίθηκε έντονα από τους υποστηρικτές της γλωσσικής πολιτικής που θέλει κάθε Ευρωπαίο πολίτη κατά την υποχρεωτική εκπαίδευση να έρχεται σε επαφή, πέρα της μητρικής, με τουλάχιστον δύο ακόμα ξένες γλώσσες. Θα ήταν πράγματι ωφέλιμη η επικράτηση της μονογλωσσίας; Επίσης, πόσο ρεαλιστικό είναι να οραματιζόμαστε μονόγλωσσες κοινωνίες στον 21ο αι.;

Εκ πρώτης όψεως, οι διαχρονικές διαπραγματεύσεις επί του θέματος δίνουν την εντύπωση ότι προτιμάται κατά κόρον η πολυγλωσσία, με τη μονογλωσσία να στιγματίζεται σαν κάτι ίσως τοξικό για τις κοινωνικοπολιτισμικές ισορροπίες. Δεν ισχύει όμως υποχρεωτικά κάτι τέτοιο. Ούτε και οι Γλωσσικές Επιστήμες περνούν ένα τέτοιο απόλυτο μήνυμα. Η κεντρική ιδέα είναι ότι ο άνθρωπος μπορεί, διαμέσου της πολυγλωσσίας, να απολαύσει ποικίλα προνόμια, με πρώτο και κύριο την ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα τη μητρική γλώσσα του. Αποτυπώθηκε άλλωστε πολύ εύστοχα και από τον Γερμανό ποιητή Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe 1749-1832): «Κανένας μονόγλωσσος δεν ξέρει πραγματικά τη γλώσσα του». Μαθαίνοντας κανείς ξένες γλώσσες, ανακαλύπτει άγνωστες πτυχές της δικής του γλώσσας. Για παράδειγμα, κάποιος Έλληνας που καταπιάνεται με τη Γερμανική αργά ή γρήγορα διαπιστώνει τις ομοιότητες με την Αρχαία Ελληνική. Το ίδιο ισχύει και για κάποιον που έχει γνώση της πρώιμης μορφής της Λατινικής όταν μαθαίνει λατινογενείς γλώσσες, λ.χ. Ιταλική, Ισπανική. Το γλωσσικό ρεπερτόριο εμπλουτίζεται, οι ορίζοντες διευρύνονται, αλλάζουν άρδην η κοσμοθεωρία και η στάση ζωής του ανθρώπου. Επιπλέον, μέσα από την πολυγλωσσία προοδεύουν διάφοροι επιστημονικοί κλάδοι. Ιατροί από όλο τον κόσμο συσπειρώνονται σε έναν κοινό αγώνα ανακάλυψης νέων φαρμάκων κατά σκληρών ασθενειών. Εκπαιδευτικοί διαφορετικών εθνικοτήτων συσκέπτονται, ανταλλάσσουν παιδαγωγικές απόψεις, διαμορφώνουν και καταθέτουν προτάσεις προς βελτίωση των εκπαιδευτικών συστημάτων παγκοσμίως. Και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός. Προς αποφυγή παρανοήσεων, πολυγλωσσία καλείται η κατάσταση ταυτόχρονης γνώσης και ομιλίας άνω των δύο γλωσσών πλέον της μητρικής, είτε εκ γενετής είτε επίκτητα. Διαφορετικά μιλάμε για διγλωσσία, ένα ερευνητικό πεδίο διαρκώς παρόν στις Ανθρωπιστικές-Γλωσσικές Επιστήμες.

Παρά τις αντικειμενικά ισχυρές τάσεις της πολυγλωσσίας, η μονογλωσσία δείχνει να μην έχει εκλείψει εντελώς. Εξακολουθεί να κάνει αισθητή την παρουσία της και να χαίρει υποστήριξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που αποδεικνύει αυτήν την θέση είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου μητρική γλώσσα είναι η από τη μεταπολεμική περίοδο (1950 και εξής) παγκοσμίως ομιλούμενη Αγγλική. Στα ιδιωτικά και ιδίως στα δημόσια σχολεία της Βρετανικής Επικράτειας είναι σχεδόν απούσα μια δεύτερη ή τρίτη ξένη γλώσσα από τα καθημερινά προγράμματα διδασκαλίας. Οι περισσότεροι γονείς που επιθυμούν να διδαχθούν τα παιδιά τους κάποια ξένη γλώσσα αναγκάζονται να απευθυνθούν σε κάποιο ξενόγλωσσο φροντιστήριο ή καθηγητή ιδιαιτέρων γλωσσικών μαθημάτων. Ακόμα και αυτά όμως δείχνουν να εξελίσσονται σε είδος προς εξαφάνιση, ιδιαίτερα μετά το ιστορικό γεγονός του Brexit που αποτέλεσε την ισχυρότερη έκφραση επιθυμίας αποξένωσης της Μ. Βρετανίας από καθετί ευρωπαϊκό, ώστε να ακολουθήσει μια εντελώς δική της νομισματική και χρηματιστηριακή πολιτική. Από την άλλη, δεν ισχύει το ίδιο για τις ΗΠΑ, στων οποίων τα ιδιωτικά πρωτίστως σχολεία προβλέπεται η διδασκαλία τουλάχιστον μιας δεύτερης ξένης γλώσσας, έστω της Ισπανικής. Ας μην παρακάμψουμε κάτι πολύ σημαντικό: πολλές κοινωνίες, όπως της Αφρικής ή του Πακιστάν, οι οποίες παραμένουν ακόμα και στις μέρες μας μονόγλωσσες, δεν είναι τέτοιες από επιλογή αλλά λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων. Δεν είναι σε θέση να παράσχουν στους πολίτες τους ούτε τα προς το ζην, πόσο μάλλον να ψηφίσουν εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που θα προάγουν την πολυγλωσσία και την πολυπολιτισμικότητα.

Ειδικότερα στον 21ο αι., οποιαδήποτε συζήτηση περί μονόγλωσσων κοινωνιών θα ήταν ουτοπική. Με τη μετανάστευση και την προσφυγιά σε έξαρση, η πολυγλωσσία είναι φυσικό επακόλουθο της πολυπολιτισμικότητας που γεννάται. Με μια εκτενέστερη προσέγγιση θα διαπίστωνε κανείς τους κινδύνους που η μονογλωσσία εγκυμονεί για την θέση ανίσχυρων κρατών στον παγκόσμιο χάρτη. Εκτός αυτού, πολλοί άνθρωποι που βιοπορίζονται ως ξενόγλωσσοι εκπαιδευτικοί θα έχαναν τις δουλειές τους, με τα όποια επακόλουθα τόσο για τους ίδιους όσο και τις εθνικές οικονομίες.

Καθίσταται εμφανές πως ο φόβος ότι η πολυγλωσσία απειλεί την πολιτισμική ταυτότητα των λαών, που είναι και το κύριο επιχείρημα των δυναμικών υποστηρικτών της μονογλωσσίας, στερείται βάσης. Μέσα σε μια πολυπολιτισμική ΕΕ, της οποίας οι οραματιστές πίστεψαν ακράδαντα στη συνύπαρξη των εθνών με απόλυτο αίσθημα αλληλοσεβασμού, κανένας λαός δεν καλείται να απαρνηθεί τα συστατικά στοιχεία που τον κρατούν ενωμένο. Μπορούμε και οφείλουμε να εκμεταλλευτούμε το προνόμιο της πολυγλωσσίας ως εφαλτήριο για κοινωνίες πιο δίκαιες, πιο αλληλέγγυες, μα πάνω από όλα πιο ελεύθερες. Όχι μόνο στην ΕΕ, αλλά και σε όλο τον κόσμο.