«Λαγκαδινοί και Ηπειρώτες μαστόροι της πέτρας: συγγένειες εξ αίματος ή εκ τέχνης;»

Έκθεση στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Γιορτές της Πέτρας 2022» στα Λαγκάδια Αρκαδίας.

Συνδιοργάνωση: Άνθη της Πέτρας – Επέκεινα Χώρα

Εγκαίνια Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022, στις 19.00

Αίθουσα των πρώην καταστήματος ΕΛΤΑ

Επιμέλεια: Ίρις Κρητικού

Την Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022, στις 19.00, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Γιορτές της Πέτρας 2022», εγκαινιάζεται η έκθεση «Λαγκαδινοί και Ηπειρώτες μαστόροι της πέτρας: συγγένειες εξ αίματος ή εκ τέχνης;», στην Αίθουσα των πρώην καταστήματος ΕΛΤΑ στα Λαγκάδια της Αρκαδίας.

Τη συνδιοργάνωση έχουν τα Άνθη της Πέτρας και η Επέκεινα Χώρα, ενώ την επιμέλεια υπογράφει η ιστορικός τέχνης Ίρις Κρητικού.

Στην έκθεση παρουσιάζεται σπάνιο αρχειακό υλικό (ιδιωματικά γλωσσάρια μαστόρων, φωτογραφίες, οδοιπορικά και ημερολόγια εργασίας, εργαλεία κ.ά. συνδεδεμένο με τους μαστόρους της πέτρας της Αρκαδίας και της Ηπείρου, ενώ με έργα τους συμμετέχουν η λαγκαδινή Στρατηγούλα Γιαννικοπούλου και ο ηπειρώτης γλύπτης Γιώργος Χουλιαράς.

Στο πλαίσιο της έκθεσης κυκλοφορεί κατάλογος με κείμενα των: Γιάννη Τσιαούση, Προέδρου ΔΣ του σωματείου «Άνθη της Πέτρας»& Αναπλ. Καθηγητή Ιατρικής Σχολής Παν/μίου Κρήτης, Δρ. Νίκου Γιαννή, Ιδρυτή της «επέκεινα χώρα», Στρατηγούλας Γιαννικοπούλου, Γιώργου Χουλιαρά και Ίριδος Κρητικού.    

Μετά τις 20.00, τα εγκαίνια της έκθεσης θα ακολουθήσει συζήτηση στο Δημοτικό Σχολείο Λαγκαδίων με ομιλητές τους Γιάννη Δρίνη, Γιώργο Σμύρη και Μαρία Τσούπη και συντονισμό από τους Βασίλη Γκανιάτσα και Γιάννη Τσιαούση.

«Οι βαθιές ρίζες και οι συναρπαστικοί πλοχμοί των εκλεκτικών συγγενειών μεταξύ Λαγκαδινών και Ηπειρωτών μαστόρων, γίνονται κατανοητοί ήδη από το κρυστάλλινο ετούτο κομπολόι των ξεχασμένων λέξεων μιας πρωτογενούς και μονάκριβης ντοπιολαλιάς που φέρνει αμέσως στον νου ελληνικά λαϊκά παραμύθια και δημοτικά τραγούδια, γάμους και πανηγύρια, αποχωρισμούς και απώλειες αλλά ακόμη, τα ίδια τα στοιχειώδη συστατικά – τις πέτρες και τα νερά, τα εδάφη και την ψυχή της καταγωγής της», σημειώνει στον κατάλογο της έκθεσης η Ίρις Κρητικού.

«Η συνάντηση αυτή ανάμεσα στην Αρκαδική και τη Ζαγορίσια γη, πέρα από την άγνωστη χώρα των κεντημένων λέξεων που θα αρκούσαν ως προορισμός, διασώζει ακόμη πολύτιμα χειρόγραφα τετράδια και σπαρταριστά οδοιπορικά μαστόρων, οικογενειακά κειμήλια, χειροποίητα εργαλεία και φθαρμένες φωτογραφίες ανθρώπων που έστυψαν την πέτρα κυριολεκτικά και μεταφορικά, σκάβοντας, πελεκώντας, γεφυρώνοντας και χτίζοντας μονοπάτια και σπίτια, δημοσιές, πλατείες και γέφυρες, εκκλησιές και σχολεία που αντέχουν στον χρόνο και εξακολουθούν με το σοφό αρμολόγημα και την απέριττη ομορφιά τους να καθηλώνουν το βλέμμα και την ψυχή».

Με τρόπο συμβολικό, η συνάντηση αυτή επιστέφεται με έναν ακόμη οργανικό διάλογο. Χέρια και εργαλεία μαστόρων, μαυρόασπρα αναθήματα μνήμης μαεστρικά σχεδιασμένα με μολύβι σε χαρτί από τη λαγκαδινή Στρατηγούλα Γιαννικοπούλου, συνομιλούν με τα εμβληματικά πέτρινα γλυπτά – τις αναζητήσεις στην φόρμα και το χρώμα, το άυλο και την ύλη, τον μύθο, την ιδέα και τη μορφή του ηπειρώτη Γιώργου Χουλιαρά. «Παιδικά καλοκαίρια ανάμεσα σε βράχια και ιστορίες κτιστάδων, με την πέτρα να σημαδεύει τη ζωή σου και σταθερά να επανέρχεται στα έργα σου», γράφει η πρώτη. «Γεννήθηκα και μεγάλωσα κυκλωμένος από βουνά. Αίσθηση του στερεού και του δυνατού…», καταλήγει ο δεύτερος.

«Οι πολύτιμοι συνοδοιπόροι και ενορατικοί φίλοι που εκπροσωπούν και τιμούν με το έργο τους τα «Άνθη της Πέτρας» και την «επέκεινα χώρα», ενώνοντας την απόσταση και λειτουργώντας ως γέφυρα στην αναζήτηση των εκλεκτικών αυτών συγγενειών εξ αίματος και εκ τέχνης, υλοποιούν σήμερα τον δύσβατο ερευνητικό στόχο και τον αναπάντεχο προορισμό που ονειρευτήκαμε πολλούς μήνες πριν: την αληθινή δυνατότητα, βουνό με βουνό να σμίγει…», καταλήγει η επιμελήτρια της έκθεσης.

Οι εκλεκτικές συγγένειες της πέτρας που ανθίζουν

Η πέτρα είν’ ο θάνατος

η πέτρα είν’ η ζωή μου…

Η Πέτρα, στίχοι & μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

Πρώτη εκτέλεση: Βούλα Ζουμπουλάκη, στη θεατρική παράσταση «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», 1961.

Γκούρα λέγεται η πέτρα στα κρεκόνικα, τη μυστική γλώσσα των λαγκαδινών μαστόρων. Παναγιά, θα πει νερό, γρίβας είναι ο ασβέστης, φούσκαρι, το χώμα. Κουμπανία θα πειμπουλούκι, ενώ, μάνα, ή κάσα, είναι ο πρωτομάστορας. Κιούσης, ή και κρέκονας πάει να πει ο μάστορης, και τρανό χωριό ή κρεκονοχώρι, δεν είναι άλλο από τα Λαγκάδια. Αγιαδουλειά, είναι η αγία εργασία  των κτιστών μαστόρων και φωτερά είναι η πεντάμορφη ετούτη λέξη για τα μάτια. Για τα μάτια που ορθάνοιχτα αντικρίζουν τη μεγαλοσύνη αυτού του κόσμου, του φτιαγμένου από πέτρα και ουρανό.

Μα­νούρα, μα­νούρω και κι­ά­τρα, πάλι,λέγεται η πέτρα στα κουδαρίτικα, τη μυστική γλώσσα των ηπειρωτών μαστόρων. Μπόμπα αποκαλείται η στρογγυλή πέτρα και τσιβί η μικρή πετρούλα. Μού­λωμα, μοι­ρα­λι­ώτς ή τζβί­κουμα, πάει να πει παραγέμισμα με πέτρες μικρές. Μπι­λι­ό­κου, α­σπράδα ή α­σπρού­λιου, κά­λου ή α­σπρούδω είναι ο ασβέστης, κα­λούδ’, μαυ­ρούδ’, σσχου­ρι­μέ­νου είναι τοχώμαόπου πατούμε. Κου­δα­ρο­μάνα, κού­δας ή κάσα, κα­τα­μέ­γαςή τρα­νός, είναι ο πρωτομάστορας και κού­δας, κού­δαρ’ς, τσι­ου­κα­νάρ πάει να πει ο μάστορας, ο χτίστης. Λαγούδι ή κου­δα­ρό­πλ’ο ή γα­τούλ ή μα­λέτ­σικο είναι το παιδί, το μικρό το μαστορόπουλο.  

Οι βαθιές ρίζες και οι συναρπαστικοί πλοχμοί των εκλεκτικών συγγενειών μεταξύ Λαγκαδινών και Ηπειρωτών μαστόρων, γίνονται κατανοητοί ήδη από το κρυστάλλινο ετούτο κομπολόι των ξεχασμένων λέξεων μιας πρωτογενούς και μονάκριβης ντοπιολαλιάς που φέρνει αμέσως στον νου ελληνικά λαϊκά παραμύθια και δημοτικά τραγούδια, γάμους και πανηγύρια, αποχωρισμούς και απώλειες αλλά ακόμη, τα ίδια τα στοιχειώδη συστατικά – τις πέτρες και τα νερά, τα εδάφη και την ψυχή της καταγωγής της.

Η συνάντηση αυτή ανάμεσα στην Αρκαδική και τη Ζαγορίσια γη, πέρα από την άγνωστη χώρα των κεντημένων λέξεων που θα αρκούσαν πιστεύω ως προορισμός, διασώζει ακόμη πολύτιμα χειρόγραφα τετράδια και σπαρταριστά οδοιπορικά μαστόρων, οικογενειακά κειμήλια, χειροποίητα εργαλεία και φθαρμένες φωτογραφίες ανθρώπων που έστυψαν την πέτρα κυριολεκτικά και μεταφορικά, σκάβοντας, πελεκώντας, γεφυρώνοντας και χτίζοντας μονοπάτια και σπίτια, δημοσιές, πλατείες και γέφυρες, εκκλησιές και σχολεία που αντέχουν στον χρόνο και εξακολουθούν με το σοφό αρμολόγημα και την απέριττη ομορφιά τους να καθηλώνουν το βλέμμα και την ψυχή.

Με τρόπο συμβολικό, η συνάντηση αυτή επιστέφεται με έναν ακόμη οργανικό διάλογο. Χέρια και εργαλεία μαστόρων, μαυρόασπρα αναθήματα μνήμης μαεστρικά σχεδιασμένα με μολύβι σε χαρτί από τη λαγκαδινή Στρατηγούλα Γιαννικοπούλου, συνομιλούν με τα εμβληματικά πέτρινα γλυπτά – τις αναζητήσεις στην φόρμα και το χρώμα, το άυλο και την ύλη, τον μύθο, την ιδέα και τη μορφή του ηπειρώτη Γιώργου Χουλιαρά. «Παιδικά καλοκαίρια ανάμεσα σε βράχια και ιστορίες κτιστάδων, με την πέτρα να σημαδεύει τη ζωή σου και σταθερά να επανέρχεται στα έργα σου», γράφει η πρώτη. «Γεννήθηκα και μεγάλωσα κυκλωμένος από βουνά. Αίσθηση του στερεού και του δυνατού…», καταλήγει ο δεύτερος.

Οι πολύτιμοι συνοδοιπόροι και ενορατικοί φίλοι που εκπροσωπούν και τιμούν με το έργο τους τα «Άνθη της Πέτρας» και την «επέκεινα χώρα», ενώνοντας την απόσταση και λειτουργώντας ως γέφυρα στην αναζήτηση των εκλεκτικών αυτών συγγενειών εξ αίματος και εκ τέχνης, υλοποιούν σήμερα τον δύσβατο ερευνητικό στόχο και τον αναπάντεχο προορισμό που ονειρευτήκαμε πολλούς μήνες πριν: την αληθινή δυνατότητα, βουνό με βουνό να σμίγει… 

Ίρις Κρητικού Ιστορικός Τέχνης- Επιμελήτρια της έκθεσης

Η πέτρα ως άνθος

Λίθος κυλινδόμενος τὸ φῦκος οὐ ποιεῖ .

Ελλάδα, ένας τόπος γεμάτος ξερολιθιές. Ξερική, πέτρινη κατασκευή, τοίχοι, επίχρισμα τοίχων, πεζούλες, παρτέρια, φράχτες, μαντριά, στάνες, σταύλοι, γκαλντερίμια, περιτοίχιση γκαλντεριμιών, μονοπάτια, σκάλες, μοναστήρια, σπίτια, αλώνια, αυλές, πηγάδια, στέρνες, βρύσες, νεροτριβές, όχθες, γεφύρια, παραλίες, κάστρα, πολεμίστρες, κελάρια, πατητήρια και πόσα άλλα, ένας ολόκληρος κόσμος. Ένας άγνωστος κόσμος πλέον, που γυρεύει τη θέση του, όχι μόνον στην ιστορία. Η τσιμεντοσφράγιση και η ασφαλτοσφράγιση του εδάφους, οι τσιμεντένιες, οι σιδερένιες κατασκευές, δεν θα επικρατήσουν, τουλάχιστον οριστικά, ή καθολικά.

Κλίση του εδάφους, στρέψη ως προς τα σημεία του ορίζοντα, ποιότητα χώματος, ποιότητα πέτρας, υψόμετρο, έκθεση στον ήλιο, στην αλμύρα της θάλασσας, στον αγέρα, πατήματα, αρκάδες (άλλως πως ούβιες), κλίση των αρκάδων, συνδετικό υλικό. Όσο πιο μεγάλη η κλίση του εδάφους, τόσο πιο μικρή η απόσταση ανάμεσα στους αρκάδες, πολύ μεγάλη κλίση να’σου οι σκάλες. Βάζεις τις μεγάλες πέτρες, μετά όλο και μικρότερες, αλλά η τέχνη είναι στο δέσιμο. Στα γεφύρια το λένε κλείδωμα και το γνωρίζουν λίγοι μαστόροι. Το ζητούμενο είναι η αντοχή στο φορτίο, αυτό που σήμερα ανακαλύψαμε ως resilience. Μια χαρά άντεχαν. Άντεχαν και χάριν ελαστικότητας. Αν σκάψεις στην Ήπειρο, 20, 30 ίσως και 40cm, κάτω από το συσσωρευμένο φυλλόχωμα δεκαετιών ίσως και αιώνα, θα βρεις έναν άθικτο, κρυμμένο πέτρινο θησαυρό, λειασμένο και στρογγυλεμένο από τις οπλές των μουλαριών, το νερό, τον άνθρωπο που πέρασε, με την πατίνα του χρόνου στον φλοιό. Μια τομή θα σε πείσει. Και μετά τον κασμά, σκαλιστήρι, σκουπάκι, μια αρχαιολογική ανακάλυψη, αποζημίωση για τον εθελοντή, αποκάλυψη για τον ερευνητή, γονιμότητα για τον εραστή της ξερολιθιάς.

Παθαίνει κάπου ζημιά, δεν χρειάζεται γκρέμισμα, όπως στη σύγχρονη τοιχοποιία, επισκευάζεται τοπικά. Τα γκαλντερίμια προστατεύουν από τις πλημμύρες και τη διάβρωση του εδάφους. Εναρμονίζονται πλήρως με το φυσικό περιβάλλον. Με τα υλικά που είχε ο τόπος γινόταν η δουλειά. Επιτρέπουν στη βιοποικιλότητα να συνεχίσει, στις πεζούλες των Κυκλάδων πχ. πολύτιμα για την αλυσίδα των οικοσυστημάτων έντομα και ερπετά, εμφιλοχωρούν προς ευτυχή διαβίωση. Οικολογική ισορροπία και οργάνωση παραγωγικού χώρου μαζί, όταν δεν ήμασταν στην κλιματική κρίση.

Δάπεδα και τοίχοι. Με αρμό αναλόγως των δεδομένων. Στα δάπεδα (γκαλντερίμια) το θέμα είναι να σφηνώνει η πέτρα ένθεν κακείθεν με τοιχάρια ώστε να μην φεύγει, αλλά και να έχει μυρμηγκοφωλιές, να ‘ξεφυτρώνουν’ σαύρες, να φυτρώνουν άνθη, χόρτα, να βλασταίνει, αφού βλάστηση είναι ζωή. Αντιστρόφως, 3-5 μέτρα κάτω από το τσιμέντο και την άσφαλτο δεν απομένει το παραμικρό ίχνος ζωής. Πάνω στην άσφαλτο μια νεκρή αλεπού μόνον και μια πορτοκαλί πασχαλίτσα με μικρά μαύρα στίγματα στα φτερά να επιμένει.

Στους τοίχους των σπιτιών όπως στη φωτογραφία , το επίχρισμα (σοβάς) είναι κατασκευασμένο από τις αρχές κτήσης και χρήσης της οικίας. Όπως συνηθίζονταν, κατασκευάζεται από ντόπια υλικά και λειτουργούσε ως μόνωση της λιθοδομής από τα καιρικά στοιχεία (αέρα, θερμοκρασία και υγρασία), αλλά και ως αισθητικό στοιχείο αφού έφερε μονόχρωμο ή ζωγραφικό διάκοσμο. Το προκείμενο είναι κατασκευασμένο από τα εξής στρώματα: το πρώτο στρώμα αργιλοκονιάματος (τοπικός πηλός και άμμος) πάχους 2- 4εκ. με χρήση άχυρου ως οπλισμό, το δεύτερο στρώμα ασβεστοκονιάματος (ασβέστης και άμμος) πάχους 3- 5μμ με χρήση γιδότριχας ως οπλισμό και το τελικό χρωματικό στρώμα πάχους 0,5μμ, το οποίο κατασκευάζονταν με χρήση ορυκτών χρωστικών και αιώρημα ασβέστη ως συνδετικό. Συχνά γινόταν χρήση ζωικής ή φυτικής κόλλας όπως λάδι, ασπράδι αυγών ή και αλάτι ως σταθεροποιητής του χρωματικού στρώματος, το γνωστό κουρασάνι. Στο συγκεκριμένο χρησιμοποιήθηκαν χρωστικές λουλάκι και ώχρα στην κατώτερη ζώνη του επιχρίσματος. Διακρίνονται τα στρώματα κατασκευής, ο οπλισμός από άχυρο και γιδότριχα και μια από τις ξυλοδεσιές της τοιχοποιίας. Το αργιλοκονίαμα χρησιμοποιήθηκε κατά την κτήση πριν από τουλάχιστον 150 χρόνια και ως υλικό πλήρωσης αρμών της λιθοδομής κι όμως είναι ακόμη εκεί.

Τεχνική είναι και τέχνη συνάμα. Από αρχαιοτάτων, λέγεται ότι ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Έτσι συμπεριλήφθηκε η ξερολιθιά τον Νοέμβριο 1918 στα Μνημεία Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO, κατόπιν ελληνοκυπριακής πρωτοβουλίας που αγκαλιάστηκε και από άλλες ευρωπαϊκές και ειδικώς μεσογειακές χώρες. Εργαλεία, φωτογραφίες, γλυπτά, εικαστική έκθεση, χειρόγραφα, μαστορικό ιδιόλεκτο, στο επίκεντρο της πρωτοβουλίας των δύο Οργανώσεων Κοινωνίας Πολιτών.

Το παρόν συναπάντημα τέχνης και φύσης, με την αναπάντεχη για πολλούς αποκάλυψη της αναγωγής στις ίδιες ρίζες των Αρκάδων και Λαγκαδινών μαστόρων με τους Ηπειρώτες των Μαστοροχωρίων και των Τζουμέρκων, αφιερώνεται ειδικώς στη μνήμη της αείμνηστης Ελένης Πακρατίου, που πρόλαβε μέσα στην πανδημία, αν όχι να μας μάθει, πάντως να μας μυήσει κατά τις πεζοπορικές περιηγήσεις μας, στα Άνω Πεδινά, στην Τσίπιανη, στους Φραγκάδες, στο Καπέσοβο-Τσεπέλοβο, στη Βίτσα, σε ολόκληρη την επέκεινα χώρα, τη χώρα πίσω απ’ τα βουνά, το Ζαγόρι, σε αυτή τη μοναδική ταπεινή εκδήλωση λαϊκής αρχιτεκτονικής, που είναι η ξερολιθιά. Η πέτρα ως άνθος λοιπόν. Πέτρα η υποτιμημένη κι όμως τι άλλο έκανε την Ελλάδα, λίθος κυλινδόμενος.

Δρ Νίκος Δ. Γιαννής
Ιδρυτής επέκεινα χώρα