Κίνητρα και Προκλήσεις στην Ξενόγλωσση Εκπαιδευτική Διαδικασία

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]

Όπως κάθε είδους μάθηση, έτσι και η γλωσσομάθεια απαιτεί οργάνωση και μεθοδευμένη προσέγγιση, προκειμένου να έχει την ύψιστη δυνατή αποτελεσματικότητα. Πρώτα και κύρια προϋποτίθεται αρμονική συνεργασία μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων. Ακολουθεί η ορθολογιστική επιλογή και αξιοποίηση του διδακτικού υλικού. Τούτες οι παράμετροι εξασφαλίζουν μια ικανοποιητική αρχή, που είναι το ήμισυ της επιτυχίας. Δεν σημαίνει όμως ότι δεν ενδέχεται να προκύψουν αργότερα δυσχέρειες, μαθησιακού και όχι μόνο τύπου.

Καταρχάς είναι ζωτικής σημασίας η συνειδητή επιλογή ξένης γλώσσας. Κάθε μαθητευόμενος θα πρέπει να έχει ξεκαθαρισμένο μέσα στο μυαλό του για ποιους λόγους επιδιώκει να γίνει γνώστης μιας συγκεκριμένης γλώσσας. Οι στόχοι δίνουν νόημα στα πάντα και μέσω αυτών επιδίδεται ο άνθρωπος στον καθημερινό κοπιώδη αγώνα της ζωής. Η αποσαφήνιση των λόγων για τους οποίους χρειάζεται μια ξένη γλώσσα οδηγεί στις σωστές επόμενες κινήσεις (αναζήτηση καταλλήλως καταρτισμένων δασκάλων, έρευνα για το αναγκαίο διδακτικό υλικό, διαμόρφωση προγράμματος μελέτης κλπ.). Ενδεδειγμένες θεωρούνται οι επισκέψεις σε ξένα κράτη. Πολλά είναι τα παραδείγματα ανθρώπων που καταπιάστηκαν με μια γλώσσα έχοντας περάσει κάποιο χρονικό διάστημα στη χώρα προέλευσης αυτής οραματιζόμενοι τη μελλοντική ζωή τους εκεί. Ακόμα περισσότερο, τα ταξίδια συμβάλλουν στην ποιοτικότερη εκμάθηση των γλωσσών. Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι η συνδιαλλαγή με αλλοεθνείς υποστηρίζει τη γλωσσομάθεια ουσιαστικότερα από οποιαδήποτε τυπική διαδικασία μάθησης, π.χ. ιδιαίτερα μαθήματα ή επίσκεψη σε ξενόγλωσσα φροντιστήρια. Τέλος, εποικοδομητικά κίνητρα θεωρούνται οι δυνατότητες επαγγελματικής ανέλιξης, η διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων και η ανακάλυψη εναλλακτικών τρόπων ζωής και ψυχαγωγίας.

Οι βασικότερες αδυναμίες γλωσσομάθειας είναι μαθησιακής φύσεως. Δεν οφείλονται δηλαδή σε έλλειψη πνευματικής ενάργειας εκ μέρους του μαθητευομένου, αλλά σε εγγενείς δυσκολίες που δεν επιτρέπουν την πρόσληψη της γνώσης με τον τρόπο και τους ρυθμούς που ισχύουν για τον μέσο όρο των μαθητευομένων (γνωστό και ως τυπικό πληθυσμό). Σε τέτοιας λογής ζητήματα έρχονται να παίξουν πολύ σπουδαίο ρόλο εισηγούμενες όχι απλά θεωρητικές προτάσεις αλλά μάλλον επί του πρακτέου εφαρμόσιμες λύσεις δύο σπουδαίες ταυτόσημες μεταξύ τους επιστήμες: η Νευρογλωσσολογία και η Ψυχογλωσσολογία. Ο λόγος για ένα σταυροδρόμι Γλωσσολογίας και Νευροεπιστημών (Νευρολογίας) και Επιστημών Ψυχικής Υγείας (Ψυχολογίας) αντίστοιχα.

Ενδεικτικά παραδείγματα μαθησιακών, επομένως ως έναν βαθμό και γλωσσικών διαταραχών είναι η Δυσλεξία, η Εστιακή Εγκεφαλική Βλάβη και η ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας). Κάποιες είναι μάλλον λεκτικής, άλλες μη λεκτικής φύσεως, ενώ ορισμένες συνδυάζουν χαρακτηριστικά γλωσσικών και μη γλωσσικών ελλειμμάτων. Ανάλογα με τον βαθμό εκδήλωσης καθεμίας διαταραχής, συναρτήσει της γενικότερης κλινικής εικόνας καθενός ανθρώπου, παρατηρούνται ενίοτε χαμηλές επιδόσεις σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι της γλώσσας, λ.χ. στην προφορά, ενώ σε κάποιο άλλο (σχετικά) υψηλότερες, λ.χ. στην ανάγνωση και τη γραφή. Για παράδειγμα, ένα παιδί που πάσχει από Δυσλεξία κατανοεί ενδεχομένως με ικανοποιητική επάρκεια το λεξιλόγιο σε επίπεδο επανάληψης απλών και μεμονωμένων λέξεων. Ωστόσο, δεν ισχύει το ίδιο όταν του ζητείται να αποδώσει γραπτά μια λέξη ή να διαβάσει ενιαία κείμενα όπου λέξεις με πολυπλοκότερη φωνοτακτική δομή πρέπει να αναγνωστούν με συγκεκριμένο τρόπο και προκαθορισμένη σειρά.

Όπως επίσης είναι πιθανόν, π.χ. στις περιπτώσεις παιδιών με ΔΕΠΥ, εκτός από τις επιδόσεις στις γραπτές δοκιμασίες και στα μαθήματα για το σπίτι, να επηρεαστούν η προσοχή και η στάση εντός της σχολικής τάξης. Στη βιβλιογραφία, η ΔΕΠΥ είναι μάλλον γνωστή ως μη λεκτικής φύσεως διαταραχή. Οι ξενόγλωσσοι εκπαιδευτικοί διαπιστώνουν περισσότερες δυσκολίες στα παιδιά να προσαρμοστούν και συγκεντρωθούν στο μάθημα της γλώσσας και να επιδείξουν την απαιτούμενη φρόνιμη στάση παρά αμιγώς γλωσσικά ελλείμματα. Ακόμα και οι πιθανές χαμηλές επιδόσεις τους στις γλωσσικές δοκιμασίες είναι -τις περισσότερες τουλάχιστον φορές- απόρροια της απόσπασης προσοχής που εμφανίζουν και όχι του γλωσσικού επιπέδου τους αυτού καθαυτού. Γίνεται λόγος για πολύ συχνές καταστάσεις, ενώπιον των οποίων οι ξενόγλωσσοι εκπαιδευτικοί καλούνται να επιδείξουν ευελιξία προς αποφυγή αποδιοργάνωσης του συνόλου της μαθησιακής διαδικασίας.

Τέλος, σημειώνεται ότι περιπτώσεις γλωσσομάθειας με ασαφή ή πολύ επιπόλαια στοχοθέτηση δίχως προσχεδιασμό, όπως είναι η άσκοπη λήψη ενός ξενόγλωσσου πτυχίου, είναι καταδικασμένες ευθύς εξαρχής σε παταγώδη αποτυχία. Σε τοιαύτες επιπολαιότητες οφείλονται τα αναρίθμητα περιστατικά κατά τα οποία πολλοί άνθρωποι ξεκινούν με ζήλο να μαθαίνουν μια γλώσσα και λίαν συντόμως αυτό το αίσθημα τούς εγκαταλείπει μαζί και με κάθε προσπάθειά τους να γίνουν γνώστες της. Καταστάσεις δυσάρεστες πρωτίστως για τους μαθητευομένους που απογοητεύονται με τους εαυτούς τους και ύστερα έρχονται αντιμέτωποι με ψυχοφθόρα σύνδρομα κατωτερότητας και όχι μόνο.

Η γλωσσομάθεια, ως διαδικασία, είναι πράγματι απαιτητική και επίπονη. Είναι όμως συνάμα απολύτως απαραίτητη για την ομαλή συνύπαρξη ανθρώπων και εθνών μεταξύ τους. Σε βάθος χρόνου, ο κόσμος θα γίνεται προοδευτικά ολοένα και περισσότερο πολυπολιτισμικός. Δεν μπορούμε να αποτρέψουμε μια τέτοια εξέλιξη. Αλλά δεν χρειάζεται κιόλας, αφού μπορούμε να προετοιμαστούμε κατάλληλα για να την υποδεχθούμε και εν συνεχεία να την εντάξουμε στις ζωές μας χωρίς να διαταραχθούν επικίνδυνα οι ισορροπίες. Ας αναζητήσουμε εποικοδομητικά κίνητρα που θα μας καταστήσουν παραγωγικούς γλωσσομαθείς. Και αν δεν βρίσκουμε, τότε ας δημιουργήσουμε οι ίδιοι. Δυσκολίες και προκλήσεις θα συναντήσουμε αναπόφευκτα στην διαδρομή. Με ορθολογιστικό σχεδιασμό όμως θα ανταπεξέλθουμε, πετυχαίνοντας έτσι να ανοίξουμε πόρτες προς τον έξω κόσμο και τη μαγεία που αυτός μας προ(σ)καλεί να ανακαλύψουμε.