Κάλαντα στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’50

Αναμνήσεις του Ιατροδικαστού

Ματθαίου Τσούγκα

από την παραμονή των Χριστουγέννων στην Άνω Πόλη

Εκείνη την εποχή των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων οι γιορτές των Χριστουγέννων είχαν τελείως διαφορετική εικόνα από ότι σήμερα.

Σήμερα τον ερχομό των γιορτών μας τις αναγγέλλουν ακόμη και 40 ημέρες νωρίτερα τα φανταχτερά διακοσμημένα πολυκαταστήματα και οι Χριστουγεννιάτικες διαφημίσεις παιχνιδιών στην τηλεόραση που πασχίζουν με κάθε είδους τρυκ να κερδίσουν τις προτιμήσεις των μικρών καταναλωτών.

Τότε στα φτωχικά χρόνια της πληγωμένης από τους πολέμους Θεσσαλονίκης, τα φανταχτερά παιχνίδια ήταν μέρος των ονείρων μας και οι γιορτές των Χριστουγέννων αποτελούσαν για μας μια μακριά χαρούμενη τελετουργία.

Η εορταστική αύρα άρχιζε να αγγίζει τις καρδιές μας λίγο πριν σταματήσουν τα σχολεία και το αποκορύφωμα της ήταν τη παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς όταν η παιδική αδρεναλίνη εκτοξεύονταν στα ύψη.
Το σήμα για τον ερχομό των γιορτών δεν τον έδινε ούτε ο ανύπαρκτος τότε διάκοσμος της πόλης ούτε τα λιγοστά λαμπιόνια που τρεμόσβηναν στις προθήκες των καταστημάτων.
Τον ερχομό των γιορτών τα μικρά παιδιά τον μυρίζαμε. Τον μυρίζαμε στις γειτονιές από την οσμή των κουραμπιέδων, των μελομακάρονων και των κανταϊφιών που έπλαθαν οι μανάδες μας τρείς με τέσσερεις μέρες πριν από τις γιορτές.

Τα μοναδικά εκείνα σπιτικά σιροπιαστά γλυκίσματα που μετά το ψήσιμο τα ράντιζαν οι μανάδες μας με ζεστό σιρόπι, τα πασπάλιζαν με άχνη ζάχαρη ανάμικτη με κανέλλα και μοσβοβόλαγε όλο το σπίτι από την γλυκιά τους μυρωδιά.
Και εμείς μικροί θεωρούσαμε μεγάλη μας τιμή να μας εμπιστευθεί η μάννα μας το ταψί για να το πάμε στον φούρνο της γειτονιάς και το περιδιαβαίναμε σιγά-σιγά καμαρωτοί σαν να πηγαίναμε στην παρέλαση. ΄Επρεπε βλέπεις, όλες οι γειτόνισσες να δουν τι νοικοκυρά είναι η μάννα μας και τι καλές λιχουδιές φτιάχνει.
Που να διανοηθείς εκείνη την εποχή να αγοράσεις έτοιμα γλυκά. Αυτά ήταν για τις τεμπέλες και κανένα παιδί δεν θα έχαιρε της εκτίμησης των άλλων αν η μάννα του αγόραζε έτοιμα γλυκά.

Θυμάμαι τότε ότι τις παραμονές των γιορτών όλα τα σοκάκια της άνω Πόλης μοσχοβολούσαν από την μυρωδιά των κουραμπιέδων και σίγουρα δεν θα ήταν ανάγκη να ρωτήσεις που βρίσκεται ο φούρνος του «Σταυρούδη» , του «Γαλάνη» «το φουρνάκι» κ.λ.π. γιατί εκεί σε οδηγούσε με απόλυτη ακρίβεια η ίδια η όσφρηση σου.

Το αποκορύφωμα όμως που ανέβαζε στα ύψη την παιδική μας αδρεναλίνη ήταν το ξημέρωμα της παραμονής των Χριστουγέννων. Το βράδυ αμφιβάλω αν κάποιο από τα παιδιά της γειτονιάς μπορούσε να κοιμηθεί ήρεμα. Στριφογυρίζαμε στο κρεβάτι μας και κάναμε ανακεφαλαίωση όλων των σχεδίων μας για τα πρωινά κάλαντα για να μην πάει κάτι στραβά. Μη τυχόν και δεν ξυπνήσει ο Νίκος , μήπως δεν αφήσει τον Φώτη η μαμά του να έρθει μαζί μας γιατί είχε λίγο πυρετό χθες κ.λπ. κ.λ.π.

Και τότε αν κάτι δεν πήγαινε καλά τι θα γίνονταν, πάνε τα σχέδια μας, κρίμα οι προσπάθειες μας για να κάνουμε το καλλίτερο τρίο σ’ όλη την περιοχή της Κασσάνδρου. Πού λοιπόν να σε πιάσει ο ύπνος. Ηταν θέμα τιμής να βγούμε φέτος πρώτοι γιατί πέρσι είχαμε μαζέψει 145 δραχμές και ήρθαμε δεύτεροι.

Το ξημέρωμα του πρωινού της παραμονής των εορτών ήταν η μόνη μέρα που οι μανάδες δεν ξυπνούσαν τα παιδιά τους αλλά συνέβαινε το αντίθετο, τα παιδιά ξυπνούσαν τους γονείς.

Γύρω λοιπόν στις 5.30 το πρωί δεν μας κρατούσε τίποτα στο κρεβάτι μας (άλλωστε δεν νομίζω να είχαμε κοιμηθεί κιόλας). Ανάβαμε τα φώτα, ντυνόμασταν, βάζαμε μια μπουκιά ψωμί στο στόμα μας και δρόμο να προλάβουμε την συνάντηση έξω από το σπίτι του Φώτη. Ο Φώτης θα έφερνε το τρίγωνο, ο Νίκος μια φυσαρμόνικα για να συμπληρώσουμε με μελωδία τις φωνές μας γιατί πέρσι η άλλη παρέα των παιδιών, που έμεναν στην Σωκράτους, είχαν φυσαρμόνικα και τα κατάφεραν καλλίτερα.

Και όσο περνούσε ή ώρα και χάραζε το ξημέρωμα στα σπίτια στις γειτονιές της Άνω Πόλης αρχίζανε και φέγγουν ένα- ένα τα φώτα πίσω από τις ξύλινες γρίλιες των παραθύρων.

Στα πέτρινα καλντερίμια ακούγονταν από νωρίς τα ξημερώματα ένα παράξενο ελαφρύ ποδοβολητό, χαρακτηριστικά διαφορετικό από το καθημερινό γνώριμο βαρύ βήμα των μεροκαματιάρηδων που βιάζονται να προλάβουν το πρώτο λεωφορείο από την στάση του «Λυμπεράκη» στις 5:30.

Τυλιγμένοι μέσα στα παλτά μας , με γάντια και κουκούλες έως τα αυτιά ανηφορίζαμε την Ιουλιανού για να περάσουμε από την Παναγία τη Λαοδηγήτρια να κάνουμε τον Σταυρό μας και να αρχίσουμε να τραγουδάμε τα κάλαντα στα σπίτια της Κασσάνδρου όπως κάθε χρόνο.
Οι δουλευτάρηδες που έφευγαν πρωί – πρωί από τα σπίτια τους και που μας συναντούσαν στο διάβα τους γνώριζαν τον σκοπό της πρωινής τρεχάλας και μας εύχονταν με χαμόγελο «χρόνια πολλά και καλή σερμαγιά», δηλαδή μας εύχονταν καλές εισπράξεις από τα κάλαντα. Φτάναμε στον προορισμό μας και ξεκινούσαμε πάντα από τα σπίτια που βλέπαμε να υπάρχει κάποιο φώς από τα παραθυρόφυλλα ή ακόμα και από τις χαραμάδες του τσατμά ( ελαφριά κατασκευή από λάσπη, ξύλο και καλάμι). Ζητούσαμε φωναχτά την άδεια του οικοδεσπότη με το κλασικό ερώτημα «Να τα πούμε ; … Να τα πούμε; » Χαμογελαστοί πάντα οι νοικοκυραίοι άνοιγαν την πόρτα με σίγουρη την ανταπόκριση «Πείτετα , πείτετα και χρόνια πολλά.»
Τότε μέσα στην πρωινή ησυχία του χειμωνιάτικου χαράματος οι παιδικές φωνούλες άρχιζαν να μεταφέρουν το χαρμόσυνο μήνυμα του ερχομού του Χριστού και της επί της γης ειρήνης.

«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα πρώτη χαρά στον κόσμο,
Για βγάτε, δέστε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται . . . .»

Η το πιο αγαπητό σε εμένα :

«Καλήν ημέρα άρχοντες και αν είναι ο ορισμός σας
Χριστού την Θεία γένεση να πώ στο αρχοντικό σας . . .»

Φυσικά πάντα τελειώναμε με το γνωστό:
«. . . σ’ αυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μην ραγίσει
Και ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει
Και να μας , και να μας ευχαριστήσει.!!!! »

Η τέχνη του μάρκετιγκ της εποχής ήταν να γνωρίζουμε το ευαίσθητο σημείο και το μυστικό του σπιτιού, οπότε αυτοσχεδιάζαμε όπως π.χ. αν το νοικοκύρης ήταν ναυτικός τότε κλείναμε με τον στοίχο:
« . . . κι’ ο νοικοκύρης του σπιτιού γρήγορα πίσω να γυρίσει. . .»
΄Η αν η γυναίκα του ήταν έγκυος τότε τραγουδούσαμε:
« . . . κι’ ο νοικοκύρης του σπιτιού λεβέντη ν’ αποκτήσει. . . »

Η ομορφιά και η ανθρωπιά της παλιάς γειτονιάς ήταν ότι όλους σχεδόν όσους επισκεπτόμασταν τους γνωρίζαμε και όλοι , μα όλοι μας καλοδέχονταν. Μερικοί είχαν για γούρι να τους ξυπνούν τα κάλαντα την παραμονή των Χριστουγέννων. Ακόμη και η Σμυρνιά , που είχε χάσει τον άντρα της στην μεγάλη φωτιά της καταστροφής της Σμύρνης και το παλικάρι της στον πόλεμο του ’40 , ακόμα και αυτή την μοναδική φορά που στα χείλη της ζωγραφίζονταν ένα ελαφρύ χαμόγελο ήταν όταν τα παιδιά της γειτονιάς της κτυπούσαν την πόρτα και της τραγουδούσαν τα κάλαντα. Γνωρίζαμε ότι μας περίμενε για να μας κεράσει Σμυρνέϊκα γλυκά, και να μας διηγηθεί για πολλοστή φορά για τις γιορτές στην Σμύρνη, στην πλατεία Μπελαβίστα, για την Αγία Φωτεινή, τον ΄Αγιο Στέφανο, για τα γλέντια στις ταβέρνες κ.λ.π. λες και η ψυχή της δεν ακολούθησε το σώμα της και δεν έφτασε ποτέ στην Θεσσαλονίκη αλλά έμεινε εκεί που γεννήθηκε, εκεί που γέννησε το μονάκριβο παιδί της , εκεί που βρίσκονται θαμμένα τα κόκαλα των γονιών της.
Πιο κάτω τα λέγαμε στο σπίτι του κυρ’ Αχιλλέα του ωρολογά με την μεγάλη αυλή, στο σπίτι του Δασκάλου και το σπίτι του καρβουνιάρη που μας περίμενε πρώτα να ακούσει τα κάλαντα και μετά να ζέψει το γαϊδουράκι του στο κάρο και να αρχίσει να πουλά τα κάρβουνα του στις άλλες γειτονιές της Θεσσαλονίκης. ΄Ηταν βλέπεις χειμώνας, γιορτές και υπήρχε μεγάλη ζήτηση για κάρβουνο και ο καρβουνιάρης είχε να θρέψει πέντε ψυχές και το γαϊδουράκι του που ήταν και αυτό μέλος της οικογένειας του. Αν το γαϊδουράκι του ήταν γερό τότε θα είχε φαί για όλους.
΄Ετσι περνούσαν οι πρώτες πρωινές ώρες και κατά το μεσημέρι κουρασμένοι πια από το ανέβα κατέβα τα καλντερίμια της ΄Ανω Πόλης παίρναμε τον δρόμο για την Εγνατία για να κάνουμε καμιά «σκαλωμαρία» στα τράμ ή για να πούμε τα κάλαντα στα «Μέγαρα» που είχαν και ανελκυστήρα . Λίγοι σήμερα θα αντιλαμβάνονταν ότι η ύπαρξη ανελκυστήρα στην δεκαετία του ’50 ήταν κάτι το υπερπολυτελές για τα φτωχόπαιδα της άνω πόλης οι βόλτες με ανελκυστήρα ήταν ότι οι βόλτες σε παιχνίδια του Λούνα Πάρκ.
Τις παραμονές των γιορτών ήταν οι μόνες μέρες που δεν θα μας απαγόρευαν να κάνουμε τις βόλτες μας με το καινούργιο μας παιγχνίδι που οι μεγάλοι το αποκαλούσαν «Ανσασέρ».
Όμως οι ώρες την παραμονή των Χριστουγέννων κυλούσαν πολύ γρήγορα και το απομεσήμερο κάναμε το «κλείσιμο του ταμείου».

Η αγωνία μας ήταν αν τα λεφτά που μαζεύαμε θα κάλυπταν τουλάχιστον τις ανάγκες που κάθε παιδική φαντασία εκτρέφει. Θα μπορούσαμε τουλάχιστον να αγοράσουμε μια δερμάτινη μπάλα και καμιά δεκαριά γυάλινες μπίλιες ή θα αγοράζαμε πάλι τις χωμάτινες που τις λέγαμε «κουϊνάκια»; Θα μπορούσαμε να πάμε σινεμά και να δούμε κανένα καουμπόικο έργο στην «Αίγλη» , στον «Ορφέα» ή στο «Ιντεάλ» ; Θα έφθαναν τα λεφτά και για καμιά τουλούμπα, κανένα φοινίκι κ.λ.π. κ.λ.π.
Αλλά δεν πειράζει.

Αν δεν έφθαναν τα λεφτά από τα κάλαντα των Χριστουγέννων υπήρχαν και τα κάλαντα του Αι’ Βασίλη και των Φώτων