Η αλωνιστική μηχανή και η φωτο-γραφία της

Επιμέλεια Άρθρου: Ιωάννης Καής

Απέναντι στoν ιλιγγιώδη τρόπο που μεταβάλλεται το παρόν η προσέγγιση του παρελθόντος και ο αναστοχασμός, φαντάζει ως αντίδοτο αναζήτησης αυθεντικότητας και ταυτότητας.

Ένα φωτογραφικό αποτύπωμα του παρελθόντος στην εποχή του θερισμού, στις αρχές του 20ου αιώνα, του αιώνα των μεγάλων αλλαγών, στην τότε Θεσσαλία των ανισοτήτων και των αντιθέσεων, των κολίγων και των τσιφλικάδων, λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της και την πρόσδεση στον εθνικό κορμό του νεοσύστατου κράτους.

Σ’ ένα αλώνι στο θεσσαλικό κάμπο το καλοκαίρι του 1907, (ίσως στην ευρύτερη περιοχή του χωριού μου Διαλεχτού Τρικάλων με την τότε ονομασία Διάλεσι), μία ξεθωριασμένη εικόνα, παγωμένη στο χρόνο, συνάμα όμως και τόσο ζωντανή, με μία *αλωνιστική μηχανή φερμένη από το μέλλον, τη λεγόμενη πατόζα, να περιστοιχίζεται από ένα ετερόκλητο ανθρώπινο πλήθος, σαν σε θίασο με τους πρωταγωνιστές και τους κομπάρσους επί σκηνής, όπου ως “μάρτυρες” μέσα από τους κοινωνικούς τους ρόλους μας αποκαλύπτουν τις αξίες και τα νοήματα της κοινωνικής, πολιτικής και ιστορικής τους ζωής.

Ποζάρουν μπροστά οι οικογένειες των γαιοκτημόνων, του Λάζαρου Μουχτάρη εμπόρου γουναρικών με εμπορική δραστηριότητα στη Ρουμανία και καταγωγή από τη Σιάτιστα, που έμενε μόνιμα στο κονάκι που υπήρχε στο Διάλεσι, του Απόστολου Βλιτσάκη δικηγόρου από τα Τρίκαλα με καταγωγή από τη Γράλιστα Αγράφων και του Αναστάσιου Αβέρωφ γεωπόνου με καταγωγή από το Μέτσοβο, που όμως δεν έμεναν στο χωριό, αλλά είχαν αποθήκες για τη σοδειά. Καλοντυμένοι με ευρωπαϊκή φινέτσα, δυτικότροπη πολιτισμική αντίληψη, και ένα απομεινάρι ανατολίτικης δόξας.

Γύρω τους οι ντόπιοι κολίγοι (ακτήμονες **επίμορτες καλλιεργητές – “ζευγίτες” και “παρακεντέδες” -μισθωτοί αγροεργάτες) σκορπισμένοι ανάμεσα στις οικείες τους θημωνιές, μέσα στην “αναιδή” απλότητα τους.
Οι “Αδερφοί Α.Καή” όπως αναφέρει η ταμπέλα, οι πρόγονοι μου, ο προπαππούς μου Αθανάσιος (Νάσιος) Καής με τον αδερφό του Απόστολο (Τόλιο) Καή, κολίγοι κι αυτοί που όμως κατάφεραν να έχουν την εποπτεία και το χειρισμό του πρωτοποριακού αυτού αλωνιστικού συγκροτήματος, στέκουν πάνω στην αλωνιστική μηχανή, με περισσή περηφάνια, ως σε χαρά ή ως σε κατάκτηση και με μια συμβολική κίνηση υψώνουν τα δεμάτια με τα στάχυα σα να ήταν τα φλάμπουρα κάποιου καραγκούνικου γάμου ή τα μπαϊράκια μιας νέας επανάστασης.
Σηκώνουν ψηλά τη δύναμη της γης τους, αυτή που νιώθουν ότι θα τους οδηγήσει στο μέλλον.

Μόλις τρία χρόνια αργότερα, το 1910 ξεκινά στο Κιλελέρ η εξέγερση και ο αιματοβαμμένος αγώνας των καραγκουνήδων κολίγων, μεταβάλλοντας οριστικά το γαιοκτητικό καθεστώς στο Θεσσαλικό κάμπο και τη σχέση των αγροτών με τη γη τους.

Προφανής αφορμή για τη γέννηση της φωτογραφίας η νεοφερμένη από την Ευρώπη ατμοκίνητη αλωνιστική μηχανή, μια απ’ τις πρώτες που έφερε εκείνη την εποχή στο θεσσαλικό κάμπο ο Αναστάσιος Αβέρωφ.

Οι καινοτόμες αλωνιστικές μηχανές που υμνήθηκαν από τον ***τύπο της εποχής, αλλά δαιμονοποιοήθηκαν από τον παραδοσιακό τότε κόσμο της υπαίθρου, (τις θεώρησαν “κατάρα θεού”, θηρία τις αποκαλούσαν), έμελε να μεταβάλλουν σταδιακά μέσα στα επόμενα χρόνια, με την εμφάνιση αργότερα και των εξελιγμένων θεριζοαλωνιστικών μηχανών, τα δεδομένα της παραδοσιακής αγροτικής παραγωγής, μεταμορφώνοντας παράλληλα τις κοινωνικές, πολιτισμικές, οικονομικές και πολιτικές δομές και παραδόσεις.

Ο θεωρητικός και φιλόσοφος Maurice Halbwachs, έχει πει ότι η μνήμη δεν αποτελεί αποθήκευση του παρελθόντος, αλλά αναπλάθεται καθημερινά υπό την επήρεια του παρόντος. Το εθνογραφικό αυτό φωτογραφικό τεκμήριο, με αναστοχαστικό πολιτισμικό νόημα,
εισβάλει στη μνήμη γεννά συναισθήματα, ερμηνείες, καθιστώντας την ενεργό δύναμη στο παρόν.

*Το 1837 η πρώτη ατμοκίνητη αλωνιστική μηχανή, λαμβάνει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στην Αμερική. Ήταν ένα ετερόφωτο μηχάνημα χωρίς δίκη του μηχανή, την κίνηση την έπαιρνε από τρακτέρ ατμοκίνητο αρχικά ή πετρελαιοκίνητο αργότερα, με μεγάλο ιμάντα. Κουμάντο σ’ αυτήν έκανε ο μηχανικός, με τους εργάτες πού «τάιζαν» την μηχανή, έκοβαν τα δεματικά και ζύγιζαν την σοδειά.Τα δεμάτια μεταφέρονταν αρχικά με τα χέρια ή μετέπειτα με αναβατόριο, εκεί κόβονταν και έπεφταν στην μηχανή όπου από τα κόσκινα σε μια χοάνη έβγαινε ο καρπός και ένα μπουρί πετούσε το άχυρο.

**Οι κολίγοι στο αλώνι στο τέλος του αλωνίσματος έδιναν στον τσιφλικά ιδιοκτήτη το 1/3 ή το 1/2 της σοδειάς που λεγόταν μορτή.

***Εφημερίδα Ακρόπολις 25/7/1886.
“Εις τρία θεσσαλικά χωρία… γίνεται εφέτος ο αλωνισμός των γεννημάτων δι’ αλωνιστικών μηχανών. ιδού εν πραγματικόν βήμα προόδου είς τό κράτος ημών”