Μετάφραση ▪ Επίμετρο ▪ Σημειώσεις
Νίκος Σκοπλάκης
Α’ έκδοση: Δεκέμβριος 2018
Αριθμός σελίδων: 156 ▪ Τιμή: €13,25
ISBN: 978-618-82781-6-5
Η Ιστορία στην «Ανθρώπινη Κωμωδία» του Μπαλζάκ είναι πρώτα απ’ όλα η Ιστορία της διαφοράς και της αντίθεσης μέσα από ανταγωνισμούς και κερδοσκοπίες, κληρονομιές και δολοφονίες, μικρές ραδιουργίες και «αόρατες» συνωμοσίες.
Το «Ένα επεισόδιο από την εποχή της Τρομοκρατίας» και «Το κόκκινο πανδοχείο», ως συστατικά μέρη της Ανθρώπινης Κωμωδίας, δεν διαθέτουν ως μοναδικό τους σύνδεσμο το ότι διαδραματίζονται σε συγκεκριμένες φάσεις από την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Αν και με διαφορετικό τρόπο, συναντάμε και στα δύο το χρήμα και το αίμα — ή το χρυσάφι και ένα κομμένο κεφάλι.
Ο Μπαλζάκ, με την «επαναστατική διαλεκτική» του, μας δίνει δύο καταπληκτικές ρεαλιστικές ιστορίες από την «κοινωνία» της «Ανθρώπινης Κωμωδίας».
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Ονομαζόταν Χέρμαν, όπως σχεδόν όλοι οι Γερμανοί τους οποίους ανεβάζουν στη σκηνή οι συγγραφείς. Ως άνθρωπος που τίποτα δεν ξέρει να κάνει με επιπολαιότητα, είχε καλοκαθίσει στο τραπέζι του τραπεζίτη, έτρωγε μ’ εκείνη την —τόσο ξακουστή στην Ευρώπη— τευτονική όρεξη και αποχαιρετούσε με ευσυνειδησία την κουζίνα της μεγάλης ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ. Για να τιμήσει τον φιλοξενούμενό του, ο οικοδεσπότης είχε προσκαλέσει ορισμένους στενούς φίλους, κεφαλαιούχους ή έμπορους, και πολλές γυναίκες, αξιέραστες, όμορφες, των οποίων η χαριτωμένη φλυαρία και οι ανυπόκριτοι τρόποι εναρμονίζονταν με τη γερμανική εγκαρδιότητα. Στ’ αλήθεια, αν μπορούσατε να δείτε —όπως εγώ είχα την ευχαρίστηση να δω— εκείνη τη χαρούμενη συνάθροιση ανθρώπων που είχαν μαζέψει τα εμπορικά τους γαμψόνυχα για να κερδοσκοπήσουν πάνω στις απολαύσεις της ζωής, θα σας ήταν δύσκολο να μισήσετε τα προεξοφλητικά επιτόκια των τοκογλύφων ή να ρίξετε ανάθεμα στις χρεοκοπίες. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει πάντα το κακό. Επίσης, ακόμα και μεταξύ των πειρατών, πρέπει να υπάρχει κάποια γλυκιά στιγμή, κατά την οποία θα νομίζατε πως είναι πάνω στο απαίσιο πλοίο τους όπως θα ήταν σε μια αιώρα.
«Προτού να αποχωριστούμε, ο κύριος Χέρμαν θα μας διηγηθεί, ευελπιστώ, ακόμα μία γερμανική ιστορία που θα μας τρομάξει για τα καλά!».
[…] Οι συνδαιτυμόνες στράφηκαν αυθόρμητα προς το μέρος του καλού Γερμανού, ενθουσιασμένοι όλοι τους που θα είχαν ν’ ακούσουν μια ποιητική αφήγηση […] Κατά τη διάρκεια εκείνου του ευλογημένου διαλείμματος, η φωνή ενός αφηγητή μοιάζει πάντα εξαίσια στις ναρκωμένες μας αισθήσεις∙ ευνοεί την αρνητική ευτυχία τους. Εγώ, θηρευτής εικόνων, αποθαύμαζα γύρω μου τα πρόσωπα που φαιδρύνονταν από κάποιο χαμόγελο και φωτίζονταν από τα κεριά, φλογισμένα από την ευωχία∙ οι διαφορετικές εκφράσεις των προσώπων προξενούσαν διασκεδαστικές εντυπώσεις εν μέσω των πολύφωτων, των κανίστρων από πορσελάνη, των φρούτων και των κρυστάλλων.
Ξάφνου, προσήλωσε τη φαντασία μου η θωριά ενός συνδαιτυμόνα, ο οποίος καθόταν ακριβώς απέναντί μου. Ήταν άντρας μεσαίου αναστήματος, παχουλός, περιγελαστικός, είχε το παρουσιαστικό και τους τρόπους ενός μεσίτη συναλλαγών κι έμοιαζε να μην είναι προικισμένος παρά μόνο με μια πολύ συνηθισμένη διάνοια, δεν τον είχα επισημάνει ακόμα∙ εκείνη τη στιγμή, το πρόσωπό του μου φάνηκε πως άλλαξε ύφος, σκοτεινιασμένο, δίχως αμφιβολία, από κάποια αλλοίωση του φωτισμού∙ είχε γίνει κάτωχρο και βιολετί αποχρώσεις το αυλάκωναν. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν η νεκρική όψη ενός ανθρώπου που ψυχορραγούσε. Ασάλευτος όπως τα ζωγραφισμένα πρόσωπα στο διόραμα, με βλέμμα αποχαυνωμένο και καρφωμένο στις έδρες ενός κρυστάλλινου πώματος που στραφτάλιζαν∙ μα, στα σίγουρα, δεν τις μετρούσε κι έμοιαζε βυθισμένος σε κάποια εκστατική ενατένιση του μέλλοντος ή του παρελθόντος. Αφού εξέτασα για πολλή ώρα αυτό το αμφίθυμο πρόσωπο, μου γεννήθηκαν αυτές οι σκέψεις: «Άραγε, υποφέρει;», είπα από μέσα μου, «μήπως ήπιε πολύ; Μήπως καταστράφηκε από μια πτώση των κρατικών χρεογράφων; Και αν σκέφτεται πώς να εξαπατήσει τους πιστωτές του;».
«Κοιτάξτε!», είπα στη διπλανή μου, δείχνοντάς της το πρόσωπο του άγνωστου, «αυτό δεν είναι μια χρεοκοπία που ανθίζει;».
[Από τη νουβέλα «Το κόκκινο πανδοχείο»]