Γλώσσες, Σύγχρονη Τεχνολογία, Επικοινωνιακοί Προβληματισμοί Επόμενης Μέρας

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]

Στον αιώνα που διανύουμε, η επιρροή που η τεχνολογία ασκεί στους τομείς της καθημερινότητας, ιδίως δε στην αγορά εργασίας, είναι ηλίου φαεινότερη. Πλέον είναι ανέφικτη η επαγγελματική επιτυχία χωρίς βασικές έστω δεξιότητες διαχείρισης Η/Υ. Η «σάρωση» της ζωής μας από την τεχνολογία και τα μέσα της θα ήταν αδύνατον να άφηνε ανεπηρέαστες τις παγκοσμίως ομιλούμενες γλώσσες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προειδοποιεί η Επιστημονική Κοινότητα σε μια προσπάθεια να εφιστήσει την προσοχή στην επερχόμενη αφομοίωση της ανθρώπινης από την υπολογιστική γλώσσα. Μια εξέλιξη που θα πρέπει πάση θυσία καταρχήν να καθυστερήσει και έπειτα, στον βαθμό πάντα του δυνατού, να αποφευχθεί. Σε αντίθετη περίπτωση, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των ειδημόνων, θα φτάσουμε να μιλάμε για «θάνατο» της γλώσσας ως επικοινωνιακού μέσου και συνακόλουθο «αφανισμό» της ανθρωπότητας. Είναι τοις πάσι γνωστό εξάλλου ότι συγκροτημένες ανθρώπινες κοινωνίες χωρίς οργανωμένα συστήματα γλώσσας και επικοινωνίας δεν νοούνται τη σήμερον ημέρα. Μια μερίδα «κριτών» θα χαρακτήριζε τις εν λόγω θέσεις άκρατες κινδυνολογίες, οι υπόλοιποι πάλι θα τις λόγιαζαν βάσιμες εκτιμήσεις που δεν πρέπει κανείς να πάρει αψήφιστα. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση, αλλά η θεώρησή της, έτσι όπως παρουσιάστηκε παραπάνω, δεν είναι ολοκληρωμένη. Μια παράμετρος την οποία δεν θα ήταν ερευνητικά και επιστημονικά ορθό να άφηνε κανείς εκτός κάδρου είναι εκείνη της γλωσσομάθειας, η οποία αποδεδειγμένα έχει ενισχυθεί χάρη στη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας και στις επαναστατικές ρυθμίσεις που αυτή έχει «γεννήσει».

Αυτήν την θέση επιβεβαιώνουν δίχως ίχνος αμφιβολίας οι (γλωσσικοί) εκπαιδευτικοί, εκφράζοντας τη βαθύτατη πεποίθησή τους ότι οι τεχνολογικές πρόοδοι έχουν καταστήσει το μάθημα της (ξένης) γλώσσας πιο «εύπεπτο». Το δε διδακτικό έργο τους όχι απλά έχει διευκολυνθεί, αλλά έχει γίνει και πολύ πιο ευχάριστο για τους ίδιους και προπαντός τους μαθητές τους. Οι παραδοσιακές δασκαλοκεντρικές μέθοδοι σταδιακά εγκαταλείπονται ή αν μη τι άλλο περιορίζεται η χρήση τους ως παλαιομοδίτικων και όχι προσαρμοσμένων στις ιδιαίτερες ανάγκες του εδώ και τώρα. Χωρίς την υποστήριξη των τεχνολογικών μέσων δεν νοείται ουσιαστική εξοικείωση με τη γλώσσα. Αυτό ισχύει ακόμα και για τους αυτοδίδακτους γλωσσομαθείς. Με στόχο την επαρκή κατάκτηση της γλώσσας δεν φτάνουν η οργανωμένη μελέτη και η συνετή αξιοποίηση των (γλωσσικών) διδακτικών εγχειριδίων. Η οπτικοακουστική εξοικείωση με την τεχνολογία είναι προαπαιτούμενη για να γίνει η γλώσσα «κτήμα» και να μην είναι απλά μια τυπική μαθησιακή διαδικασία. Αυτή η εξοικείωση μπορεί να επιτευχθεί μεταξύ άλλων μέσω: α) ηλεκτρονικών εκδόσεων εφημερίδων / περιοδικών, που πιθανόν δεν υπάρχουν σε έντυπες μορφές, β) ραδιοφωνικών σταθμών / τηλεοπτικών καναλιών με εκπομπές που άπτονται των εκάστοτε ενδιαφερόντων, γ) γλωσσικών εφαρμογών εκπαιδευτικού περιεχομένου κ.ά. Τούτα είναι μερικά μόνο παραδείγματα τα οποία επιβεβαιώνουν πόσο αρωγός στέκεται η τεχνολογία σε εκείνους που για προσωπικούς λόγους βασίζονται αποκλειστικά στις ατομικές δυνάμεις και ικανότητές τους για να κατακτήσουν μια οποιαδήποτε γλώσσα. Το Διαδίκτυο παρέχει εναλλακτικές εφαρμογές οι οποίες ικανοποιούν τις πάσης φύσεως (γλωσσικές) μαθησιακές ανάγκες, π.χ. την ακουστική κατανόηση και τον προφορικό λόγο. Δεν νοείται στις μέρες μας άνθρωπος να θέλει να δραστηριοποιηθεί στον τομέα της εκπαίδευσης, όχι μόνο ως εκπαιδευτικός (ξένων) γλωσσών, χωρίς να διαθέτει στοιχειώδεις γνώσεις Η/Υ τις οποίες θα δύναται προσκομίζοντας κάποιο επίσημο χαρτί να βεβαιώσει.

Όμως το διδακτικό κομμάτι δεν είναι παρά μόνο η μια όψη του νομίσματος και βέβαια επ’ ουδενί λόγω δεν θα πρέπει να θεωρήσει κανείς ότι η τεχνολογική πρόοδος «λύνει τα χέρια» των (γλωσσικών) εκπαιδευτικών συντελεστών στο 100%. Επιπλέον, και σε επίπεδο καθημερινής επικοινωνίας έχει να επιδείξει η γλώσσα της τεχνολογίας εξέχουσα προσφορά με τις «φατσούλες». Τα κοινώς λεγόμενα emojis μπορούν να συνοδεύουν ή και να αντικαθιστούν ενίοτε το εκτενές κείμενο και έτσι δίνουν χρώμα και χάρη σε μια συζήτηση απρόσωπη και εκ πρώτης όψεως ψυχρή. Ομοίως και τα «αυτοκόλλητα» (stickers), πολλά εκ των οποίων παρουσιάζουν την ιδιότητα της (επαναλαμβανόμενης πολύχρωμης) κίνησης, που π.χ. στέλνει φιλιά ή καρδούλες σε ένδειξη αγάπης, γεννώντας έτσι ένα είδος «υπολογιστικής σωματικής γλώσσας».

Αυτό που είναι το σημαντικότερο όλων δεν είναι άλλο από το να αποφευχθεί η αλλοίωση της ανθρώπινης γλώσσας εξαιτίας της τεχνολογίας. Αυτός ο κίνδυνος πάντα ελλοχεύει (βλ. Greeklish) και οι συνέπειές του θα απέβαιναν δυσμενέστατες αν επαληθευόταν. Γλωσσικές και άρα επικοινωνιακές «βόμβες» είναι, μεταξύ άλλων, οι αυτόματοι διορθωτές στα πληκτρολόγια (Τ9 ο γνωστότερος εξ αυτών) και οι αυτόματοι μεταφραστές, λ.χ. Google Translate. Οι δυνατότητές τους να διορθώνουν γλωσσικά κενά και εκφραστικές αβλεψίες σε ούτε λίγο ούτε πολύ όλες τις περιστάσεις εφησυχάζουν τον μέσο χρήστη της τεχνολογίας σε σημείο γλωσσικής «υποδούλωσης» (βλ. και εφαρμογή “Grammarly”). Με άλλα λόγια, καθότι κάθε αταίριαστη (θεωρητικά) γραμματική, συντακτική και λεξιλογική επιλογή αναγνωρίζεται και υπογραμμίζεται αυτόματα μέσω των ειδικά προορισμένων διορθωτικών μηχανισμών, ο ίδιος ο χρήστης δεν χρειάζεται να προβληματιστεί για το πραγματικό γλωσσικό επίπεδό του. Η ίδια η τεχνολογία το κάνει για αυτόν, γενόμενη «αφέντης» του ανθρώπου και αυτός «δούλος» της, ανατρέποντας κατά κόρον τις αρχικές ισορροπίες. Όταν συνειδητοποιήσει κανείς πως έχουμε φτάσει σε σημείο να μας «διαφεντεύει» η τεχνολογία, ενώ η αρχική ιδέα ήταν να βρίσκεται η τεχνολογία στην υπηρεσία του ανθρώπου, εύκολα γίνεται αντιληπτό πως στη μακρινή πορεία της τεχνολογίας από το παρελθόν μέχρι σήμερα κάτι δεν έχει πάει καθόλου καλά.

Το μέγεθος της γοητείας που ασκεί η τεχνολογία καθρεφτίζεται ξεκάθαρα στην προτίμηση της διαδικτυακής επικοινωνίας και σχέσης με τον συνάνθρωπο σε φάσεις όπου είναι εφικτό κανείς να συνδιαλλαχθεί φυσικά, ζωντανά. Δυστυχώς, πλειοψηφικά τουλάχιστον, από την πανδημία του COVID-19 δεν διδαχθήκαμε απολύτως τίποτα. Στην περίοδο της υγειονομικής κρίσης «εγκλωβίστηκε» μοιραία και αναπόφευκτα η επικοινωνία μας μέσα σε μικρά «παραθυράκια», τις οθόνες. Σε όλο αυτό το κάθε άλλο παρά σύντομο διάστημα, κατά το οποίο η ανθρώπινη γλώσσα απώλεσε τη ζωντάνια και διαδραστικότητά της, αντικαθιστάμενη από την υπολογιστική και τεχνολογική γλώσσα, κοινή ευχή όλων ήταν αυτό το «πάγωμα του χρόνου» να ήταν ένα καθεστώς κατά το δυνατόν παρωδικό. Και πράγματι παρήλθε, με θυσίες και απώλειες τραγικές, ενίοτε δε και δυσαναπλήρωτες. Και λοιπόν; Τι άλλαξε προς το καλύτερο; Κατά πόσο έχουμε προσπαθήσει, μετά την ολική ουσιαστικά επιστροφή μας στην κανονικότητα, να «σπάσουμε» πραγματικά τα δεσμά της οθόνης και του πληκτρολογίου που για σχεδόν μια διετία μας κρατούσαν μακριά και στοίχιζαν στην υγεία της ψυχής, του πνεύματος, του σώματός μας ολόκληρου;

Όλοι μας παραπονιόμασταν τότε ότι «αυτό δεν είναι ζωή», «έχουμε ανάγκη να επικοινωνήσουμε ουσιαστικά, να νιώσουμε ο ένας κοντά στον άλλον», «το γλωσσικό και επικοινωνιακό χάρισμά μας αιμορραγεί». Και ακούγαμε να μας υπόσχονται ότι «έρχονται καλύτερες μέρες, θα αγκαλιαστούμε και θα φιληθούμε ξανά». Ήγγικεν η ώρα. Πώς προϋπαντήσαμε την κανονικότητα που τόσο μας είχε λείψει; Η εμπειρία δείχνει πως είναι ουκ ολίγοι οι άνθρωποι που «βολεύτηκαν» την τελευταία διετία στην εικονική «πραγματικότητα» που «έφτιαξε» η υγειονομική λαίλαπα και -φέρονται λες και- δεν θέλουν να την αποχωριστούν. Προτιμούν να δουλεύουν από το σπίτι, να πίνουν «διαδικτυακούς καφέδες» από το σπίτι, εν γένει να «δίδονται» ψυχή τε και σώματι στις γλωσσικές και επικοινωνιακές δυνατότητες των τεχνολογικών μέσων. Πολλές φορές μάλιστα ποντάροντας σε άλλα επίκαιρα «εμπόδια», όπως την ανατίμηση της βενζίνης που καθιστά αναγκαίο τον περιορισμό των προς διάνυση χιλιομετρικών αποστάσεων ημερησίως. Λες και δεν ξέρουν αυτοί οι «βολεμένοι» πως σε τοιούτα ζητήματα κάθε τέτοια φτηνή δικαιολογία δεν μεταφράζεται σαν «δεν μπορώ / έχω χρόνο» αλλά σαν «δεν θέλω / έχω όρεξη».

Είναι πολύ αργά ώστε «να θαρρούμε πως με απόφαση και τόλμη θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά» (ποίημα «Τρώες» του Κ.Π.Καβάφη); Κάλλιο αργά παρά ποτέ θα πω εγώ για κλείσιμο. Και πλάι σε αυτό θα προσθέσω την ευχή να μην αποδειχθούμε άξιοι της μοίρας μας για άλλη μια φορά σε ακόμα ένα επίπεδο. Για τη γενιά μας αλλά και τις γενιές που θα διαδεχθούν την δική μας.