Γλώσσα του Σώματος και Μη Λεκτική Επικοινωνία

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]

Η γλώσσα και οι λειτουργίες της βρίσκονται στο επίκεντρο των Γλωσσικών Επιστημών. Ο χρονικός προσδιορισμός της γέννησης της γλώσσας αποτελεί δύσκολο εγχείρημα και οι σχετικές εκτιμήσεις ποικίλουν και αντιφάσκουν. Κάποιες κάνουν λόγο για σταδιακή εμφάνισή της κατά την Παλαιολιθική (1.000.000-10.000 π.Χ.), άλλες κατά τη Νεολιθική Εποχή (6.500-3.000 π.Χ.). Αρκετή απήχηση φαίνεται να έχει η αφήγηση της Γενέσεως, του γνωστότερου πιθανώς βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης και γενικότερα της Αγίας Γραφής, που αναφέρεται στον Πύργο της Βαβέλ και πώς αυτός, όπως όλα δείχνουν, εναπόθεσε τα πρώτα γλωσσικά σπέρματα στην ανθρωπότητα. Πιο συγκεκριμένα, η θεόσταλτη γλωσσική σύγχυση, που στόχο είχε να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να αγγίξουν με το οικοδόμημά τους τον ουρανό ως κτίσμα του Θεού, ανέδειξε την ανάγκη θέσπισης κοινών κωδικών επικοινωνίας προς επίτευξη προόδου. Καμία όμως από αυτές τις εκδοχές δεν έχει στοιχειοθετηθεί πλήρως, ως εκ τούτου αντιμετωπίζονται μέχρι σήμερα με επιφυλακτικότητα και μετριοπάθεια. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η γλώσσα του σώματος, η επονομαζόμενη μη λεκτική επικοινωνία.

Η γλώσσα του σώματος είναι πολύμορφη. Θα μπορούσαμε να ισχυριζόμασταν ότι το ίδιο το εξωτερικό περίβλημα συνιστά γλωσσικό τύπο. Βλέμμα και κορμοστασιά αποτυπώνουν με σαφήνεια και στόμφο όσα μερικές φορές στόμα και γλώσσα δεν βρίσκουν τις κατάλληλες λέξεις να εκφράσουν. Ακόμα, η σιωπή είναι εκφραστικό μέσο με ανυπολόγιστη ισχύ. Το γνωστό ρητό «Η σιωπή μου προς απάντησή σου» μαρτυρά, μεταξύ άλλων, πόσο εκφραστικός δύναται κανείς να γίνει απλά και μόνο κρατώντας χείλη σφραγισμένα και στόμα κλειστό. Επιπροσθέτως, αξιόλογο ενδιαφέρον εμφανίζουν τα αγγίγματα, η επονομαζόμενη σωματική επαφή. Στο σημείο αυτό μπορούμε να κάνουμε λόγο για 2 κατηγορίες μη λεκτικής επικοινωνίας: α) την θετικά φορτισμένη, β) την αρνητικά φορτισμένη μη λεκτική επικοινωνία.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα για την πρώτη κατηγορία θα μπορούσαν να ήταν η αγκαλιά, το φιλί και το χάδι ως εκφραστές ανιδιοτελούς και ειλικρινούς αγάπης προς οικεία πρόσωπα. Με τη σειρά τους, αυτά τα παραδείγματα μπορούν να υποδιαιρεθούν σε υποκατηγορίες, π.χ. στην περίπτωση του φιλιού έχουμε το φιλικό φιλί στο μάγουλο και το ερωτικό φιλί στο στόμα.

Στην δεύτερη κατηγορία θα μπορούσαμε να κατατάσσαμε την κλωτσιά, την σπρωξιά, το χαστούκι και πάσα σωματική βία. Στόχος αυτών των αρνητικών μορφών μη λεκτικής επικοινωνίας, των οποίων οι εντάσεις παρουσιάζουν διακυμάνσεις, είναι προφανώς να εκφράσουν απέχθεια, θυμό και ίσως μίσος.

Ενίοτε, οι αρνητικές μορφές μη λεκτικής επικοινωνίας μπορούν να έχουν και θετικό περιεχόμενο, για παράδειγμα οι ήπιες φιλικές «κλωτσιές» και τα επιπόλαια ερωτικά «χαστούκια». Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε πως ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή πως οι θετικές μορφές μη λεκτικής επικοινωνίας ενέχουν αρνητικό πρόσημο. Αποτελεί πραγματικά κάτι το αξιοθαύμαστο πώς κινήσεις και χειρονομίες φαινομενικά απλές και καθημερινές στην πραγματικότητα κρύβουν τόσο βαθύτερα μηνύματα στο παρασκήνιό τους.

Η πολυπλοκότερη όψη της μη λεκτικής επικοινωνίας είναι η γλώσσα της τεχνολογίας. Η εκδοχή που επιστημονικά κερδίζει τους περισσότερους πόντους μεταξύ των γλωσσολογικών κύκλων ιδίως στηρίζεται στην πεποίθηση ότι πρόκειται για έναν αρκετά πρωτότυπο συνδυασμό λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας. Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται οι προσωπικότερες μορφές ηλεκτρονικής επικοινωνίας, π.χ. οι βιντεοκλήσεις, ενώ στην δεύτερη οι πιο απρόσωπες, π.χ. τα γραπτά μηνύματα και οι τηλεφωνικές κλήσεις χωρίς βιντεοκάμερα. Μάλλον όμως τείνει στο σύνολό της περισσότερο προς την μη λεκτική επικοινωνία, κυρίως επειδή δεν γίνονται πάντοτε σεβαστοί οι θεμελιώδεις κανόνες της ομιλούμενης και γραπτής γλώσσας. Μια εξέλιξη σίγουρα ανησυχητική για το μέλλον της ανθρώπινης γλώσσας και επικοινωνίας. Διότι, αν η τελευταία αφομοιωθεί από τη γλώσσα της τεχνολογίας, οι ανά τον κόσμο γλώσσες αργά ή γρήγορα θα «αφανιστούν». Πλέον η επικοινωνία θα ορίζεται από εξωγενείς παράγοντες και όχι από εμάς τους ίδιους. Επιπροσθέτως, η γλώσσα του σώματος θα πάψει ουσιαστικά να υφίσταται λόγω της απόστασης που επιτρέπουν τα τεχνολογικά μέσα.

Συνοψίζοντας ως τώρα, με τη γλώσσα του σώματος δεχόμαστε και στέλνουμε μηνύματα από και προς το περιβάλλον μας. Συχνά επαρκεί για να εκπέμψουμε προς τον έξω κόσμο την αλήθεια της ψυχής μας. Αδικήθηκε πολύ τα τελευταία 2 χρόνια με την επικράτηση του COVID-19 και τα προστατευτικά μέτρα που αυτός εισήγαγε στην ανθρώπινη καθημερινότητα, κυρίως εξαιτίας της κοινωνικής αποστασιοποίησης που δεν επέτρεπε σωματική και άρα συναισθηματική εγγύτητα. Σε καμία περίπτωση δεν αντικαθιστά τη λεκτική επικοινωνία, την ειδοποιό διαφορά μας από τα υπόλοιπα έμβια όντα. Αν την χρησιμοποιούμε συνετά, μπορεί να ομορφύνει τη συμβίωσή μας στον υπερθετικό βαθμό. Αντιθέτως, η εσφαλμένη χρήση της συνεπάγεται παρεξηγήσεις.

Ο τομέας της Γλωσσολογίας που μελετά την δομή και τις λειτουργίες της γλώσσας του σώματος, με ιδιαίτερη εστίαση στις χειρονομίες, ονομάζεται Νοηματική και βρίσκεται πάντα σε στενή συνεργασία με τα άλλα βασικά γλωσσολογικά παρακλάδια, όπως τη Σημασιολογία και την Πραγματολογία. Αν κανείς βουτήξει στα βάθη των υδάτων της Νοηματικής (Γλώσσας), δεν θα αργήσει να διαπιστώσει πως, όσο και αν οι κινήσεις των μελών του σώματος περνιόνται για μεμονωμένες και αόριστες, στην πραγματικότητα είναι κάθε άλλο παρά τέτοιες. Και αυτό είναι που καθιστά την περαιτέρω διερεύνησή τους ενδιαφέρουσα και αναγκαία για να δοθούν σαφείς απαντήσεις σε 2 ζωτικής σημασίας υπαρξιακά ζητήματα: τη μεταξύ μας συνύπαρξη αφενός, τη μεταξύ μας συσχέτιση αφετέρου.