Γλώσσα, Επικοινωνία, Πανδημία

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]

Με το ξέσπασμα της πανδημίας του COVID-19 και τη νέα πραγματικότητα που ακολούθως διαμορφώθηκε κατέκλυσαν τη γλώσσα νέοι όροι σε ποικίλα επίπεδα και τομείς, ενώ άλλοι πρωτύτερα όχι πολύ συνηθισμένοι έγιναν καθημερινοί στη χρήση τους. Παράλληλα, πολυάριθμα είναι εκείνα τα παραδείγματα των λέξεων που έχουν «πεθάνει», αναμένοντας να «αναστηθούν» με το πέρας της κρίσης. Πώς έχει μεταβληθεί η ανθρώπινη γλώσσα τα τελευταία περίπου δύο χρόνια σε σχέση με το λεξιλόγιο και την πραγματολογική υπόσταση μέσα από παραδείγματα; Ποιοι όροι έχουν εμφανιστεί ή χρησιμοποιούνται πιο συχνά; Ποιων όρων η χρήση έχει περιοριστεί, σχεδόν εκμηδενιστεί; Και πώς καταδεικνύουν τέτοιου είδους γλωσσικές τροποποιήσεις το πολυδιάστατο της εν εξελίξει κρίσης;

Όπως είναι αναμενόμενο, οι περισσότεροι όροι που χρησιμοποιούνται είναι βασικά υγειονομικού ενδιαφέροντος, καθώς ανάλογη είναι και η λαίλαπα από την οποία μαστιζόμαστε. Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα: ιός, ίωση, λοίμωξη, γρίπη, εμβόλιο, ανοσία. Σαφώς πρόκειται για επιστημονικές ορολογίες, πάραυτα, συχνότατα χρησιμοποιούνται και στον καθημερινό λόγο από απλούς ανθρώπους σε σχετικές συζητήσεις. Δεν είναι μήτε νέες μήτε και πρωτάκουστες. Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα μαστίζεται από υγειονομική δοκιμασία. Όμως, μέχρι και πριν δύο χρόνια περίπου, κανείς δεν θα μπορούσε να φανταζόταν ότι τέτοιας λογής λέξεις επρόκειτο να έμπαιναν για πολύ καιρό στην καθημερινή μας γλώσσα.

Εξαιτίας των παράλληλων δυσμενέστατων οικονομικών επιπτώσεων έχουν εμφανιστεί και ανάλογες ορολογίες, ώστε να περιγράψουν τις αντίστοιχες ζημιές που ο φονικός ιός προκαλεί. Έτσι, πολύ συχνά ακούμε για πτώση τζίρου, οικονομική ύφεση, μείωση ρευστότητας, επιχειρηματικά λουκέτα. Για όλα αυτά ενοχοποιείται η αναγκαστική αναστολή λειτουργίας πολλών επιχειρηματικών κλάδων. Και σε ο,τι αφορά στην ανάκαμψή τους αναφέρονται ως λύσεις τα πακέτα στήριξης, τα επιδόματα ανεργίας, το πάγωμα των χρεών-οφειλών προς το δημόσιο. Δεν είναι πρωτάκουστες ορολογίες αυτές αλλά μέχρι και πριν το 2020 δεν ήταν ιδιαίτερα συνήθεις.

Η υψηλή επιθετικότητα και μεταδοτικότητα του ιού ανέδειξαν την ανάγκη λήψης περιοριστικών μέτρων. Έτσι, με την έκρηξη της υγειονομικής αυτής βόμβας, πολλοί νομικοί όροι, παλιοί και νέοι, εισήλθαν στο λεξιλόγιό μας. Η απαγόρευση κυκλοφορίας, οι αστυνομικοί έλεγχοι, τα χρηματικά πρόστιμα, τα δικαιολογητικά μετακίνησης αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Έλεγχοι και πρόστιμα υπήρχαν ανέκαθεν για διάφορες παραβάσεις, όμως η απαγόρευση κυκλοφορίας και τα δικαιολογητικά μετακίνησης είναι εκ των πραγμάτων πρωτοφανείς καταστάσεις.

Και στη γλώσσα του πολιτικού χώρου άφησε η πανδημία έντονο το στίγμα της. Στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις χρησιμοποιούνται απλές και καθημερινές ορολογίες για να περιγράψουν τις πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται. Υποχρεωτικοί εγκλεισμοί, ενίσχυση τηλεργασίας και τηλεκπαίδευσης, μέτρα στήριξης, εμβολιαστικές εκστρατείες είναι ενδεικτικές φράσεις που πολιτικοί αρχηγοί και κομματικά στελέχη χρησιμοποιούν τόσο στις μεταξύ τους συζητήσεις όσο και απευθυνόμενοι στους πολίτες. Οι πολιτικοί διάλογοι έχουν μετατοπιστεί προς κατευθύνσεις κατά πολύ διαφορετικές έναντι άλλων καιρών, καθότι τα δεδομένα μεταβλήθηκαν εξαιρετικά απότομα.

Από την άλλη, τα τελευταία δύο χρόνια μπορεί κανείς να διαπιστώσει πολύ περιορισμένη, σχεδόν μηδενική χρήση κοινωνιολογικών ορολογιών, όπως: κοινωνικοποίηση, κοινωνικές συναναστροφές, παρέες συνομηλίκων, διασκέδαση, ψυχαγωγία. Σε κοινωνικό επίπεδο, η μόνη φράση που χρησιμοποιείται συχνά είναι η κοινωνική αποστασιοποίηση, ή αλλιώς ο κοινωνικός εγκλεισμός (λοκντάουν), προς αποτροπή της περαιτέρω εξάπλωσης του ιού. Τοιαύτες λέξεις θεωρούνται ουσιαστικά «νεκρές», την στιγμή που μέχρι πρότινος, ιδίως μεταξύ των νέων ανθρώπων, ήταν σχεδόν καθημερινές.

Πέρα όμως από τις λεξιλογικές διαφοροποιήσεις που έφερε μαζί της η πανδημία, αξιοσημείωτες γλωσσικές αλλαγές διαπιστώνονται και σε πραγματολογικό επίπεδο. Η τηλεπικοινωνία λ.χ. ακόμα και μεταξύ μελών του ίδιου ευρύτερου οικογενειακού κύκλου, τα οποία λόγω της κρισιμότητας της υγειονομικής κατάστασης αποφεύγουν να βρεθούν διά ζώσης στα σπίτια τους ή και εκτός αυτών, έχει οδηγήσει σε επικράτηση της γλώσσας της τεχνολογίας και των μέσων της. Η «ηλεκτρονική» γλώσσα, η οποία κατά περίπτωση ενδέχεται να συνδυάζει χαρακτηριστικά γραπτού (μηνύματα) και προφορικού λόγου (βιντεοκλήσεις), κάνει πλέον παντού αισθητή την παρουσία της. Όχι βέβαια πως δεν υφίστατο και πριν την πανδημία αυτή η μορφή γλώσσας και επικοινωνίας, πλέον όμως σαρώνει την καθημερινότητά μας και έχει εξελιχθεί σε ένα είδος «αναγκαίου κακού» με κάποια ενδεχομένως δόση υπερβολής. Η αναγκαστική μετατροπή της «φυσικής» γλώσσας και επικοινωνίας σε «ηλεκτρονική» τής έχει στερήσει κατά πολύ την πρωτύτερη ζωντάνια και διαδραστικότητα. Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να ισχυριζόταν πως και η «φυσική» γλώσσα και επικοινωνία έχουν αλλάξει συγκριτικά με παλαιότερες εποχές, καθότι γίνονται με συγκεκριμένα μέτρα προφύλαξης, όπως μάσκες που κρύβουν συνολικά τις εκφράσεις του προσώπου και αποστάσεις που δυσχεραίνουν τη συναισθηματική και πνευματική εγγύτητα των ομιλητών. Με λίγα λόγια, σε μια εποχή όπου γλώσσα και επικοινωνία υπάρχουν κυρίως εξ αποστάσεως και σπανιότερα δια ζώσης, ακολουθώντας στην δεύτερη περίπτωση αυστηρά υγειονομικά πρωτόκολλα, αμφότερες έχουν οδηγηθεί σε μια αλλοίωση που θα είναι δύσκολο, όχι όμως και εντελώς απίθανο ή αδύνατο, να διορθωθεί με το πέρας ετούτης της λαίλαπας.

Παραπάνω καταγράφηκαν κάποια πεδία στα οποία αντικατοπτρίζεται η γλωσσική «επανάσταση» που επέφερε η πανδημία από λεξιλογικής και πραγματολογικής κυρίως απόψεως. Κάποιες αλλαγές πιθανόν θα διατηρηθούν και μετέπειτα, άλλες μπορεί να εξαφανιστούν μαζί με την κρίση η οποία τις γέννησε. Θα φανεί οσονούπω. Μέχρι τότε δεν μπορούν παρά μόνο να γίνονται προβλέψεις και εκτιμήσεις, πάντα όμως με την απαιτούμενη επιφυλακτικότητα και μετριοπάθεια.