Γλώσσα: Έμφυτο Ταλέντο ή Επίκτητη Δεξιότητα;

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail:[email protected]

Η διερεύνηση αυτού του ερωτήματος, το οποίο ενσαρκώνει τον θεμελιωδέστερο προβληματισμό στον τομέα της Θεωρητικής Γλωσσολογίας, δεν θα μπορούσε να είχε άλλο σημείο εκκίνησης από την θεωρία του Νόαμ Τσόμσκι (Noam Chomsky 1928-σήμερα), του σπουδαιότερου ίσως γλωσσολόγου του 20ου αι. μ.Χ., ο οποίος άφησε μόνιμο το στίγμα του στη Γλωσσολογία. Η θεωρία αυτή είναι γνωστή ως Γενετική-Μετασχηματιστική Γραμματική (Generative-Transformational Grammar) και εμπίπτει στο ευρύτερο πεδίο της Βιογλωσσολογίας. Σύμφωνα με αυτήν, κάθε άνθρωπος γεννιέται με εμφυτευμένες τις δομές εκείνες που του επιτρέπουν να κατακτήσει μια οποιαδήποτε φυσική γλώσσα εφ’ όρου ζωής. Η ικανότητα αυτή που παρέχεται από τις προαναφερθείσες δομές είναι πρώτα και κύρια νοητικής φύσεως. Αυτό αποδεικνύει μεταξύ άλλων γλώσσα και νόηση πόσο αχώριστα συνδεδεμένες είναι μεταξύ τους και πόσο δεν γίνεται να εξετάζονται ανεξάρτητα η μια από την άλλη σε επίπεδα τόσο φυσιολογικής ανάπτυξης όσο και απρόσμενων διαταραχών. Στην ουσία, ο Αμερικανός γλωσσολόγος, φιλόσοφος και πολιτικός ακτιβιστής επιχειρηματολογεί υπέρ μιας νοητικής «συσκευής», η οποία ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο από γεννήσεως αυτού και βοηθά στην πρόσληψη και κατανόηση των βασικών γλωσσικών δομών χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία εκ μέρους του εγκεφάλου. Τουλάχιστον στους υγιείς μάρτυρες ή αλλιώς τυπικό πληθυσμό. Αυτή η «κασέτα», όπως τείνει να χαρακτηρίζεται σε πιο ελεύθερα συμφραζόμενα, αποτελείται από 3 στοιχεία: συντακτικό, σημασιολογία, φωνολογία. Χάρη στη συνεργασία τους μπορεί οποιαδήποτε πρόταση φυσικής ανθρώπινης γλώσσας να αποτυπωθεί στη λεκτική εργαζόμενη μνήμη και να γίνει κτήμα του καθενός ανθρώπου με την ταύτιση νοημάτων και ήχων. Με λίγα λόγια, όλη η διαδικασία της εξοικείωσης με τη γλώσσα έχει σαν εφαλτήριο τη γραμματική και το συντακτικό (βλ. και βιβλίο «Συντακτικές Δομές» / “Syntactic Structures”). Στη βάση λοιπόν της καλούμενης Γενετικής Γραμματικής μπορούμε να κατασταλάξουμε στο εξής δεδομένο: η φύση της γλώσσας, κυρίως δε της σύνταξης, είναι ως έναν βαθμό βιολογική και δεν μπορεί να διαχωριστεί από το σύνολο των πληροφοριών που εντοπίζονται στο γενετικό υλικό (DNA) του ανθρώπου. Γλωσσική ικανότητα υπάρχει πλήρης σε όλους τους ανθρώπους και επιτρέπει τη γλωσσική απόδοση. Η τελευταία δύναται κατά περίπτωση να εμφανίζει ελλείψεις λόγω εξωγενών παραγόντων, π.χ. κούρασης, απόσπασης προσοχής, απουσίας ενδιαφέροντος και βεβαίως αναπτυξιακών γλωσσικών ελλειμμάτων.

Η θεωρία του Τσόμσκι, καρπός μακράς βιβλιογραφικής έρευνας και ενδελεχών εμπειρικών μελετών, οι οποίες οδήγησαν στη γέννηση του Νατιβισμού (Nativism), αμφισβητήθηκε και πολεμήθηκε από γλωσσολογικά «μεγαθήρια» τόσο της εποχής του όσο και μεταγενέστερα. Στις επικρίσεις τους, οι πολέμιοί του του χρεώνουν απλοϊκή και επιλεκτική προσέγγιση μιας περίπλοκης και πολυδιάστατης θεματικής. Η γλώσσα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, είναι κάτι πολύ βαθύτερο από αυτό που δείχνει εκ πρώτης όψεως.

Όταν αναφερόμαστε στους πολεμίους της θεωρίας του Τσόμσκυ, το πρώτο όνομα που λογικά μας έρχεται στο μυαλό είναι αυτό του Ζαν Πιαζέ (Jean Piaget 1896-1986), Ελβετού φιλοσόφου, φυσικού επιστήμονα και ψυχολόγου. Από τις γνωστότερες θεωρίες που ο Πιαζέ έχει αναπτύξει σε σχέση με τη γνωστική ανάπτυξη του παιδιού είναι εκείνη του Κονστρουξιονισμού (Constructionism). Στη βιβλιογραφία εντοπίζεται και σαν Κατασκευαστική Θεωρία (Constructive Theory). Συνίσταται στην αρχή ότι η γλωσσική μάθηση, όπως και κάθε είδους μάθηση βεβαίως, είναι μια διαδικασία δυναμική και συνεχιζόμενη, η οποία ενθαρρύνεται και υποστηρίζεται από τα κατάλληλα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Δια τούτο θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένη και εναρμονισμένη με την πραγματικότητα από την οποία ο άνθρωπος περιορίζεται σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Και το κυριότερο: στο επίκεντρό της θα πρέπει να βρίσκεται ο ίδιος ο άνθρωπος, μεριμνώντας προσωπικά για την ενεργητική απόκτησή της και όχι προσδοκώντας την πρόσληψη αυτής με τρόπο παθητικό. Στην ουσία, ο Πιαζέ και οι ομοϊδεάτες κονστρουκτιβιστές δεν καταρρίπτουν απόλυτα την θέση του Τσόμσκυ ότι η γλώσσα αποτελεί μέρος του ανθρώπινου γενετικού υλικού. Τονίζουν όμως πως αυτό δεν μπορεί από μόνο του να συμβάλει στην πλήρη εξοικείωση με τη γλώσσα αν δεν υπάρξει συμμόρφωση προς τις δεδομένες συνθήκες και τα εσωτερικά και εξωτερικά ερεθίσματά τους. Ο Κονστρουξιονισμός, σαν ευρύτερη έννοια, υποδιαιρείται σε επιμέρους κατηγορίες, οι οποίες όμως δεν είναι της παρούσης και για αυτό δεν θα κατονομαστούν.

Σε πανομοιότυπο πνεύμα κινείται και η θεωρία του Μπάροουζ Φρέντερικ Σκίνερ (Burrhus Frederic Skinner 1904-1990). Είναι γνωστή και ως Συμπεριφορισμός ή Μπιχεβιορισμός (Behaviorism) και βέβαια προηγείται χρονολογικά της Κατασκευαστικής Γραμματικής του Τσόμσκυ, του οποίου την δριμύτατη κριτική και έχει δεχθεί. Υποστηρίζει πως το παιδί μαθαίνει τις κύριες γλωσσικές δομές μέσα από τις αντιδράσεις του περιβάλλοντός του, πιο συγκεκριμένα μέσα από τις θετικές αποκρίσεις που συντείνουν στην επιβράβευση συγκεκριμένων γλωσσικών και κατ’ επέκταση συμπεριφορικών στάσεων. Επομένως, η κατάκτηση της γλώσσας είναι λειτουργική διαδικασία και αποτελεί συνάρτηση των ερεθισμάτων που το παιδί ανταλλάσσει με το περιβάλλον του και των αντιδράσεων που έπονται αυτών. Αυτές οι αντιδράσεις λογίζονται, ανάλογα με την εκάστοτε περίσταση, ως επιβράβευση ή ως τιμωρία και βοηθούν το παιδί να διαχωρίσει τις θετικές ή αλλιώς κοινωνικά αποδεκτές από τις αρνητικές ή αλλιώς κοινωνικά μη αποδεκτές γλωσσικές και συμπεριφορικές πράξεις.

Μελετώντας κανείς όλες αυτές τις θεωρίες κατάκτησης της γλώσσας, είτε πρώτης-μητρικής είτε ξένης, δεν θα αργήσει να πάθει αυτό που στη Φιλοσοφία κατονομάζεται ως «νοητική κράμπα» λόγω της περιπλοκότητάς τους. Ως εκ τούτου είναι απαραίτητο να είναι κανείς πιο πρακτικός στην αναζήτηση της απάντησης στο ερώτημα «ποια θεωρητική προσέγγιση βρίσκει εν τέλει απήχηση και σε ποιον βαθμό;». Η εξέταση του εν λόγω προβληματισμού θα πρέπει να ξεκινήσει από την οικογένεια, της οποίας χρέος είναι να εφοδιάσει το παιδί με τις κυριότερες γνώσεις περί της γλώσσας, δημιουργώντας έτσι έναν γλωσσικό «κορμό» πάνω στον οποίο οι δάσκαλοι θα μπορέσουν μέσα στη σχολική τάξη να «χτίσουν» και έτσι να τον «θεμελιώσουν». Στο σημείο αυτό ταιριάζει να γίνει μνεία στον Τζερόμ Σέιμουρ Μπρουνέρ (Jerome Seymour Bruner 1915-2016), Αμερικανό ψυχολόγο με αξιόλογη επιστημονική προσφορά στη γνωστική ψυχολογία και ειδικότερα στις γνωστικές θεωρίες μάθησης (της γλώσσας). Η θεωρία του που έχει μείνει γνωστή στη βιβλιογραφία ως Θεωρία Γνωστικής Ανάπτυξης (Cognitive Development Theory) τοποθετεί στο επίκεντρο την ίδια τη γνωστική αντίληψη. Δηλαδή ο άνθρωπος θα πρέπει να μπορεί να αντιληφθεί τη γλώσσα σαν κάτι το συστηματικό που χρειάζεται να διέλθει μέσα από επεξεργασία για να αναπαρασταθεί και αποτυπωθεί νοητικά. Αυτή είναι μια διαδικασία η οποία ξεκινά από το σπίτι από πολύ μικρή ηλικία. Η μητέρα «επικοινωνεί» με το παιδί ήδη από όταν αυτό είναι νεογέννητο. Στη συγκεκριμένη χρονική φάση προφανώς δεν είναι σε θέση το μωρό να καταλάβει επακριβώς το γλωσσικό περιεχόμενο που του «κοινωνείται», πάραυτα οι (επαναλαμβανόμενοι) ήχοι δια στόματος της μητέρας του αποθηκεύονται υποσυνείδητα. Έτσι συνεχίζουν να υπάρχουν κωδικοποιημένοι και αποθηκευμένοι στο κέντρο της μνήμης ενόσω το παιδί μεγαλώνει και αναπτύσσεται νοητικά (κατά προσέγγιση 2ο-3ο ηλικιακό έτος και εξής). Στην πορεία φυσικά περιπλέκονται οι διαδικασίες και το παιδί καλείται σιγά σιγά να αντικαταστήσει μεμονωμένα ηχητικά και σωματικά ερεθίσματα με ολοκληρωμένες φράσεις και προτάσεις με νοηματική και συντακτική πληρότητα. Σύμφωνα λοιπόν με τον Μπρουνέρ, η γνωστική ανάπτυξη των παιδιών γενικά και σε επίπεδο γλώσσας ειδικά έχει 2 χαρακτηριστικά γνωρίσματα: α) την αλληλεπίδραση, η οποία φέρνει το παιδί αντιμέτωπο με πραγματικές καθημερινές καταστάσεις, στις οποίες μόνο με επαρκή γλωσσική καλλιέργεια μπορεί να ανταπεξέλθει, και β) την αυτονομία, η οποία αναπτύσσεται προοδευτικά όσο το παιδί αναλαμβάνει να παίξει ενεργό ρόλο στην κατασκευή της γνώσης και στη γλωσσική παιδεία του.

Οι θεωρίες και τα μοντέλα κατάκτησης της γλώσσας είναι, όπως προλέχθηκε, περίπλοκα και πολυδιάστατα. Η σχετική βιβλιογραφία είναι γεμάτη με ονόματα και θεωρίες που στην ουσία ήρθαν να εμπλουτίσουν, αμφισβητήσουν ή και τροποποιήσουν τις διαπιστώσεις των επιστημόνων από τους οποίους οι εκάστοτε θεωρήσεις ξεκίνησαν. Ίσως θα είχε περισσότερο νόημα, αντί να εμβαθύνουμε στις θεωρίες καθαυτές, οι οποίες είναι τόσο πλούσιες που ενδεχομένως θα μας φανούν χαοτικές και μεταξύ τους αντιφατικές, να αναλογιστούμε, έχοντας μια γενική εικόνα τι έχει ειπωθεί σχετικά με το θέμα αυτό, τι βλέπουμε να συμβαίνει επί του πρακτέου. Πώς ήμασταν εμείς όταν «κατακτούσαμε» την πρώτη-μητρική και εν συνεχεία μια οποιαδήποτε (πρώτη, δεύτερη κλπ.) ξένη γλώσσα; Τι διαπιστώσεις έκαναν οι γονείς και αργότερα οι παιδαγωγοί και δάσκαλοί μας; Πώς θυμόμαστε εμείς οι ίδιοι τους εαυτούς μας ως επίδοξους γλωσσομαθείς όταν είχαμε φτάσει σε μια ηλικία όπου ήμασταν σε θέση να εφαρμόσουμε εμπράκτως τις αρχές της αυτόνομης μάθησης και της αυτοαξιολόγησης;

Σαν ξενόγλωσσος καθηγητής, πιο συγκεκριμένα της Γερμανικής, έχοντας ζήσει την διδακτική και εκπαιδευτική πραγματικότητα εκ των έσω, είμαι της άποψης ότι όλες οι θεωρίες κατάκτησης γλώσσας έχουν μεγάλες δόσεις αλήθειας. Για αυτό δεν θα πρέπει η μια να συγκρούεται με την άλλη, αλλά μάλλον να αλληλοσυμπληρώνονται. Κάτι που μπορώ να επιβεβαιώσω και από τις προσωπικές μου εμπειρίες, καθότι «βούτηξα» από πολύ νωρίς στα «ύδατα» της γλωσσομάθειας και ειδικότερα της Αγγλικής και της Γερμανικής. Θα αποφύγω να επεκταθώ περισσότερο σε αυτές για να μην παρεκκλίνω από το αρχικό θέμα και κουράσω αναίτια το αναγνωστικό κοινό. Μια εμπεριστατωμένη και προπαντός ρεαλιστική απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε αρχικά, δηλαδή αν είναι η γλώσσα μάλλον έμφυτο ταλέντο ή επίκτητη δεξιότητα, θα μπορούσε να ήταν η εξής: «Είναι ένας συνδυασμός αμφοτέρων και η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Ωστόσο, κανείς θα πρέπει να βρίσκεται σε συστηματική επαφή με τη σχετική βιβλιογραφία, η οποία διαρκώς εμπλουτίζεται και ως έναν βαθμό τροποποιείται, για να μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια τι παίζει ρόλο στην κατάκτηση της γλώσσας και σε ποιον βαθμό. Είναι ένα πολυδιάστατο θέμα επί του οποίου υπάρχει πολυφωνία απόψεων. Ως εκ τούτου είναι σημαντική η διατήρηση της μετριοπάθειας εκ μέρους της Επιστημονικής Κοινότητας στις σχετικές τοποθετήσεις προς αποφυγή απόλυτων συμπερασμάτων προς λανθασμένες κατευθύνσεις.»