“Είχα την τύχη να βιώσω τη μουσική παράδοση από την πηγή της, από πρόσφυγες του Πόντου πρώτης και δεύτερης γενιάς, που γι’ αυτούς η μουσική δεν ήταν απλά μια τέχνη, αλλά ο τρόπος να υπάρχουν.”
Ποια είναι η πρώτη σας μουσική ανάμνηση; Η πρώτη μου μουσική ανάμνηση είναι έξω στο παλιό κουζινάκι του παππού, να μαζεύεται η οικογένεια, και ο πατέρας μου Γιάννης με τον παππού μου Αλέξη να παίζουν λύρα και να τραγουδάνε. Ο πατέρας μου τραγούδαγε συνέχεια. Νομίζω πως από μωρό έχω στα αυτιά μου τη φωνή του. Επίσης θυμάμαι πολύ καθαρά σκηνές, όπου πηγαίναμε με τον πατέρα μου για ψάρεμα και στη διαδρομή έπαιζε το κασετόφωνο ποντιακά, Καζαντζίδη, Χρύσανθο, Λαφαζανίδη, Αηδονίδη, αλλά και Ξυλούρη και Θεοδωράκη. Ήμουνα δεν ήμουν τεσσάρων χρονών.
Με ποιόν Μουσικό θα θέλατε να βρεθείτε επί σκηνής; Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος μουσικός που θα ήθελα οπωσδήποτε να συμπράξω μαζί του επί σκηνής. Αυτό που πραγματικά με ενδιαφέρει είναι μια όμορφη και αληθινή στιγμή, το μοίρασμα, η αβίαστη συγκίνηση. Δεν χρειάζεται κανείς να είναι δεξιοτέχνης ή να επιδεικνύει «μουσικές επιδόσεις». Αυτό που έχει σημασία είναι να είναι αυθεντικός και να εκφράζει το βίωμά του, την πραγματικότητα του, ιστορίες ανθρώπων και πορείες ζωής. Νομίζω πως για μένα πιο σημαντικό είναι το κοινό στο οποίο απευθύνομαι. Ως «λαϊκός-παραδοσιακός» μουσικός αισθάνομαι ότι επιτελώ ένα «λειτούργημα», εκπληρώνω ένα ρόλο στον κύκλο της ζωής των ανθρώπων και τις εναλλαγές των καιρών και των εποχών. Έτσι δεν μπορεί παρά να μετέχω του κόσμου στον οποίο απευθύνομαι, να γίνομαι κι εγώ αναπόσπαστο μέρος της οντότητας και της ενέργειάς του. Θέλω να μοιράζομαι τη σκηνή με ανθρώπους που βλέπουν τη μουσική και την «τελεστική» πράξη με την ίδια αγάπη που νιώθω κι εγώ.
Περιγράψτε μας τη μέχρι σήμερα πορεία σας στη μουσική. Υπήρξαν επιρροές καθοριστικές θετικές ή αρνητικές; Κάθε μουσικός έχει «μαθητεύσει» κυριολεκτικά ή μεταφορικά μουσικά ή μη, πλάι σε άλλους ανθρώπους που τον επηρεάζουν ίσως και κάποιες φορές με αρνητικό τρόπο… Για εμένα η πρώτη καθοριστική επιρροή μου με διαμόρφωσε και με χαρακτηρίζει ακόμη, είναι αυτή των γονιών μου και του ευρύτερου συγγενικού μου περιβάλλοντος, γιατί εκεί άκουσα για πρώτη φορά ποντιακή μουσική και λύρα, εκεί έζησα τη λειτουργία της μουσικής στις γιορτές και τις συγκεντρώσεις, εκεί αισθάνθηκα τον καταλυτικό και λυτρωτικό της ρόλο στον ψυχισμό και την προσωπική ιστορία κάθε ανθρώπου. Είχα την τύχη να βιώσω την μουσική παράδοση από την πηγή της, από πρόσφυγες του Πόντου πρώτης και δεύτερης γενιάς, που γι αυτούς η μουσική δεν ήταν απλά μια τέχνη, αλλά ο τρόπος να υπάρχουν. Επίσης μπορώ να πω πως επηρεάστηκα αρκετά από το νονό μου Δήμο Κουπαρανίδη, που η θρακιώτικη καταγωγή του (Κουφόβουνο Διδυμότειχου) με έφερε από πολύ νωρίς σε επαφή με αυτόν τον ιδιαίτερο και πλούσιο μουσικό πολιτισμό και επηρέασε τόσο τα ακούσματα όσο και το παίξιμό μου. Για μένα η μουσική από πολύ νωρίς υπήρξε μια διαδικασία φυσική και αβίαστη, όπως μια βόλτα στο βουνό ή μια εκδρομή δίπλα στη θάλασσα.. Έπειτα χρωστάω πολλά στους δασκάλους μου, που η επαφή μαζί τους, πέρα από τις γνώσεις που μου προσέφεραν πάνω στη λύρα και το ρεπερτόριό της, ήταν καθόλα διδακτική… Είναι ίσως λυπηρό να αναφέρω, πως στις ελάχιστες αρνητικές εμπειρίες που βίωσα μέχρι τώρα σε σχέση με τη μουσική, είναι η σχέση μου με έναν από αυτούς, που με έκανε να αντιληφθώ από νωρίς με βιωματικό τρόπο πως η ενασχόληση με την τέχνη δε συνεπάγεται αυτόματα ανιδιοτέλεια και αγνότητα ψυχής. Παρ όλ’ αυτά δεν αποθαρρύνθηκα γιατί η μουσική ήταν για μένα το καταφύγιο της ψυχής μου, ο τρόπος να επικοινωνώ με τους γύρω μου και να μεταφέρω τις εμπειρίες και τις ιστορίες τις δικές μου και των προγόνων μου. Έτσι στη συνέχεια είχα την χαρά να συμπράξω και να συν-δημιουργήσω με πολλούς μουσικούς, που η συνεργασία μου μαζί τους αποτέλεσε όχι απλά μια στιγμή αλλά μια εμπειρία ζωής. Μερικοί από αυτούς είναι: ο Γιωργούλης Λαφαζανίδης που με εντυπωσίασε η αγνότητα και η αυθεντικότητα του. Ο Γιάννης Κουρτίδης που με έκανε να αισθανθώ την ευθύνη απέναντι στις ρίζες μου. Ο Θεόδωρος (Μίμης) Τσελεπίδης που μεγάλωσε περισσότερο τη φλόγα μου για τη συνέχιση της παράδοσης. Ο Ζαχαρίας Σπυριδάκης με τη δύναμη της απλότητάς του να μεταφέρει αβίαστα και γαλήνια (παρά το μεγάλο βαθμό της δεξιοτεχνίας του) την ουσία της τέχνης. Ο Βασίλης Κασούρας για το σεβασμό που δείχνει απέναντι στην τέχνη του. Ο Αντώνης Ζώρας για τη χάρη της επικοινωνίας του με τον κόσμο. Η Αναστασία Σπύρου για το πάθος και την επιμονή της πάνω στη μουσική. Είναι ακόμη μια πληθώρα ανθρώπων τα ονόματα των οποίων μπορεί να σας είναι γνωστά ή και όχι, που θα είναι παράλειψη να μην αναφέρω, αλλά δυστυχώς θα έπρεπε να μιλάω για μέρες… Θα ήθελα να σταθώ στην τελευταία μου συνεργασία. Είναι η συμμετοχή μου στον προσωπικό δίσκο της Görkem Saoulis, όπου εντυπωσιάστηκα από την προσοχή στη λεπτομέρεια και τον ήχο του κάθε οργάνου όπως του αξίζει να ακούγεται. Και δεν θα μπορούσα να μη μιλήσω για τις συναυλίες που πραγματοποιώ εδώ και δέκα πέντε χρόνια με τους μαθητές μου. Είναι για μένα το μεγαλύτερο «σχολείο» γιατί εκεί, πέρα από την ευθύνη για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, έχω την ευθύνη να διαπλάσω τη στάση τους και τη σχέση τους με τη μουσική, αλλά και τους «συμπαίχτες» τους. Παίζουμε όλοι μαζί, χωρίς διαχωρισμούς ή αποκλεισμούς. Μέσα από αυτό γίνομαι κι εγώ πραγματικά καλύτερος.
Σας “τρομάζει” η επιτυχία ή η αποτυχία; Για να καταφέρει η αποτυχία ή η επιτυχία να σε τρομάζει, σημαίνει πως έχεις ανάγει τη μουσική σε σκοπό, και την έχεις περιορίσει σε πλαίσια καθορισμένα από τις δισκογραφικές ή τους νόμους του εμπορίου, ενώ αντίθετα πιστεύω πως η μουσική είναι το μέσο, το όχημα, για κάτι άλλο. Η έκφραση του κάθε ανθρώπου (όπως προανέφερα) δεν έχει να κάνει με επιτυχία ή αποτυχία. Έχει να κάνει με την ουσία του, με αυτό που είναι και κουβαλάει στις αποσκευές του και την αντίστοιχη ικανότητα του δέκτη για αποδοχή. Κι έπειτα τίθεται και το ζήτημα των κριτηρίων. Ποιος ορίζει την επιτυχία ή την αποτυχία και με βάση ποια δεδομένα? Εφόσον όλοι είμαστε τόσο διαφορετικοί και προερχόμαστε από διαφορετικούς πολιτισμούς, περιβάλλοντα και βιώματα ποιος είναι ο στίβος στον οποίο πετυχαίνουμε ή αποτυχαίνουμε?
Ποιά είναι η άποψή σας για τα μουσικά τηλεοπτικά talent show; Σε αυτές τις εκπομπές με ενοχλεί η άτυπη «υποταγή» σε συγκεκριμένα πρότυπα, θεωρώ ότι προάγουν την ομοιογενοποίηση και καταπνίγουνε τις διαφορετικές φωνές και την πολυχρωμία των καλλιτεχνικών εκφράσεων. Επίσης είναι τόσο εμφανής η εμπορική τους διάσταση όπως και προβολή του εφήμερου, που αισθάνομαι πως πρόκειται για κάτι που δε με αφορά καθόλου. Δεν θεωρώ πως μπορεί να συμβαδίσει η τέχνη με το εμπόριο. Για να ασχοληθείς σοβαρά με μια τέχνη χρειάζεται χρόνια δουλειάς και αφοσίωσης και μια μακρά και σταδιακή διαδικασία, κάτι που όχι μόνο δεν μπορεί να συμβεί σε μια σεζόν ενός talent show, αλλά φαίνεται να αγνοείται εντελώς. Με ενοχλεί επίσης όπως προανέφερα το ζήτημα των «κριτών» γιατί επανέρχεται το ζήτημα του ποιος είναι αυτός που κρίνει και με ποιον τρόπο; Κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί κανείς να έχει άποψη πάνω στην «αλήθεια του άλλου». Διαφωνώ με την έννοια του διαγωνισμού γενικά, πόσο μάλλον πάνω σε θέματα καλλιτεχνικής έκφρασης. Τι θα πει καλύτερος τραγουδιστής ή καλύτερος μουσικός;
Υπάρχουν μάνατζερ στην Ελλάδα που μπορούν να βοηθήσουν την πορεία ενός μουσικού; Για μένα η έννοια του μάνατζερ είναι χρήσιμη, όταν αναφέρεται σε μια επιχείρηση, που χρειάζεται προώθηση και συνεργασία μεταξύ διαφόρων τμημάτων ή άλλων επιχειρήσεων για να παράξει ένα κερδοφόρο αποτέλεσμα. Αυτό που μου αρέσει να κάνω είναι να παίζω και να εκφράζομαι και δεν θα ήθελα να έχω έναν μεσολαβητή να μου λέει πού, πότε και με ποιόν, ο οποίος φυσικά κάνει τη δουλειά του, όμως εκεί εμπλέκεται πάλι το εμπόριο και το κέρδος. Ο καλλιτέχνης οφείλει να πορεύεται με το συναίσθημα και τη διαίσθηση και όχι με εξωτερικά ως προς αυτόν κίνητρα, όπως το που θα βγάλει περισσότερα χρήματα, ή που θα εισπράξει μεγαλύτερη προβολή ή τι θα ευνοήσει την καριέρα του. Ο θεσμός των μάνατζερ δημιουργεί ένα κύκλωμα και έναν «φαύλο κύκλο» που προωθεί συστηματικά τις ίδιες «επιτυχημένες συνταγές» και κατά συνέπεια, ευνοεί όπως είπα και πριν την ομοιογενοποίηση, τη μονοφωνία, ενώ εγώ αντίθετα προέρχομαι από ένα χώρο που έχω μάθει να λειτουργώ σε συνθήκες «ανοιχτότητας» και ελευθερίας. Κατά την άποψή μου, αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα πιο εκπαιδευμένο κοινό που θα ψάχνει και θα επιλέγει τα ακούσματά του, και όχι μάνατζερ που θα επιβάλουν και θα καθορίζουν τις τάσεις, βγάζοντας τα προς το ζην από τις δημιουργικές δυνάμεις και την προσωπικότητα των μουσικών που προωθούν.
Ποιά είναι τα μελλοντικά μουσικά σας σχέδια; Θα ήθελα σαν μουσικός να είχα περισσότερο χρόνο να αφιερωθώ καθαρά στη μουσική. Ονειρεύομαι να μπορούσα να περνάω περισσότερες ώρες στο σπίτι, τόσο εξερευνώντας τις ρίζες και τις παραδόσεις μας, όσο και εξελίσσοντας το ντουέτο που έχω δημιουργήσει με τη σύζυγό μου Ξένια Τσέλιγκα η οποία είναι επίσης μουσικός (ακορντεονίστρια). Αυτό για την ώρα είναι κάπως δύσκολο εφόσον οι υποχρεώσεις σε καθημερινή βάση με τα μαθήματα, τις εκδηλώσεις, τις ηχογραφήσεις κ.λπ. είναι τόσο πολλές που αναλώνουν τον περισσότερο χρόνο μου.
Στην παρούσα φάση, ετοιμάζω ένα cd με παραδοσιακές ποντιακές μελωδίες πάνω σε πρωτότυπους στίχους του σημαντικού ποιητή της ποντιακής διαλέκτου Θεόδωρου (Μίμη) Τσελεπίδη υπό τον τίτλο «Καρδίας Αναστέναγμαν» και συμμετέχω στην έκδοση των «Λυρικών» του αξεπέραστου Μίκη Θεοδωράκη, υπό την ενορχήστρωση και την επιμέλεια του εκλιπόντος Jacques Verheijen και του φίλου και μόνιμου συνεργάτη μου Γιάννη Σαούλη. Πρόκειται περί ενός εξαιρετικού και ιδιαίτερα διαισθητικού μουσικού ο οποίος έχει και την επιμέλεια του μουσικού σχήματος «Οι Λούστροι», με το οποίο συνεργάζομαι και που όταν τελειώσει όλη αυτή η περιπέτεια με τον ιό και τον εγκλεισμό, ετοιμάζουμε μια σειρά συναυλιών και εμφανίσεων. Επίσης θα συμμετάσχω στο έργο του Γιάννη Σαούλη «ΕΞΟΔΟΣ», (my exodus.eu), που είναι εμπνευσμένο από και αφιερωμένο στην μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, έχοντας ως κύρια βάση αναφοράς τους πέντε τόμους του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.
Αν με ρωτάτε όμως, το βασικό μελλοντικό μου σχέδιο, είναι να μεταλαμπαδεύσω τις γνώσεις μου, αλλά και τη στάση μου πάνω στη μουσική και στη ζωή στις επόμενες γενιές μουσικών, που θα ήθελα να πάρουν από εμένα, όχι μόνο την τεχνογνωσία πάνω στο παίξιμο ενός μουσικού οργάνου, αλλά τον τρόπο να αισθάνεσαι να ερευνάς, να αγαπάς και να συνεχίζεις τη μουσική, όχι ως μέσο αυτό-προβολής ή επίδειξης, αλλά ως όχημα για να εξερευνάς και να αγαπάς τις ρίζες, τις παραδόσεις, τον εαυτό σου και τον κόσμο.
Βιογραφικό Αλέξη Στεφανίδη
Γεννήθηκε στα Γιαννιτσά του Νομού Πέλλας. Έλκει την προγονική του καταγωγή από την Αργυρούπολη και την Πάφρα του Εύξεινου Πόντου. Η πρώτη αντάμωσή του με την ποντιακή μούσα γίνεται το έτος 1996, έπειτα από δική του επιθυμία και με την παρότρυνση του πατέρα του Γιάννη και της μητέρας του Σοφίας. Κάνει τα πρώτα του βήματα στη λύρα μαζί με τον παππού του Αλέξιο Στεφανίδη και στη συνέχεια με το Γιώργο Τουλγαρίδη. Από το έτος 1997 μαθητεύει πλάι στον λυράρη Μιχάλη Καλιοντζίδη, με τον οποίο εμφανίζεται στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης το 2001.
Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής της Άρτας και ο πρώτος απόφοιτος του τμήματος με ειδίκευση στη λύρα Πόντου. Υπηρετεί τη δημώδη και λαϊκή μουσική του Πόντου με κύριο στόχο και μέλημα την προάσπισή της. Βρίσκεται από παιδί στο Σύλλογο Ποντίων Γιαννιτσών, όπου το 2010 ξεκινάει το τμήμα εκμάθησης ποντιακής λύρας. Από το 2012 διδάσκει στο Μουσικό Σχολείο Γιαννιτσών. Επίσης, από το 2014 διδάσκει ποντιακή λύρα στο Ωδείο Τούμπας Κωνσταντίνου Ματσίγκου, από το 2017 στην Αδελφότητα Κρωμναίων Καλαμαριάς και από το 2019 στην Εύξεινο Λέσχη Τρικάλων.
Η καλλιτεχνική του εμπειρία αριθμεί πλήθος συμμετοχών σε ηχογραφήσεις, συναυλίες, χορωδιακές συναντήσεις, εορταστικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις στην Ελλάδα και την Κύπρο, καθώς επίσης σε Τσεχία, Γερμανία, Ιταλία, Βέλγιο και Ελβετία.
Έχει συνεργαστεί με καταξιωμένους καλλιτέχνες του ποντιακού χώρου και μη όπως : Γιωργούλης Λαφαζανίδης, Γιάννης Κουρτίδης, Γιώργος Αμαραντίδης, Γιάννης Κατωτοικίδης, Γιώργος Σοφιανίδης, Βασίλης Μιχαηλίδης, Ζαχαρίας Σπυριδάκης, Μιχάλης Κωστάκης, Στέφανος Χαιρέτης, Γιάννης Σαούλης, Γκιορκέμ Σαούλη, Λιζέτα Καλημέρη, Σοφία Παπάζογλου, Χρήστος Ζώτος, Λάκης Χαλκιάς, Χρήστος Κωνσταντίνου, Πέτρος Κουλουμής, Μανώλης Λιδάκης, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Βασίλης Λέκκας, Πέτρος Γαϊτάνος, Κυριακός Γκουβέντας, Βασίλης Κασούρας, Μανώλης Αυγουστίδης, Αντώνης Ζώρας, Πάνος Δημητρακόπουλος, Ευγένιος Βούλγαρης, Μιχάλης Χατζημιχαήλ, Πελαγία Κυριακού και πολλούς άλλους.
Ο Αλέξης Στεφανίδης αριθμεί πλήθος εμφανίσεων τόσο στα τοπικά, όσο και στα εθνικής εμβέλειας ΜΜΕ (ΑΝΤ1, ΕΡΤ3, TV100, 4E, Real FM, Πέλλα News, Εύξεινος Πόντος, Λόγος της Πέλλας, Γιαννιτσά, Ο Πολίτης Κων/πολης κ.α.), με τελευταία αυτή στις 12 Μαΐου 2018 στην εφημερίδα «Έθνος». Σε ένα δισέλιδο αφιέρωμα υπό τον τίτλο «Ένα τοξάρ και τρείς χορδές για την ιστορία του Πόντου», ο Αλέξης Στεφανίδης, ο πρώτος πιστοποιημένος καθηγητής Ποντιακής Λύρας σε δημόσιο σχολείο, αναδεικνύεται ως ένας ασίγαστος τηρητής της παράδοσης και ταυτόχρονα δάσκαλος και εμπνευστής, ώστε η μουσική του Πόντου με την ιστορία, τις μνήμες και τις αξίες που αυτή φέρει να μεταλαμπαδευτεί στις νέες γενιές και να συνεχίσει την μακραίωνη πορεία της μέσα στο χρόνο και τις ψυχές των ανθρώπων