Επιμέλεια: Εύα Πετροπούλου Λιανού
Μετάφραση: ILIAZ BOBAJ
Η ΑΟΡΑΤΗ ΝΙΚΗ
Είχε μείνει η μοναξιά της πεδιάδας,
Στα φύλλα του ώριμου καλαμποκιού
Των χεριών των παιδιών της λασπωμένης
Συνοικίας.
Στον βάλτο,οι ατμοί του ήλιου
Ομιχλώδεις
Γραφόταν στον αέρα θάμνων.
Τσακίζονταν οι κοπέλες
Κάτω από το χορτάρι
Των δέντρων της σκιάς.
Στις δεήσεις, ο έρωτας
ερχόταν
αθέατη νίκη
στον αμπελώνα του νερού
χαρισμένη.
Ήμουν και εγώ
Στην ραγισμένη πέτσα
Των σκουριασμένων ρούχων
Του Ήλιου
Μετρώντας τα χρώματα
Των χωραφιών.
Τόση λίγη ζωή είχε
Ο Άνθρωπος
Για να κάνει καλό.
ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΑΕΡΑ
Το ποτάμι με το χρώμα του βοριά
Ήταν το πορτρέτο του αέρα
Πάνω στα δέντρα.
Είχε χτίσει ο άνθρωπος
Την άλλη όψη
Της ζωής
Μεταξύ της ζωής και του κάμπου.
Στο βουνό απέναντι
Ήταν τα πτηνά που έβγαιναν
Απ’ το βάλτο
Αυτά τα όνειρα της κακής ματιάς.
Στο χωριό αριστερά
Δεν είχε πιά δρόμους
που σε πήγαιναν
Στην εποχή της λικνιζόμενης
Λεύκας
Του σπιτιού μου.
Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εδώ σταματάει το σχισμένο μας όνειρο
Από την ξυπόλυτη ελευθερία των μεταπολεμικών
πραγμάτων
Απ’ την πόλη της ανταρσίας
Της ταλαιπωρίας
Αυτός ο καπνός των δέντρων, υψωμένος προς τον ουρανό
Των αναμμένων παραθύρων του αέρα.
Εδώ αναπαύεται το γκρεμισμένο μας όνειρο
Από την απαγορευμένη μας ελευθερία
Για να μπούμε
Στον κόσμο
Αυτά τα χέρια κοριτσιών ψηλά
Στον βασανισμένο αέρα
Απ’ το βασίλεμα των προσβλημένων
Πραγμάτων
Θα πάμε στα ερείπια, να ξαναχτίσουμε
Την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Των γραμμένων χαρτιών
Απ’ το βυθό της λάσπης
Όταν νικήσαμε το γίγαντα.
Τίρανα, Δεκέμριος 1998
ΆΝΝΑ ΤΟΥ ΠΟΥΕΡΤΟ ΡΙΚΟ
Σου στέλνω
Τα τριαντάφυλλα του θανάτου
Αγορασμένα στο Lexinton Aveny
Άννα του Πουέρτο Ρίκο
Μυρίζουν άρωμα κάμπου, αλλά ειρήνη για σένα
Δεν είναι
Σαν πελαργοί της χώρας σου
Που βουτάνε στη θάλασσα τη μοναξιά
Πήγαινε στο φως του θεού
Και προσευχήσου για τον άνθρωπο
Κόρη της δύσκολης ελευθερίας
Που φοβόσουν απ’ τις νύχτες
Αλλά μιά βραδυά ,μου είπαν ότι εσύ
Και παίθανες
Στον βαρύ αέρα
Στην Νew York University
Aγαπητή Άννα
Εγώ ταξίδευα με το τρένο ‘’Δ’’
Αλλά εσύ πάρε αυτά τα τριαντάφυλλα που αγοράστηκαν
Για ζωντανούς
Και κοιμίσου κάτω απ΄τον κόσμο
Στον βαρύ ύπνο
Της ηττημένης γης.
Νέα Υόρκη,17 απριλιού 1995
ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ ΑΕΡΑ
Ο μπρούτζινος ουρανός
του Αγάλματος του αέρα
Περίμενε τους μετανάστες της ταλαιπωρίας
Αυτή η δάδα του ονείρου
Του κόσμου
Στην ιερή γη
Στη Νέα Υόρκη
Σαν έναν άνθρωπο που περιμένει
Την δέηση του θεού
Πνηγμένη στην θάλασσα
Αναγεννόταν ο δρόμος της τελευταίας μάχης
Απ’ το κύμα
Της τύχης
Και πολύχρωμη μετενάστευση
Εγώ ήμουν στο σημάδι
Του αλόγου
Που χλιμιντρίζει απάνω στον ωκεανό
Πάνω στους σκοτωμένους στρατιώτες
Του τελευταίου πολέμου
Σαν ένα στρατό
Της ειρήνης του κόσμου
Απορία που έχει μείνει από κοινωνική
Αφήγηση.
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥ
Αγαπητή μου μάνα
Πέρασα ένα μαύρο χειμώνα
Σαν στην μοίρα του Ντε Ράντα
Που ο θάνατος σε βρίσκει
Στη μοναξιά
Με τους δρόμους τυλιγμένους γύρω στο κεφάλι
Και την πόλη
Των αμαξιών των δέντρων
Φτιαγμένα βιαστικά
Απ’ το βράδυ
Για να βγει μπροστά στους βάρβαρους
Που είχαν πει ότι θα έρχονταν
Είκοσι η ώρα
Για να γκρεμίσουν την πόλη
Τα παιδιά και οι γυναίκες ήρθαν μαζί μας
Γιά να πολεμίσουν τους νοσταλγούς του συστήματος
Και από τον βαρύ κάμπο
Άφησα ένα πόδι
Και τα δάκρια του μικρού καριτσιού
Στην σκόνη
Οι βάρβαροι ευχαριστήθηκαν απ΄ αυτή τη
Ταπείνωση
Για να πάρουν την αμοιβή τους
Προχωρώντας στην ενδοχώρα
Γιατί εδώ, αγαπητή μου μάνα
Δεν είναι σαν στην Τπλα
Που πιστεύουν ακόμα στον Θεό
Εδώ όλοι σκοτώνουν
Βρίζουν τον Θεό και ευλογούν
Τη δόξα.
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΗΤΑΝ Η ΦΩΤΙΑ
Σαν ένα σκυλί
Με λεπτό χωριάτικο πετσί
Η ζωή μου
Κρεμασμένη σ’ ένα δρύ.
Με το θόρυβο του πολέμου
Που κηρύσσεται άσχημα
Απ’ το τράνταγμα του κόσμου
Των χαμένων γιγάντων.
Στον ωκεανό
Το τσεκούρι μου ακονίστηκε
Πάνω στον προδότη
Αλλά ήταν η φωτιά
Μετά ο άνθρωπος,
Που χτίζει τον κόσμο
Αδερφέ μου.
ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Στο πένθος του χωριού
Κάθε χρόνο περιμένει το καλοκαίρι στον κάμπο
Σαν σκασμένα βελανίδια πόνου
Η μάνα μου
Απάνω σ’ αυτό τον κόσμο, στην άκρη του χωριού
Βρεγμένο από τους βάλτους.
Στο πένθος του χωριού
Ανάβει πάντα φωτιά
Και αφήνει στον κάμπο το ποίμνιο
Του θεού
Η μάνα μου
Σαν κοκκινωπό σούρουπο του κόσμου
Στον άγριο κάμπο του χορταριού.
Ουάσιγκτον, 5 Μαρτίου 1995.
ΤΟ ΚΟΣΟΒΟ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΑ ΧΕΡΙΑ
Τα χέρια του ουρανού των Αλβανών
Παιδιών
Ήταν μαζικοί τάφοι,
Πάνω σ΄ αυτή τη γη του καμένου χορταριού
Στην φωτιά
Απ’ τις μοναχικές ρίζες της
Ελευθερίας
Το Κόσοβο
Της παρατημένης μοίρας του κόσμου
Στους δρόμους της άνοιξης
Οι Σέρβοι στρατιότες
Κάρφωναν τα κανόνια στους λόφους
Του αέρα
Για να βρουν τις καρδιές
Των Αλβανών
Ήταν δύσκολο να γκρεμίσεις
Το πλήθος των σκληρών εισόδων
Της ζωής
Όταν ξεσηκώνονται οι Αλβανοί.
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΦΟΒΟΣ
Είχε φόβο η σκιά
Από το άσπρο χέρι
Του λόφου γύρω
Εκεί είχε φοβερές
Γλώσσες
Κάτω απ’ της νύχτας το λαιμό
Και απ΄το μάτι απέναντι
Στον κάμπο.
Φοβόταν τον κόσμο
Η αφρικανίδα του θεού στη Νέα Υόρκη
Από τον καρφωμένο βαλκανικό
Βράχο
Πάνω στον ωκεανό.
Η ΑΜΕΡΙΚΗ ΕΝΑΣ ΗΓΕΤΗΣ
Το δάσος της Νέας Υόρκης
Στο Γκραντ Σεντράλ Παρκ
Χωμένο στην θάλασσα.
Μιά ουρά αρκούδας
Κουνάει τον κόσμο κάτω απ’ τον πάγο
Και παγώνει η φυσαρμόνικα του
Κόσμου
Απ’ τη δυνατή ύλη του κύμματος.
Προσεύχομαι στον θεό
Και αλβανικά
Για την πατρίδα μου στα Βαλκάνια
Σ’ αυτό το δύσκολο καιρό
Της αλλαγής των χαρτών.
Ν.Υ. Ιούνιος 1995
ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΣΚΕΠΑΖΕ ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ
Τα πάντα τα σκέπαζε το σούρουπο
Και το φως των δέντρων
Αυτό το γκρι
Των Τιράνων.
Ήταν ο χρόνος της άφεσης των αμαρτιών
Και της μοναξιάς των ονείρων
Έλεγαν οι ναοί.
Τα πάντα τα σκέπαζε το σούρουπο
Και τη λιμνούλα της ζωής
Αυτό το εγκαταλειμμένο αντικείμενο
Στους δρόμους
Χωρίς προστασία.
Ποιος να ξέρει…
Ήταν χρόνος του ξεμουδιάσματος των νεκρών
Απ’ το περίσσιο χώμα
‘Έγραψαν οι ποιητές.
Της μετάνοιας που ζητούσε ο θεός
Στο σούρουπο.
ΜΕΤΑ ΑΠ’ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΜΑΚΡΥ ΠΟΛΕΜΟ
Εάν δεν ξαναγυρίσουμε
Πάλι στο Τπλα
Ανάψτε μου μια φωτιά
Για τους δικούς μου
Πεθαμένους
Να ξεμουδιάσουμε τις μουδιασμένες αρθρώσεις
Στο χώμα
Του λόφου
Τα τύμπανα της βροχής
Και εάν θα ξαναγυρίσω στ΄ αλήθεια
Στις ανοιχτές πηγές του καλοκαιριού να παίζουν
Στο χωριό
Γι αυτούς που είναι ακόμα ζωντανοί
Μετά απ’ αυτόν τον μακρύ πόλεμο.
Και εαν έχουν πεθάνει όλοι
Απ’ τη θλίψη του σκοταδιού
Οι γριές του χωριού να με μοιρολογούν
Κάτω απ’ τον ουρανό
Να φωτίζουν
Τη μαύρη μου σκιά.
ΤΑ ΓΟΜΟΛΑΣΤΙΧΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Έπρεπε να ήταν ο άνθρωπος
Από κρυφή υπομονή πραγμάτων
Τολμηρών
Για να ανέβαινε σαν στο φύλλο
Στην τέντα της Αδριατικής Θάλασσας.
Και η Πούλια απέναντι απ’ το κύμα
Αυτός ο χάρτης του κρεμασμένου παραδείσου
Στην ακρογιαλιά χωρίς φως
Των ελαιών
Θνητός
Προσευχόταν για τους νεκρούς.
ΗΤΑΝ ΛΑΘΟΣ Η ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ
Τρόμαζε
Από την κυριαρχία του σύμπαν
Ο άνθρωπος κάθετος του μικρού
Κύκλου
Φωνακλάς.
Κάτω απ’ την ανάσα του στεγνού
Δρόμου περπάταγε
Για να ησυχάζει τον κόσμο
Της αυταπάτης.
Διακεκομμένοι
Στις ρίζες του αίματός μου
Ξανάρχισε η εμπιστοσύνη
Και βήμα βήμα
Πλησιαζούμε στην έξοδο
Πρέπει να πεθάνουμε, για να γίνουμε
κατανοητοί
Κάτω απ’ τις στάχτες του σύμπαν
Κι ύστερα…
Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΩΝ ΑΛΠΕΩΝ
Χωρίς τη θέα του βουνού
Του ανθισμένου
Βγαίνει το φύλλο
Ίσα με μια σπιθαμή
Απ΄ την άγρια δρύ, στην άκρη του κάμπου.
Φεύγουν τα άλογα
Απ’ το χορτάρι που έχει φυτρώσει την άνοιξη στις Άλπεις
Μετά απ’ την βραδινή κουφόβραση
Ανάμεσα στο χωριό του κόσμου των στεγών.
Στο χωριό του αέρα απάνω
Στους σπαρμένους με όνειρα κήπους
Και μήλα χεριών
Της μάνας μου των προσευχών
Απάνω στον κόσμο
Έφευγαν οι κόκκινες αγελάδες
Μουδιασμένες απ’ τον ήλιο
Τα φύλλα και το δάσος του λεπτού χορταριού των
Υλών της γυρτής ζωής
Τα κορίτσια της παντρειάς περίμεναν το φθινόπωρο
Με δέρμα τυμπάνων στο παράθυρο
Του ήλιου της εποχής
Του ονείρου.
(14 Μαρτιού 2005)
ΔΥΟ ΚΛΑΔΙΑ ΜΗΛΙΑΣ
Δυο κλαδιά μηλιάς
Στην ψημένη
Φωτιά
Στην ατέλειωτη αντάρα
Του γκρεμισμένου λόφου.
Μετά απ’ το σκοτάδι
Είναι τα χέρια της
Ελπίδας της μάνας μου
Για να ανάβει το φως
Πάνω απ’ την πόλη
Των ανιψιών που ξύπνησαν απ’
Το φεγγάρι του παραμυθιού
Της κρυμμένης
Ευτυχίας.