«Κίνδυνος ή παράλογος φόβος η γλώσσα των νέων;»

Γράφει η Αντιγόνη Ιωαννίδου, απόφοιτη του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

«Κριντζάρω, φλεξάρω, βαιμπάρω» κι άλλα τόσα ρήματα ή φράσεις που χρησιμοποιούν οι νέοι στην καθημερινότητά τους. Διαχρονική τάση των ηλικιακά μεγαλύτερων ανθρώπων αποτελεί το να μην νιώθουν άνετα με τέτοιες φράσεις και να επιθυμούν να διορθώσουν τους νέους, συμβουλεύοντας τους να χρησιμοποιούν τα αντίστοιχα ελληνικά ρήματα και φράσεις προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι η ελληνική γλώσσα εξασθενεί και χάνει το κύρος της.

Η επιστήμη της γλωσσολογίας είναι η αρμόδια για να δώσει έγκυρες απαντήσεις σε ερωτήματα που απασχολούν τους ενήλικες σχετικά με την ελληνική γλώσσα και το κατά πόσο οι φράσεις της νεολαίας την «καταστρέφουν». Αρχικά, οι νέοι ήταν ανέκαθεν οι καλύτεροι «γλωσσοπλάστες», πρώτον λόγω της διάχυτης φαντασίας που τους διακρίνει και δεύτερον επειδή έχουν την έμφυτη ανάγκη να διαφοροποιούνται από τον κόσμο των ενηλίκων. Αυτό είναι χαρακτηριστικό όλων των νέων, όποια γλώσσα κι αν μιλούν. Επομένως, όλες οι γλώσσες βρίσκονται αντιμέτωπες με λέξεις ή φράσεις οι οποίες εισβάλλουν στο γλωσσικό σύστημα και είναι λογικό εκ πρώτης οι φυσικοί ομιλητές να κρίνουν αρνητικά τέτοιου είδους «εισβολές».

Πώς, όμως, προκύπτουν οι λέξεις/φράσεις και γιατί δεν αποτελούν κίνδυνο για μια γλώσσα; Αρχικά, το κάθε γλωσσικό σύστημα διακρίνεται από πολύ συγκεκριμένους κανόνες οι οποίοι αφορούν την προφορά, την δημιουργία και τον σχηματισμό των λέξεων, τον συνδυασμό των λέξεων σε φράσεις και προτάσεις, τις σημασίες που παίρνουν οι λέξεις, οι φράσεις και οι προτάσεις και τέλος οι περιστάσεις και οι τρόποι που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το καθένα από τα παραπάνω. Αυτοί οι κανόνες τείνουν να παρουσιάζουν μια καθολικότητα για όλες τις γλώσσες του κόσμου. Συνεπώς, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι, είτε νέοι είτε όχι, έχουν την ικανότητα να δημιουργούν λέξεις και να εμπλουτίζουν τη γλώσσα τους, χάριν σε ορισμένους γλωσσικούς μηχανισμούς που έχουν όλοι οι φυσικοί ομιλητές μιας γλώσσας.

Όσον αφορά την ελληνική γλώσσα, ένας τέτοιος μηχανισμός λέει ότι τείνουμε να συνδυάζουμε ξενικές βάσεις (με τον όρο βάση εννοούμε μια λέξη χωρίς την κατάληξη της) με την ρηματική κατάληξη «-άρω» και έτσι να δημιουργούμε ελληνικά ρήματα όπως «φρικ-άρω, κριντζ-άρω, κουλ-άρω, γκουγκλ-άρω» κ.α . Ορισμένοι αναγνώστες ίσως διαφωνήσουν ότι αυτές οι λέξεις αποτελούν ελληνικά ρήματα. Κι όμως, τα ρήματα αυτά υπακούν απόλυτα σε όλους τους κανόνες που αναφέραμε παραπάνω και δε διαφέρουν σε τίποτα από ρήματα όπως «τρέχω, οδηγώ, γράφω κτλ». Επιπλέον, άπειρες λέξεις τις οποίες θεωρούμε ελληνικές, κάποτε πέρασαν ακριβώς από αυτό το στάδιο, δηλαδή οι ομιλητές τούς έδωσαν ελληνικά χαρακτηριστικά (πχ. κατάληξη), μετατρέποντάς τες σε ελληνικές με αποτέλεσμα να  αφομοιωθούν  και πλέον να μη ξεχωρίζουν σε τίποτα από τα ελληνικά ρήματα (πχ. παρκάρω). Σε αυτό το σημείο, θα ήταν καλό να αποσαφηνίσουμε κάτι σημαντικό: Η γλωσσολογία ενδιαφέρεται κυρίως για τον καθημερινό και αυθόρμητο λόγο. Όσο κι αν μερικοί εμμένουν στο ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε τα αντίστοιχα ελληνικά ρήματα (βλ. σταθμεύω αντί παρκάρω) είναι σχεδόν βέβαιο ότι και οι ίδιοι εν τη ρύμη του λόγου τους θα προτιμήσουν το «παρκάρω» αντί του «σταθμεύω». Ωστόσο, ακόμα κι αν επιλέξουν το δεύτερο, θα ακουστεί πολύ περίεργο στον συνομιλητή τους. Για παράδειγμα:  «- Έλα ρε συ, πού είσαι τόση ώρα;»

«Άσε ρε φίλε, δεν βρίσκω πουθενά να σταθμεύσω.»

Νομίζω πως όλοι/όλες συμφωνούμε στο ότι ενώ δεν είναι γραμματικά λάθος η πρόταση, αισθανόμαστε ότι κάτι μας ξενίζει και για αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, δε θα την εκφωνούσαμε ποτέ. Έτσι, καταλήγουμε στο ότι το ρήμα «παρκάρω» χρησιμοποιείται πιο εύκολα και έχει αντικαταστήσει για διάφορους λόγους το «σταθμεύω». Συμπερασματικά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι λέξεις αυτές όχι μόνο δεν καταστρέφουν την ελληνική γλώσσα, αλλά αντίθετα την εμπλουτίζουν, τις δίνουν περισσότερες εκφάνσεις και δυνατότητες και τελικά την εξελίσσουν. Οι γλώσσες είναι ζωντανοί οργανισμοί οι οποίοι δεν είναι στατικοί αλλά αλλάζουν και εξελίσσονται.

Όσον αφορά το αν πρέπει οι νέοι να χρησιμοποιούν τέτοιες  φράσεις , η γλωσσολογία απαντά ότι είναι απλώς αναπόφευκτο και αφού είναι αναπόφευκτο σημαίνει ότι είναι φυσιολογικό. Ο λόγος που θεωρείται αναπόφευκτο είναι γιατί τη σύγχρονη εποχή η επαφή ανάμεσα στους λαούς, τους πολιτισμούς , τις κουλτούρες και τους ανθρώπους εν γένει , είναι τόσο εύκολη και γρήγορη που είναι αδύνατο η γλώσσα να μείνει ανεπηρέαστη. Ιδίως οι νέοι φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη επαφή με την αγγλική γλώσσα, λόγω της συνεχούς έκθεσής τους σε αυτήν μέσω του διαδικτύου. Επομένως, δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε ότι η γλώσσα μας κινδυνεύει μιας και όποια λέξη προστίθεται στο υπάρχον λεξικό μας, έχει ακολουθήσει πιστά τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας και έτσι αποκλείεται να την καταστρέψει. Επιπλέον, η δημιουργικότητα που επιδεικνύουν οι νέοι δεν προκύπτει μόνο από την έμφυτη ανάγκη τους να κάνουν χρήση της φαντασίας τους, αλλά προκύπτει κι από το γεγονός ότι αυτές οι λέξεις συμβάλουν στο να εκφραστούν οι  νέοι με  πολύ πιο άρτιο κι ολοκληρωμένο τρόπο, από το να επέλεγαν άλλες αντίστοιχες ελληνικές λέξεις. Φερ’ ειπείν, το ρήμα «κριντζάρω» έχει την έννοια του «νιώθω άβολα» ή «κάτι δεν μου ταιριάζει επειδή το θεωρώ παλιό, βαρετό κτλ». Ωστόσο, το «κριντζάρω» και το «νιώθω άβολα» παρόλο που έχουν παρόμοια σημασία, δεν φαίνεται να ταιριάζουν πάντα στα ίδια περιβάλλοντα. Για παράδειγμα, η πρόταση «Δεν παίζει να βάλω αυτή τη φούστα, είναι πολύ κριντζ.» εκφράζει ότι η φούστα δεν είναι του στυλ μου ή είναι παλιομοδίτικη. Η φράση «νιώθω άβολα» δεν μπορεί να αποδώσει την χροιά που αποδίδει η λέξη «κρίντζ» στη συγκεκριμένη πρόταση. Αυτό επιβεβαιώνει τον λόγο που οι νέοι δημιουργούν και χρησιμοποιούν αυτές τις λέξεις καθώς καλύπτουν το εύρος των νοημάτων που θέλουν να αποδώσουν.

Σε αυτό το σημείο, εγείρεται ένα επιπλέον ζήτημα. Ανά τους αιώνες, «έχουν γεννηθεί» εκατοντάδες λέξεων οι οποίες είτε επιβιώσαν, είτε εξαφανίστηκαν. Ένα ισχυρό κριτήριο για να επιβιώσει μια λέξη και να γίνει μέλος μιας γλώσσας, είναι να καλύπτει τις γλωσσικές ανάγκες  της πλειοψηφίας των φυσικών ομιλητών κι όχι μιας συγκεκριμένης μερίδας, όπως της νεολαίας. Για παράδειγμα, λέξεις όπως «πάρκινγκ, ασανσέρ, μαγιό κτλ» χαίρουν ευρείας αποδοχής από όλους τους ελληνόφωνους ομιλητές, καθώς καλύπτουν απόλυτα τις επικοινωνιακές ανάγκες τους.

Τέλος, η γλώσσα είναι ένα ζωντανό σύστημα, το οποίο αλλάζει, μεταμορφώνεται,  εξελίσσεται, αποδέχεται και απορρίπτει . Οι φυσικοί ομιλητές είναι αυτοί που θα δημιουργήσουν και θα καθιερώσουν λέξεις / φράσεις αναλόγως των αναγκών τους. Οι ξενικές λέξεις δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως «εχθροί» μιας γλώσσας αλλά ως αρωγοί, αφού για να εισχωρήσουν στη γλώσσα, εναρμονίζονται με αυτήν και συνεπώς δεν αποτελούν κίνδυνο, αλλά αντίθετα εμπλουτίζουν και εξελίσσουν τη γλώσσα με ευφάνταστο τρόπο!