Δημοσθένης Χρ. Σταυριανός: “Η μουσική (και η Τέχνη ευρύτερα) είναι αυτή την στιγμή μία από τις ελάχιστες “σταθερές” σε ένα εξαιρετικά ασταθή κόσμο”

“…Ονειρεύομαι κάθε επόμενη συνεργασία που περιλαμβάνει καλή μουσική (που να μπορεί να ταιριάξει σε έναν λυρικό τραγουδιστή) ή καλό κείμενο, καλοπροαίρετους, ικανούς συνεργάτες και αξιοπρεπείς συνθήκες…”

Ποιά είναι η πρώτη σας ουσιαστική Μουσική ανάμνηση; Τα πρώτα ακούσματα ήρθαν, όπως στους περισσότερους φαντάζομαι, μέσω της φωνής της μητέρας και του πατέρα μου όταν τραγουδούσαν. Oι πρώτες ουσιαστικές μουσικές αναμνήσεις όμως έρχονται μέσα από μουσική για τον κινηματογράφο, μάλιστα από αρκετά μικρή ηλικία, λόγω του ότι ο πατέρας μου ήταν κινηματογραφιστής και αιθουσάρχης. Ήταν μια εξαιρετικά ευτυχής συγκυρία για τα ακούσματα ενός παιδιού, δεδομένου ότι παίζονταν ακόμα ταινίες στις οποίες είχαν γράψει μουσική συνθέτες σαν τους Maurice Jarre, Nino Rota, Nicola Piovanni και πολλούς ακόμα σημαντικούς. Επίσης είχα αρκετά ακούσματα και από το ραδιόφωνο που πάντα ήταν ανοιχτό στο σπίτι μας. Φυσικά τότε δεν κατανοούσα το μέγεθος ή τη σημασία των συνθετών, ούτε γνώριζα τα ονόματα τους, απλά μου άρεσε αυτό που άκουγα. Σήμερα είμαι πια βέβαιος για τη σημασία που είχε όλο αυτό για την μετέπειτα σχέση μου με το αντικείμενο.

Ποιον συνθέτη θαυμάζετε και με ποιον Μουσικό θα θέλατε να βρεθείτε επί σκηνής; Θαυμάζω για διαφορετικούς λόγους τον G.P. da Palestrina και τον C. Monteverdi για τις ιστορικές στιγμές και συνθήκες που συνέθεσαν όπως συνέθεσαν, τον J.S. Bach για την μουσική και κατ’ επέκταση συναισθηματική του ευφυΐα, τον W.A. Mozart για την μεγαλοφυΐα του, τον G. Mahler για τα πάντα, τον G. Puccini γιατί έγραψε υπέροχη σκηνική μουσική με τρόπο που κανείς άλλος δεν κατάφερε και τον Νίκο Σκαλκώτα, που ακόμη δεν του έχει αποδοθεί αυτό που του αξίζει, κατά την ταπεινή μου άποψη. Φυσικά εκτιμώ απεριόριστα πολλούς ακόμα δημιουργούς, αν με ρωτήσετε όμως ποιον αγαπώ διαλέγοντας έναν, χωρίς δισταγμό θα απαντούσα τον G. Mahler.
Όσον αφορά το β’ σκέλος της ερώτησης, θα ήθελα να μπορούσα να βρεθώ επί σκηνής με τον σπουδαίο Ιταλό τενόρο G. Di Stefano, κάτι που σίγουρα δεν γίνεται μιας και πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που δεν βρίσκεται πια κοντά μας. Ο τρόπος που ερμήνευε είναι για μένα συγκλονιστικός και τον καθιστά μοναδικό στα μάτια και την καρδιά μου. ‘’Εννοεί’’ απόλυτα κάθε λέξη, κάθε μουσικό φθόγγο που τραγουδάει – υποδύεται και πάντα, όταν ακούω ή βλέπω παραστάσεις του, συγκινούμαι.

Στην μέχρι σήμερα πορεία σας στη μουσική, υπήρξαν επιρροές καθοριστικές θετικές ή αρνητικές; Χαίρομαι που χρησιμοποιείτε τη λέξη πορεία, σημειολογικά για μένα δείχνει την τάση για συνέχεια, για εξέλιξη, κάτι που είναι απαραίτητο σε κάθε μορφή τέχνης και σε όποιον ‘’μετέχει’’ καθ’ οποιονδήποτε τρόπο σε αυτήν, είτε ως θεατής, ακροατής, θαυμαστής είτε ως συμπράττων.
Επιρροές καθοριστικές μεμονωμένα δεν θα έλεγα πως υπήρξαν, σίγουρα πιστεύω πως είχα καλές σπουδές σε πολλά πεδία και μεγάλη επιμονή και εργατικότητα κάτι που πιστεύω πως με χαρακτηρίζει. Θα έλεγα όμως με άνεση πως, από όλους τους ανθρώπους με τους οποίους συναντήθηκαν οι διαδρομές μας μέχρι σήμερα, δάσκαλους, συναδέλφους, συνεργάτες, θεατές – ακροατές κάτι ‘’έμεινε’’ στη ζωή μου και κατά συνέπεια και στην ‘’μουσική – καλλιτεχνική μου πράξη’’. Το ίδιο συνέβη και με τα σύνολα με τα οποία συνεργάστηκα, με τα μουσικά ιδιώματα, τα έργα και το ρεπερτόριο που κλήθηκα ή επέλεξα να ερμηνεύσω. Όλα συνέβαλαν με τον τρόπο τους και συνεχίζουν να το κάνουν. Ανεξάρτητα απ’ το αν τελικά το πρόσημο κάθε μουσικής συνεύρεσης ήταν θετικό ή αρνητικό αφού απ’ όλα, αν τα επεξεργαστείς με τον κατάλληλο τρόπο, κερδίζεις γνώση και εμπειρία. Αυτό είναι βεβαίως κάτι που πολλές φορές μπορεί να συμβεί αφού έχει περάσει αρκετός καιρός και έχει αναπτυχθεί και η κριτική σου ικανότητα και η συναισθηματική αποστασιοποίηση σου από την διαδικασία.

Παραστάσεις, συναυλίες και γενικά πνευματική δημιουργία δωρεάν στο διαδίκτυο, ειδικά την περίοδο της ‘’καραντίνας’’, θετικό ή αρνητικό και γιατί; Σίγουρα δεν υπάρχει μόνο ‘’άσπρο ή μαύρο’’. Η γνώμη μου είναι πως σαφέστατα υπάρχει ένα κομμάτι όλης αυτής της συνθήκης που είναι καλό. Η κοινωνία προσέτρεξε στην Τέχνη για να βρει αποκούμπι αυτή την δύσκολη περίοδο. Ξαφνικά είδε θέατρο, συναυλίες, ζωγραφική, γλυπτική, άκουσε ή διάβασε λογοτεχνία πολύς κόσμος που πιθανόν να είχε πολύ καιρό να το κάνει. Επίσης αρκετοί ήρθαν σε επαφή με πεδία, που ήταν άγνωστα σε αυτούς για πρώτη φορά. Αν απ’ όλο αυτό κάτι μείνει, με την επιστροφή στην λεγόμενη ‘’κανονικότητα’’, σίγουρα θα έχουμε κερδίσει, ως άνθρωποι ξεχωριστά και ως λαός. Αν η ανάμνηση απ’ την πιθανή ευεξία, συγκίνηση και ανάταση ή ακόμα και απλώς την ευχαρίστηση ή την στιγμιαία ξεγνοιασιά που αισθανθήκαμε, ερχόμενοι σε επαφή με όλα αυτά, τις στιγμές που ήμασταν κλεισμένοι μες τα σπίτια, μας κάνει να τα αναζητήσουμε και μετά τότε σίγουρα κάτι θα έχουμε αποκομίσει.
Υπάρχει βέβαια και το κομμάτι που αφορά τη συγκατάθεση ή όχι των καλλιτεχνών, κάτι που είναι πολύ λεπτό και από καλλιτεχνικής άποψης και από πλευράς δικαιωμάτων. Είναι βλέπετε πολύ διαφορετικό να διαμορφώνεις και να προετοιμάζεις μια παράσταση με την προοπτική μιας βιντεοσκόπησης – κινηματογράφησης, με σκοπό την προβολή σε ηλεκτρονικά μέσα και διαφορετικό για μια παρουσίαση στο θέατρο. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν αναφέρομαι στην απόδοση των συμμετεχόντων, αλλά στην διαφορετική αισθητική οπτική και τεχνική αντιμετώπιση που απαιτείται από όλους όσοι συμπράττουν και τελικά είναι και αυτοί που εκθέτουν τον εαυτό τους στο κοινό και στην κρίση του. Επίσης είναι πολύ διαφορετικές οι απαιτήσεις για μια βιντεοσκόπηση για το προσωπικό αρχείο μας απ’ ότι για μια κινηματογράφηση που προορίζεται για δημόσια προβολή και πραγματικά είναι πολύ πιθανό, με μια προβολή αρχειακού υλικού, να δοθεί μια εντελώς λανθασμένη εντύπωση και αυτό που θα ‘’εκλάβουμε’’ στην οθόνη να απέχει πολύ απ’ αυτό που εξέλαβε ο θεατής στο θέατρο.
Πέραν όλων των παραπάνω, είναι εξαιρετικής σημασίας και η αποζημίωση των καλλιτεχνών και όσων εργάστηκαν για αυτό. Το να προβάλεις κάποια αποσπάσματα έχει κάποια λογική, σε επίπεδο διαφήμισης – παρουσίασης, προσωπικής ή και συνολικής της εκάστοτε παραγωγής. Να προβάλλονται όμως συνεχώς (και όχι κατ’ εξαίρεσιν και σε ειδικές συνθήκες) ολόκληρες παραστάσεις, ειδικά από τη στιγμή που τα μέσα που τις προβάλουν αμείβονται γι αυτές τις προβολές, έμμεσα ή άμεσα, θα ήταν ορθότερο αυτό να μην παγιωθεί να γίνεται αφιλοκερδώς και να λαμβάνουν όσοι συμμετείχαν ό,τι προβλέπεται και τους ανήκει. Πόσο μάλλον που ο κλάδος των καλλιτεχνών και όσων συνεργάζονται για την παρουσίαση θεαμάτων – ακροαμάτων είναι από αυτούς που μέχρι στιγμής έχουν πληγεί περισσότερο σε αυτή την κρίση.

Χρειάζεται η μουσική παιδεία; Είναι πολυτέλεια ή ανάγκη; Σίγουρα δεν είναι πολυτέλεια. Η μουσική (και η Τέχνη ευρύτερα) είναι αυτή την στιγμή μία απ’ τις ελάχιστές ‘’σταθερές’’ σε ένα εξαιρετικά ασταθή κόσμο. Είναι ίσως η μοναδική γλώσσα (εκτός της ‘’γλώσσας του σώματος’’) που είναι κατανοητή σε όλους ανεξαρτήτως πατρίδας, ιθαγένειας, προτιμήσεων και κοινωνικής προέλευσης – κατάστασης. Όταν η μουσική εκπαίδευση παρέχεται με τον σωστό τρόπο και απ’ τους κατάλληλους ανθρώπους έχει άπειρα οφέλη. Απ’ τα προφανή στην ανάπτυξη – ανατροφή – εξέλιξη ενός παιδιού, συναισθηματικά, νοητικά και πνευματικά έως την κριτική και αντιληπτική ικανότητα ενός ενήλικα, χωρίς να παραβλέπουμε, σε καμία περίπτωση, την όξυνση των αισθητικών – καλλιτεχνικών κριτηρίων και την ευρύτερη ‘’καλλιέργεια’’ αυτού που έχει λάβει αξιοπρεπή μουσική εκπαίδευση.

Μια συνεργασία που ονειρεύεστε; Ονειρεύομαι κάθε επόμενη συνεργασία που περιλαμβάνει καλή μουσική (που να μπορεί να ταιριάξει σε έναν λυρικό τραγουδιστή) ή καλό κείμενο, καλοπροαίρετους, ικανούς συνεργάτες και αξιοπρεπείς συνθήκες.

Ποια η άποψη σας για την λεγόμενη κλασσική μουσική και το λυρικό τραγούδι στην Ελλάδα σήμερα; Η κατάσταση σήμερα στον χώρο αυτού που ονομάζουμε κλασσική μουσική είναι “άβολη” τουλάχιστον. Εκτίμηση μου είναι πως συνδέεται αμεσότατα με την παιδεία (ευρύτερα και όχι μόνο με την σχολική – πανεπιστημιακή έννοια) και το ενδιαφέρον και την οργάνωση του κρατικού μηχανισμού στους τομείς ευθύνης του που συνδέονται με το αντικείμενο (πολιτιστικοί – εκπαιδευτικοί – οικονομικοί).
Οι συμφωνικές ορχήστρες είναι λίγες. Τακτικά αντιμετωπίζουν προβλήματα στη στελέχωση τους, τα οποία ομολογουμένως βρίσκουν τρόπους να αντιμετωπίζουν, παρ΄ όλα αυτά και αυτές δεν γεμίζουν πάντα τις αίθουσες. Οι επαγγελματικές χορωδίες το ίδιο, ενώ υπάρχει μόνο μία κρατική όπερα (αυτή την περίοδο με καλή προσέλευση κοινού, στις περισσότερες τουλάχιστον παραγωγές της), τη στιγμή που στην Τουρκία, τουλάχιστον μέχρι πριν λίγο καιρό οι όπερες μόνο ήταν οκτώ. Σίγουρα όσοι αποφασίζουν για τους οργανισμούς που λαμβάνουν κρατικά χρήματα θα πρέπει να σχεδιάσουν και με διαφορετική προσέγγιση τους προγραμματισμούς τους, να γνωρίσουν πρώτα και να αξιοποιήσουν έπειτα περισσότερο το καλλιτεχνικό δυναμικό του τόπου και ταυτόχρονα να προωθήσουν νέες ιδέες (χωρίς να είναι σε βάρος του σκοπού τους), ώστε να αυξήσουν το ενδιαφέρον του κοινού. Πιστεύω πως αυτό δεν πρέπει να γίνει μόνο μέσω ‘’ελαφρότερων’’ προγραμμάτων, όπως συχνά επιχειρείται, αυτό που συνηθίζεται να αποκαλούμε ‘’crossover’’ αλλά με ένα νέο άνοιγμα και φέρνοντας κοντά στην κοινωνία την καθ’ αυτού δραστηριότητα τους, με φρέσκια όμως ματιά και λογική και φυσικά όχι σε επίπεδο μεμονωμένων δράσεων εξωστρέφειας για διαφημιστικούς λόγους, αλλά πάγια, με σχέδιο και σε σταθερό προγραμματισμό. Υπάρχουν επίσης την τελευταία 10ετία στη χώρα αξιολογότατες ιδιωτικές παραγωγές με εντυπωσιακά αποτελέσματα κάποιες φορές (δεδομένων και των συνθηκών στις οποίες μπορούν στηριχθούν, συνήθως ελάχιστων) και εξαιρετική αποδοχή από το κοινό. Ίσως να είχαμε ακόμα σπουδαιότερα αποτελέσματα αν στηριζόντουσαν από το κράτος και τους αντίστοιχους οργανισμούς, και για να μην παρεξηγηθώ δεν μιλώ μόνο για οικονομική ενίσχυση. Ακόμα και οι κατάλληλες αλλαγές και διευκολύνσεις στην νομοθεσία, την φορολογία και στην παροχή χώρων, υλικών και υποδομών για τις δοκιμές και τις παραστάσεις, θα αποτελούσε εξαιρετική ώθηση για όλα αυτά τα ιδιωτικά εγχειρήματα που και εργασία (έστω για κάποια χρονικά διαστήματα) και εμπειρίες και διέξοδο προσφέρουν στους καλλιτέχνες και εξαιρετικής αποδοχής από το κοινό (συνήθως και αναλογικά) τυγχάνουν προσφέροντας στην πολιτιστική κατ’ αρχήν αλλά και στην οικονομική ζωή της χώρας.
Από εκεί και πέρα το θέμα της όξυνσης του αισθητικού κριτηρίου (του κοινού και όσων σχεδιάζουν – αποφασίζουν) μέσω των κρατικών – δημοσίων δομών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών και της παιδείας με την ευρύτερη έννοια, όπως αναφέραμε και σε προηγούμενη ερώτηση, είναι σημαντικότατα για την κατάσταση που περιγράψαμε και όσα περισσότερα βήματα γίνονται για συνολικότερη και πληρέστερη μόρφωση και ‘’καλλιέργεια’’ θα είναι ώθηση (ίσως και η μοναδική) για την βελτίωση της κατάστασης.

Ποια είναι τα σχέδια σας την επόμενη ημέρα της “κανονικότητας”; Σχέδια υπήρχαν και υπάρχουν πολλά, αυτή τη στιγμή δυστυχώς βρίσκονται σε αναστολή λόγω της γενικότερης κατάστασης τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό. Αναμένουμε όλοι να ξεπεραστεί αυτή η δυσάρεστη και επικίνδυνη συνθήκη, για την υγεία πρώτα απ΄ όλα, αλλά και συνολικά για την ποιότητα της ζωής και του βιοτικού επιπέδου της κοινωνίας μας. Δόθηκαν πολύς χρόνος και ενέργεια καθώς και πολλά χρήματα (και δικαίως) για να έχουμε σωματική υγεία, κάτι που θα πρέπει να εξακολουθήσει να γίνεται για να μην βρεθούμε ξανά σε αυτή τη θέση ή να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι την επόμενη φορά, είναι καιρός όμως να γίνει και κάτι ανάλογο για να έχουμε και πνευματική και κατά συνέπεια ψυχική και συναισθηματική υγεία. Οι άνθρωποι της Τέχνης στήριξαν την κοινωνία (κατ΄ επέκταση το κράτος) όταν ήταν κλεισμένη στα σπίτια της με τη μουσική, το τραγούδι τους, τις παραστάσεις τους, τα κείμενα τους, τις δημιουργίες τους γενικότερα. Πρέπει να στηριχθούν και αυτοί ώστε να είναι παρόντες σε κάθε στιγμή, γιατί είναι απαραίτητοι. Όπως είχε απαντήσει και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ όταν του ζητήθηκε να κόψει την χρηματοδότηση στις τέχνες, λόγω των αναγκών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου “Τότε για τι πολεμάμε;”.

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΧΡ. ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ

Σπούδασε κλασσικό τραγούδι και Ανώτερα Θεωρητικά (Αρμονία, Αντίστιξη και Φούγκα) στην Αθήνα και παρακολούθησε σεμινάρια διεθνώς. Υπήρξε υπότροφος, (κατόπιν διαγωνισμού, 2007) του προγράμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης “La bottega delle Voci – Opera dei Giovani”.
Έχει εμφανιστεί σε Ελλάδα, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ελβετία, Αγγλία, Σκωτία, ‘Ειρε, Βέλγιο, Ρωσία, Κύπρο, Τουρκία και Αίγυπτο. Έχει συνεργαστεί με την ‘’Opera Classica Europa’’, την ορχήστρα ‘’Moravia Viruosi – Virtuosi Brunenses’’, την “Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών”, την “Tay Sinfonietta”, την Orchestre de Chambre “Chordis Novis”, το Ensemble “Almazis”, την Camerata Musicale di Fano, το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, τη Συμφωνική Ορχήστρα Δήμου Αθηναίων, τη Sinfonietta Hellenica, τη Συμφωνική Ορχήστρα ‘’Δ.Ω.Κ.’’ , την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών, το “Ensemble 1619” και τους “Orpheus Soloists”. Eπίσης με τη “Marlowe Opera”, την “Petit Opera du Monde”, την “Αrtio” Chamber Opera, την Hellenic Opera Corporation / Εταιρία Λυρικού Θεάτρου Ελλάδος, την Όπερα Δωματίου Αθηνών και την Όπερα Νέων υπό τη διεύθυνση διακεκριμένων μαέστρων. Ερμήνευσε σημαντικούς ρόλους όπως Figaro (Barbiere di Siviglia), Guglielmo (Cosi fan tutte), Il Conte d’ Almaviva (Le nozze di Figaro), Belcore (L’ elisir d’ amore), Silvio (I Pagliacci), Peter (Hӓnsel und Gretel), Dr. Malatesta (Don Pasquale), Sid (Albert Herring), Escamillo (Carmen), Sharpless (Madama Butterfly) συνεργαζόμενος με καταξιωμένους σκηνοθέτες. Εμφανίστηκε σε ορατόρια όπως ‘’Messiah’’ του G.F.Händel, “Elias” του F. Mendelssohn, “Ein deutsches Requiem” του J. Brahms’, “Άξιον Εστί” των Μίκη Θεοδωράκη – Οδυσσέα Ελύτη και κύκλους τραγουδιών όπως “Lieder eines fahrenden Gesellen” του G. Mahler και “Winterreise” του F. Schubert, καθώς και σε χορογραφημένη παραγωγή των “Carmina Burana” στο “Mote Dance Fest” (Maidstone 2015). Επίσης, η παρουσία του στην οπερέτα αφορά πρωταγωνιστικούς ρόλους όπως Ζαχαρούλης (‘’Ο Βαφτιστικός’’, Μέγαρο Μουσική Θεσσαλονίκης, ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης) και Πρίγκιπας (‘’Οι Απάχηδες των Αθηνών’’ Θέατρο Broadway, Σκηνή ‘’Μάνος Κατράκης’’).
Έχει εμφανιστεί στα φεστιβάλ Rheingau Musik Festival, “Fête de la musique d’ Arsac”, “Perthshire festival”, “Mittelland Sommerfest-Bern”, “Rasegna internationale di musica sacra” του Loreto, “Moscow Easter Festival”, ‘’Istanbul International Music Festival’’ , το «Φεστιβάλ Όπερας Ελλάδος» και το «Φεστιβάλ θρησκευτικής μουσικής Πάτμου».
Ερμήνευσε σύγχρονα έργα σε πρώτες εκτελέσεις και ηχογράφησε αρκετά από αυτά, μεταξύ άλλων και για το πρόγραμμα: «Μεσαιωνική και νεότερη Ελλάδα: Σπουδές για τη γλώσσα, λογοτεχνία, ιστορία και πολιτισμό» του Πανεπιστημίου της Γρανάδα.