Γλωσσικές Διαστάσεις Στερεοτύπων και Προκαταλήψεων

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]

Στερεότυπα και προκαταλήψεις αποτελούν μείζονος σημασίας μάστιγες στις σύγχρονες κοινωνίες, τόσο τις αναπτυγμένες όσο και τις υποανάπτυκτες. Αντίκεινται στους όρους της ειρηνικής συνύπαρξης των εθνών σε έναν κόσμο όπου προοδευτικά πολλαπλασιάζεται απανταχού η πολυπολιτισμικότητα. Αν και μοιάζουν συνώνυμοι όροι, στην πραγματικότητα έχουν μια μικρή αλλά αξιοπρόσεκτη διαφορά: τα στερεότυπα στην ουσία είναι «ταμπέλες» που συνηθίζουμε να «κολλάμε» σε συνανθρώπους μας λόγω της καταγωγής, της εθνικότητας, του πολιτισμού, ενίοτε δε και της θρησκείας τους. Οι προκαταλήψεις αναφέρονται στις στάσεις που γεννούν αυτές οι «ταμπέλες» απέναντι σε συγκεκριμένους ανθρώπους. Σε αυτό διαδραματίζει τις περισσότερες φορές αποφασιστικό ρόλο και η ίδια η ιστορία, η οποία είτε δεν διδάσκεται και δεν μεταλαμπαδεύεται ανόθευτη από γενιά σε γενιά είτε παρερμηνεύεται και παραχαράσσεται από μερικούς κύκλους δημαγωγών και λαϊκιστών. Οι τελευταίοι επιχειρούν πίσω από «ιδεολογικούς πύργους» να «οχυρώσουν ιδεολογικά φρούρια» προς επίτευξη ιδιοτελών σκοπών. Μεμονωμένα συμβάντα διασκορπισμένα μέσα στο ρου της ανθρώπινης ιστορίας από την μακρά αρχαιότητα ως τους νεότερους χρόνους συνεπάγονται απόλυτα και αβάσιμα εν πολλοίς συμπεράσματα, διαιωνίζοντας έτσι έναν φαύλο κύκλο που μοιραία οδηγεί σε αδιέξοδο και μόνο. Αδιαμφισβήτητα έχουν προταθεί κατά καιρούς πολλοί τρόποι «επούλωσης» αυτού του «κοινωνικού αποστήματος», λ.χ. περισσότερο ανθρωποκεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα, προγραμματισμός διαπολιτισμικών εκδηλώσεων με προσκλήσεις εξεχουσών προσωπικοτήτων των γραμμάτων και των τεχνών από το εξωτερικό, άσκηση φιλικότερης μεταναστευτικής και προσφυγικής πολιτικής από τις χώρες υποδοχής για να αισθανθούν το συντομότερο δυνατόν οι ξεριζωμένοι «σαν στο σπίτι τους». Προτάσεις σίγουρα πολύ ουσιώδεις και με υψηλές προοπτικές επιτυχίας αν εφαρμοστούν σωστά στην πράξη, καθώς συλλαμβάνουν τη ρίζα του προβλήματος που είναι καθαρά κοινωνικής φύσεως. Μήπως όμως δίδεται πολύ μεγάλη βαρύτητα στις κοινωνιολογικές διαστάσεις στερεοτύπων και προκαταλήψεων, με αποτέλεσμα να αμελούνται άλλες εξίσου σημαντικές πλευρές των εν λόγω μαστίγων, π.χ. οι γλωσσικές πτυχές τους;

Ναι, κι όμως, μπορεί να ακούγεται κάπως παράδοξο, αλλά από τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που «ανακυκλώνονται» ανά τα χρόνια και πιθανώς τους αιώνες δεν είναι απούσα η παράμετρος «γλώσσα». Όταν στοχοποιείται ένας ολόκληρος λαός για τον πολιτισμό και την ψυχοσύνθεση των δομικών στοιχείων του, των πολιτών του, η γλώσσα πολύ δύσκολα θα γλιτώσει από τον στιγματισμό. Αναμενόμενα, αφού πολιτισμός και γλώσσα είναι έννοιες αδιαχώριστες και απολύτως μεταξύ τους ταυτόσημες, σαν τις 2 όψεις ενός νομίσματος.

Κατά καιρούς διεξαχθείσες στατιστικές έρευνες με επίκεντρο τις στάσεις των κατοίκων των χωρών υποδοχής αλλοεθνών ανθρώπων, οι οποίοι επισκέπτονται τις τελευταίες υπό ποικίλες ιδιότητες, από εκείνη του τουρίστα για διακοπές ή ολιγοήμερη εργασία μέχρι του μετανάστη και του πρόσφυγα με προοπτική τη μόνιμη εγκατάσταση εκεί, έχουν συμβάλει αποφασιστικά στην εξαγωγή σημαντικών συμπερασμάτων. Τα πρωτόκολλα αξιολόγησης στη βάση των οποίων συντάχθηκαν οι συγκεκριμένες έρευνες απέδειξαν ότι, αν και η ανεπαρκής ή και μηδενική κατοχή των εκάστοτε μητρικών / πρώτων γλωσσών δεν αποτελεί πρώτης τάξεως παράγοντα στοχοποίησης, παίζει πάραυτα και αυτή το ρόλο της στην υιοθέτηση στερεοτύπων και προκαταλήψεων. Τα γλωσσικά στερεότυπα μπορούν να διαιρεθούν σε 2 κατηγορίες:

  • Στερεότυπα που στοχοποιούν τις μητρικές / πρώτες γλώσσες των εθνικοτήτων με παράλληλους υπαινιγμούς κοινωνικού – συμπεριφορικού χαρακτήρα ενίοτε: Τα στερεότυπα αυτά γεννούν προκαταλήψεις που μπορούν να εναντιώνονται σε διάφορες μητρικές / πρώτες γλώσσες αλλοεθνών ανθρώπων και να τις προσβάλλουν είτε λόγω της δομής τους (κυρίως του λεξιλογίου που ηχεί περίεργα στα αυτιά των κατοίκων των χωρών υποδοχής) είτε λόγω της προφοράς τους. Όμως δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο πίσω από προκαταλήψεις (στάσεις κατά το κοινώς λεγόμενο) να λανθάνουν και στερεότυπα καθαρά εθνικού και κοινωνιολογικού χαρακτήρα. Όταν για παράδειγμα λέμε «Ο Ρώσος με τη μαφιόζικη γλώσσα», επειδή έχουμε στο μυαλό μας σαν εικόνα τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαδίμηρο Πούτιν και τους πιστούς ακολούθους του, οι οποίοι έφεραν στην Ευρώπη ξανά τον πόλεμο και τη γεωπολιτική κρίση με την εισβολή των στρατευμάτων τους στην Ουκρανία, ο χαρακτηρισμός «μαφιόζικη γλώσσα» στοχοποιεί αναντίρρητα τη Ρωσική. Το ίδιο ισχύει όμως και για κάθε Ρώσο πολίτη που την ομιλεί ως μητρική / πρώτη γλώσσα, καθώς εξαιτίας της -ή ακόμα ακριβέστερα εξαιτίας της γενικότερης στάσης απέναντί της- στιγματίζεται σαν άνθρωπος του υποκόσμου για αυτόν και μόνο το λόγο. Ομοίως και για άλλα στερεότυπα τέτοιας λογής, όπως «Ο Γερμανός ο ψυχρός, ο σκληρός και ο φασίστας», στα οποία βέβαια δεν γίνεται ξεκάθαρη αναφορά σε γλώσσα, αλλά εμμέσως πλην σαφώς δεν μένει και αυτή έξω από το κάδρο της στοχοποίησης. Στο παραπάνω παράδειγμα δεν αναφέρεται καν η λέξη «γλώσσα», οπότε εκ πρώτης όψεως δείχνει η προκατάληψη να «καταδικάζει» το λαό της Γερμανίας μόνο για τις κοινωνικές στάσεις και τις συμπεριφορικές επιλογές του. Στην πραγματικότητα όμως υποκρύπτεται αρνητική και πιθανώς απαξιωτική στάση απέναντι και στη γλώσσα των ανθρώπων αυτών, μια και ερωτηθέντες αυτοί που θεωρούν τους Γερμανούς ψυχρούς, απόμακρους και σκληρούς πού βασίζουν αυτήν την πεποίθησή τους, πολλοί εξ αυτών «θίγουν» και την παράμετρο «Γερμανική Γλώσσα», η οποία έχει αυστηρή γραμματικοσυντακτική και λεξιλογική δομή και βαριά συνάμα προφορά. Με λίγα λόγια έχουμε ένα λανθάνον γλωσσικό στερεότυπο που συνεπάγεται λανθάνουσα αλλά υπαρκτή γλωσσική προκατάληψη.
  • Στερεότυπα που στοχοποιούν τις ξένες γλώσσες των εθνικοτήτων: Η περίπτωση αυτή ενέχει μάλλον γλωσσικό παρά κοινωνικό πρόσημο σε αντίθεση με την προαναφερθείσα. Η στοχοποίηση των ξένων γλωσσών των διαφόρων εθνικοτήτων γίνεται συνήθως από ανθρώπους που ομιλούν ως μητρικές / πρώτες τις εκάστοτε ξένες γλώσσες των εκάστοτε εθνικοτήτων. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα ακούμε συχνά να γίνεται αναφορά σε «Αλβανούς / Πακιστανούς με σπαστά Ελληνικά». Στην εν λόγω προκατάληψη διακρίνουμε μια έντονη επιθυμία σαρκασμού της Ελληνικής που είναι ουσιαστικά ξένη γλώσσα για τις στοχοποιημένες εθνικότητες, ωστόσο δεν υποκρύπτονται (απαραιτήτως) «ταμπέλες» κοινωνικής φύσεως, δηλαδή που έχουν να κάνουν με τη συμπεριφορά, την κοινωνικότητα κ.α. Μολονότι γίνεται αναφορά στην εθνικότητα με διάθεση χλευασμού και σαρκασμού, το σχόλιο εστιάζει βασικά, αν όχι αποκλειστικά και μόνο, στα «σπαστά Ελληνικά». Τουτέστιν Ελληνικά με κακή προφορά που πολλάκις χαρακτηρίζεται από ενδιάμεσα κενά και παύσεις, εσφαλμένες επιλογές / χρήσεις λέξεων σε λανθασμένα συμφραζόμενα και ίσως γραμματικοσυντακτικές αβλεψίες. Σε παρόμοιο πνεύμα κινούνται και άλλες γλωσσικού περιεχομένου αρνητικές στάσεις όπως «ο Νεοέλληνας με τη βλάχικη προφορά στα Αγγλικά» (οι αγγλόφωνοι λαοί σαρκάζουν την προφορά των συγχρόνων Ελλήνων στην Αγγλική, ο χαρακτηρισμός «Νεοέλληνας», αν και εμφανώς ειρωνικής χροιάς, δεν επεκτείνεται σε επίπεδα κοινωνίας και πολιτισμού απαραιτήτως), «ο Βρετανός που προφέρει την Αγγλική λες και είναι δική του αποκλειστικότητα την οποία μοστράρει» (σατιρίζεται βασικά η ομολογουμένως ιδιαίτερη προφορά των Αγγλικών που παρατηρείται στη Μ. Βρετανία, κοινωνιολογικές και πολιτισμικές πτυχές των Βρετανών μένουν -εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον- εκτός κάδρου) κ.ο.κ.

Εξετάζοντας την παράμετρο αυτήν βρίσκουμε την απάντηση στο πώς μπορεί η Γλωσσολογία και ειδικότερα η Διδακτική της Γλώσσας να βοηθήσει στην αντιμετώπιση και σταδιακή αποδόμηση στερεοτύπων και προκαταλήψεων. Πάντα φυσικά σε στενή συνεργασία με τις άλλες Ανθρωπιστικές Επιστήμες, όπως την Κοινωνιολογία, την Ψυχολογία και την Πολιτική Παιδεία. Είναι γνωστή άλλωστε η στενή σχέση που συνδέει τις έννοιες «γλώσσα» και «κοινωνία» και τα ζητήματα που αφορούν την μεν δεν γίνεται να αφήνουν άθικτη την δε και το αντίστροφο. Τα γλωσσικά – ξενόγλωσσα διδακτικά εγχειρίδια έχουν ενοχοποιηθεί από πολλές φωνές ότι δίνουν υπερβολικά μεγάλη σημασία στην δομική διδασκαλία της εκάστοτε γλώσσας και έτσι υποθάλπτουν εμμέσως, χωρίς βέβαια σε καμία περίπτωση να υποκινούν τα ίδια, στερεότυπα και αντίστοιχες προκαταλήψεις. Οι δε εκπαιδευτικοί των γλωσσών, έχοντας πλειοψηφικά τουλάχιστον απόλυτη αίσθηση ότι το μάθημά τους δεν είναι απλώς ένα μάθημα σαν όλα τα άλλα, παρά αντιπροσωπεύει ολόκληρες στάσεις ζωής και κοσμοθεωρίες, επιθυμούν όσο τίποτα άλλο να γίνουν γέφυρες που θα διασχίσουν οι μαθητές τους για να γνωρίσουν εκ του σύνεγγυς τους πολιτισμούς και τις κουλτούρες των εκάστοτε γλωσσών. Τα πιεστικά και μονόπλευρα εκπαιδευτικά συστήματα των περισσοτέρων κρατών, των οποίων έχουν γίνει συνώνυμες οι τελικές εξετάσεις (ενδοσχολικές, απολυτήριες κ.α.) τούς κρατούν δεμένα τα χέρια και αυτή η επιθυμία μένει μόνο επιθυμία. Η γεωγραφία που μπορεί να ενσωματώνουν στα εισαγωγικά μέρη τους υπό τη μορφή χαρτών ναι μεν προσδίδει στους μαθητές μια γενική εικόνα της πολιτισμικής και γεωγραφικής πολυμορφίας των κρατών όπου καθεμία γλώσσα είναι μητρική / πρώτη, ωστόσο αυτό από μόνο του αποδεικνύεται ανεπαρκές για την ουσιαστική εξοικείωσή τους με τους πολιτισμούς και τις κουλτούρες των λαών. Και τι νοείται εδώ ως ουσιαστική εξοικείωση; Να αισθανθούν οι μαθητευόμενοι τους ξένους πολιτισμούς σαν δικούς τους, να τους κάνουν κτήμα τους, κομμάτι του εαυτού τους και του οικείου πολιτισμού τους, κόντρα στις όποιες διαφορές υπάρχουν. Μόνο έτσι θα μπορέσουν οι επόμενες γενιές να γίνουν κοινωνοί της ιδέας, που πολύ περισσότερο από ιδέα είναι η ίδια η πραγματικότητα, ότι οι πολιτισμικές και γλωσσικές διαφορές που γεννούν πολιτισμική και γλωσσική πολυμορφία είναι θεμιτές και πρέπει να γίνονται σεβαστές από όλους. Διότι οι πολιτισμοί λειτουργούν στο επίπεδο της πολυπολιτισμικότητας ακριβώς όπως τα οικοσυστήματα: οι αλυσίδες κρατούν η μια την άλλη, ως εκ τούτου το σπάσιμο έστω και μιας διαταράσσει συνολικά τις ισορροπίες με επιπτώσεις τραγικές για όλα τα έθνη, όπως ισχύει με τους οργανισμούς στα οικοσυστήματα.

Τώρα είναι η ώρα να «επουλώσουμε» ένα «απόστημα» που «υποτροπιάζει» και «επανεμφανίζεται», επειδή δεν «καθαρίζεται» σωστά από το «μικροβιακό φορτίο» του, το οποίο δημιουργείται από τις λανθασμένες βάσεις της παπαγαλίας και της αποστήθισης πάνω στις οποίες έχει στηριχθεί εν πολλοίς η (γλωσσική) εκπαίδευση. Προτού στερεότυπα και προκαταλήψεις καταλήξουν να μοιάζουν σαν κάτι το απολύτως φυσιολογικό και εξελιχθούν σε ακόμα ένα «δεν πειράζει, και αυτό μέσα στο πρόγραμμα είναι» όπως τόσα άλλα που έχουν «μεριμνήσει» για τους δίσεκτους καιρούς που διανύουν οι γενιές της εποχής της παγκοσμιοποίησης και της μαζοποίησης των ανθρώπων και των κοινωνιών τους. Η ενότητα «Πολιτισμικός Διάλογος – Πολιτισμική Ενσυναίσθηση» πρέπει να εισαχθεί άμεσα στα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (ΑΠΣ, Curricula) ως αναπόσπαστο κομμάτι του μαθήματος της γλώσσας.

Η διδασκαλία μιας οποιασδήποτε γλώσσας, είτε οικείας είτε ξένης, είναι αντιδεοντολογικό να γίνεται με όρους μεταλαμπάδευσης Θετικών και Φυσικών Επιστημών. Οι τελευταίες δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ουσιαστικής εξοικείωσης μαζί τους, ακολουθώντας μια αυστηρώς προδιαγεγραμμένη πορεία περιγραφής των γνωστικών αντικειμένων και επίλυσης των προβλημάτων τους (πείραμα, θεώρημα, απόδειξη, εφαρμογή απόδειξης του θεωρήματος – προβλήματος υπό πραγματικές συνθήκες προς πιστοποίηση της αυθεντικότητάς της). Τα θεμελιώδη θεωρήματα των Μαθηματικών, της Φυσικής, της Χημείας, ακόμα δε και της Ιατρικής παραμένουν ίδια και (σχεδόν) απαράλλαχτα μετρώντας αιώνες ολόκληρους εν ισχύ. Για αυτό και δεν μπορούν να γεννήσουν ούτε στερεότυπα ούτε προκαταλήψεις. Κάθε θέση που δεν συνοδεύεται από αποδείξεις και αδιάσειστα – χειροπιαστά τεκμήρια απορρίπτεται αυτομάτως ως αντιεπιστημονική και δεν υιοθετείται ούτε εξετάζεται. Όμως η γλώσσα δεν μπορεί από τη φύση της να «εγκλωβιστεί» μέσα σε αυστηρά θεωρήματα. Είναι μεν μια Επιστήμη που ακολουθεί σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό τις γενικές επιστημονικές γραμμές, αλλά συνάμα τις υπερβαίνει. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται, τροποποιείται, ανανεώνεται, μαζί και ο πολιτισμός της, που χωρίς αυτήν δεν πάει πουθενά και αντιστρόφως.

Δεν είναι κρίμα να αφήσουμε να διαγραφούν τόσα επιτεύγματα ζωής εξαιτίας μερικών κακόβουλων «θεωρημάτων» (στερεοτύπων) που βρήκαν και βρίσκουν πάτημα σε δίσεκτους χρόνους να γεννούν αρνητικά φορτισμένες «στάσεις ζωής» (προκαταλήψεις); Δεν είναι άδικο να γίνονται οι ανθρώπινες γλώσσες παράγοντες διχασμού και πόλωσης, στάζοντας δηλητήριο, την στιγμή που προορίζονται για ενότητα και αρμονία και για να στάζουν μέλι; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι ηλίου φαεινότερες για καθέναν στοιχειωδώς γλωσσικά και κοινωνικά καλλιεργημένο άνθρωπο.