Αλέξανδρος Δελιαλής: “η μουσική είναι από μόνη της μια παγκόσμια γλώσσα, η οποία γίνεται κατανοητή από όλους”

Η μουσική ενώνει τους λαούς και τους πολιτισμούς;

Ανέκαθεν ο άνθρωπος μέσω της μουσικής εξέφραζε τα συναισθήματά του και με αυτό τον τρόπο ερχόταν πιο κοντά με τους υπόλοιπους ανθρώπους.

Η μουσική ήταν αυτή που συνόδευε τους γάμους και τις χαρές, αλλά και το θάνατο και τις συμφορές. Μπορεί να δημιουργήσει είτε να αναθερμάνει φιλίες και σχέσεις, ακόμα και να φέρει κοντά λαούς ή και ολόκληρους πολιτισμούς.

Μηδενίζει αποστάσεις, ξεπερνά γλώσσες και σύνορα. Η μουσική είναι από μόνη της μια παγκόσμια γλώσσα η οποία γίνεται κατανοητή από όλους. Είναι ένα μέσο που μπορεί να μιλήσει στις ψυχές των ανθρώπων.

Βρίσκεται πέρα από την έννοια του χρόνου και του χώρου και μπορεί ακόμα να συνδέσει το παρόν με το παρελθόν και το μέλλον, ενώνοντας τους ανθρώπους διαχρονικά.

Πότε και πού συναντάμε τη μουσική;

Η μουσική μαζί με την ποίηση και τον λόγο είναι παντού, σε κάθε κοινωνική εκδήλωση: στη χαρά, στη διασκέδαση, στο γάμο, στις γιορτές και στα γενέθλια, στις εθνικές εορτές, στον αποχαιρετισμό για την ξενιτιά και για τον πόλεμο, στις στενοχώριες και στις λύπες, ακόμη και στο βαθύ πόνο και στις κηδείες.

Μουσική βάζουμε για περισυλλογή, για ξεκούραση, για ηρεμία, για αναζήτηση συγκινήσεων.

Η μουσική μπορεί ακόμη και να θεραπεύσει ̶ η λεγόμενη μουσικοθεραπεία.

Είναι μέσα μας και γύρω μας παντού και πάντα, χωρίς αυτή δεν υπάρχουμε. “Δεν υπάρχει ζωή χωρίς μουσική”, έλεγε ο Ευριπίδης και ο Νίτσε συμπλήρωσε πως “Χωρίς μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος”.

Ποιον μουσικό θαυμάζετε και γιατί;

Θαυμάζω κάθε μουσικό που υπηρετεί τη μουσική με αγνότητα, ήθος και αγάπη.

Όποιον την προσφέρει απλόχερα μέσα από την ψυχή του. Είτε αυτός είναι κάποιος πολύ διάσημος και γενικότερα αποδεκτός από το ευρύ κοινό, είτε κάποιος άγνωστος, κρυμμένος σε κάποιο μικρό ωδείο, σε μια μικρή πόλη, και διδάσκει μουσική σε παιδιά.

Γιατί έτσι τους ανοίγει νέους ορίζοντες και τους δίνει την ευκαιρία μέσα από αυτό το μικρό ωδείο, από αυτήν τη μικρή πόλη, να μεγαλουργήσουν. Αυτοί είναι οι λεγόμενοι αφανείς “ήρωες”.

“Η μουσική είναι μία, οι μουσικοί πολλοί”. Πώς θα περιγράφατε αυτή την πρόταση;

Η μουσική σαν αρχική και γενική έννοια μπορεί να είναι μία, καθώς η μουσική είναι η τέχνη του ήχου και η χρησιμοποίηση αυτού για ακρόαση.

Ο τρόπος όμως με τον οποίο θα επιλέξει να παράγει ο καθένας τελικά τον ήχο, τα εκάστοτε εργαλεία που θα χρησιμοποιήσει, τα ηχητικά υλικά με τα οποία θα πραγματώσει τη νοητική σύλληψη του μουσικού έργου του, η δομή, οι κανόνες και οι μέθοδοι με τις οποίες θα τα συνδυάσει όλα αυτά και πολλά πολλά άλλα, οδηγούν στη δημιουργία αμέτρητων ειδών μουσικής, διαφορετικών μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό, που εντέλει είναι άδικο να τα εξισώσουμε και να πούμε πως η μουσική είναι μία.

Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να χτίσει μια πολύ όμορφη καλύβα, και κάποιος άλλος παράλληλα να συλλάβει νοητικά, να σχεδιάσει και να πραγματώσει ένα τεράστιο αρχιτεκτονικό αριστούργημα το οποίο θα στέκει ως μνημείο ανά τους αιώνες.

Σαν αποτέλεσμα και οι δύο έχτισαν κάτι, όμως δεν μπορούν να συγκριθούν οι δουλειές τους.
Μουσικοί φυσικά και υπάρχουν πολλοί, ανεξαρτήτως του είδους στο οποίο ανήκουν, και αυτό είναι πολύ όμορφο.

Η μουσική καλλιέργεια προάγει συναισθηματικά και νοητικά τους ανθρώπους. Γι’ αυτό το λόγο θεωρώ πως όλος ο κόσμος θα έπρεπε να λαμβάνει μουσική εκπαίδευση, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει πως θα βιοπορίζονται όλοι μέσω της μουσικής.

Με αυτόν τον τρόπο, όμως, μπορεί να διασφαλιστεί η συνέχεια και η διάρκεια του πνευματικού πολιτισμού γενικότερα.

Γιατί χρειάζεται η μουσική παιδεία; Είναι πολυτέλεια ή ανάγκη;

Όπως ανέφερα και παραπάνω, η μουσική καλλιέργεια προάγει συναισθηματικά και νοητικά τους ανθρώπους.

Επίσης, η μουσική παιδεία προάγει τον πολιτισμό, γι’ αυτό και η εκπαίδευση, οι δημοτικές και πολιτικές αρχές οφείλουν να τη στηρίζουν.

Η μουσική θα έπρεπε να διδάσκεται πιο ολοκληρωμένα στα σχολεία και να συνιστά υποχρεωτικό μάθημα. Αυτό μπορεί να μοιάζει ως ένα επιπρόσθετο βάρος στον ήδη βεβαρημένο φόρτο εργασίας των μαθητών, όμως μέσα από τη μουσική (εφόσον αυτή διδάσκεται με σωστή παιδαγωγική μέθοδο) θα λάβουν δωρεάν μουσικές γνώσεις, οι οποίες θα αποτελέσουν εφόδια γι’ αυτούς που θα αποφασίσουν αργότερα να ασχοληθούν επαγγελματικά με αυτό.

Επιπλέον, η διδασκαλία της μουσικής μπορεί να συμβάλει στη διεύρυνση της σκέψης και της φαντασίας του συνόλου των μαθητών, καθώς επίσης στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησής τους.

Δεν είναι τυχαίο που οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τη μουσική αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαίδευσης, το οποίο διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση των νέων.

Για παράδειγμα, στην αρχαία Αθήνα τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα να παρακολουθούν μαθήματα γραμματικής, γυμναστικής και μουσικής, και μόνον τότε θεωρείτο κάποιος μορφωμένος.

Είχαν αντιληφθεί πως η διδασκαλία της μουσικής προσέφερε στα παιδιά τους εκτός από ψυχαγωγία, σωστή διαγωγή και αισθητική καλλιέργεια, και επηρέαζε θετικά το ήθος και τον χαρακτήρα τους.

Επομένως, η μουσική παιδεία δε θα έπρεπε να θεωρείται πολυτέλεια, ούτε κάτι το αναγκαστικό, αλλά ένα απαραίτητο και άκρως σημαντικό κομμάτι της πνευματικής ζωής των ανθρώπων. Όπως έλεγε και ο αείμνηστος Luciano Pavarotti, “Αν δεν φέρουμε τα παιδιά σε επαφή με τη μουσική από πολύ μικρή ηλικία, πιστεύω πως κάτι θεμελιώδες τους έχουμε στερήσει για πάντα”.

Διδάσκεται σήμερα η παραδοσιακή μουσική μέσα από την εκπαίδευση;

Υπάρχουν τα μουσικά σχολεία που ασχολούνται και με την παραδοσιακή μουσική, καθώς και ειδικές σχολές σε κάποια ωδεία και πανεπιστήμια. Έχω την εντύπωση πως τελευταία γίνεται μια προσπάθεια διάσωσης και διάδοσης της παραδοσιακής μουσικής και της πολιτιστικής κληρονομιάς γενικότερα.

Δυστυχώς όμως η διδασκαλία της μουσικής στα γενικά σχολεία είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Χρειάζεται ένας ριζικός εκσυγχρονισμός της διδασκαλίας της μουσικής, ίσως μέσω της υιοθέτησης τεχνικών και επιτυχημένων προγραμμάτων που εφαρμόζονται σε χώρες του εξωτερικού.

Πώς μπορεί ένας γονιός να ανακαλύψει το ταλέντο του παιδιού του στη μουσική;

Προσφέροντάς του συνεχώς μουσικά ερεθίσματα από πολύ μικρή ηλικία.

Με τον τρόπο αυτό το παιδί θα αναπτύξει σιγά σιγά μουσική μνήμη και έπειτα κριτήριο σύγκρισης, άρα δική του άποψη πάνω στη μουσική.
Το ταλέντο είναι ένα χάρισμα, είναι η έφεση, η ανεπτυγμένη αντίληψη και η ικανότητα-επιδεξιότητα ενός ατόμου προς κάποιον τομέα ενασχόλησης.

Οι γονείς είναι οι πρώτοι υπεύθυνοι για την ανακάλυψη και την άνθιση ενός ταλέντου, καθώς αυτοί στρέφουν τα παιδιά τους προς τα εκεί είτε ηθελημένα, δηλαδή επιδιώκοντας την ενασχόληση του παιδιού τους με το αντικείμενο, είτε τυχαία, όταν π.χ. απλώς παίζουν μουσική στο σπίτι, τραγουδάνε, κλπ.

Όταν ένα παιδί παρουσιάσει δείγματα πως έχει κλίση προς τη μουσική, για παράδειγμα είτε τραγουδώντας σωστά, είτε πιάνοντας εύκολα το ρυθμό, είτε έχοντας αναπτύξει κριτήριο σύγκρισης μεταξύ των ερμηνευτών που έχει ακούσει ή απλά ξεχωρίζει μια μελωδία κλπ., ο γονιός θα πρέπει να απευθυνθεί σε κάποιον κατάλληλο δάσκαλο-παιδαγωγό μουσικής προπαιδείας. Φυσικά δεν αρκεί μόνο το ταλέντο, καθώς το ταλέντο είναι απλά μια ώθηση προς το αντικείμενο.

Έπειτα χρειάζεται αφοσίωση, πολύ σκληρή δουλειά, διαρκής μελέτη και εξάσκηση.

Γιατί πιστεύετε πως στη σημερινή εποχή ασχολούμαστε ακόμη με έργα του παρελθόντος, όπως για παράδειγμα μια όπερα μπαρόκ ή μια όπερα του 18ου ή 19ου αιώνα;

Γιατί τα ερωτήματα που θέτει μια καλή όπερα, τα νοήματα του έργου και πρωτίστως η μουσική σκέψη του εκάστοτε συνθέτη, συνεχίζουν να είναι επίκαιρα, ενώ πολλά σημερινά έργα παύουν να μας ενδιαφέρουν μετά από μερικές ακροάσεις. Ένα έργο κρίνεται με βάση το χρόνο. Δεν ήταν όλα τα έργα των εποχών αυτών τέλεια, γι’ αυτό και κάποια δεν επιβίωσαν ως τις μέρες μας. Πάρα πολλά όμως ήταν πραγματικά αριστουργήματα και παίζονται ακόμη γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Ένα έργο, προκειμένου να μείνει στην ιστορία, θα πρέπει να ξεπεράσει το φράγμα του χρόνου, να προσελκύει το κοινό διαχρονικά. Η όπερα γεννήθηκε σαν ιδέα στη Φλωρεντία της Ιταλίας, στα τέλη του 16ου αιώνα, από μια ομάδα εξέχοντων Ιταλών συνθετών, ποιητών, μελετητών και διανοούμενων, που ονομαζόταν “Φλωρεντινή Καμεράτα”. Αυτή η ομάδα προσπάθησε να αναβιώσει το αρχαίο ελληνικό δράμα, το οποίο πίστευαν ότι εν μέρει ήταν τραγουδιστό.

Η πρώτη όπερα “Δάφνη” του Τζάκοπο Πέρι, όπως και οι περισσότερες όπερες μπαρόκ, αλλά και αρκετές μεταγενέστερες, ήταν βασισμένες σε αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, πράγμα που σημαίνει πως ακόμα και χιλιάδες χρόνια μετά, τα θέματα αυτά εξακολουθούσαν να απασχολούν το κοινό.

Όπως το απασχολούν μέχρι και σήμερα. Τα μεγάλα έργα που μας άφησαν τεράστιοι συνθέτες, όπως για παράδειγμα ο Μότσαρτ, ο Ροσίνι, ο Βέρντι και πολλοί πολλοί άλλοι, αφορούσαν το κοινό της εποχής που γράφτηκαν, αφορούν το κοινό του σήμερα και θα αφορούν χωρίς αμφιβολία και το αυριανό κοινό.

Είναι διαχρονικά τόσο για τα θέματα που θίγουν, αλλά κυρίως για τη συνθετική και μουσική τους αρτιότητα. Άλλωστε, κάθε εποχή επιτρέπει τη διαφορετική ερμηνεία και παρουσίαση ενός έργου. Επίσης, σε κάθε ακρόαση πάντα ανακαλύπτουμε μια πτυχή του έργου που δεν είχαμε προσέξει προηγουμένως.

Χρειαζόμαστε ένα καλλιεργημένο και μορφωμένο κοινό και γιατί;

Όσο πιο καλλιεργημένο είναι το κοινό, τόσο πιο βαθιά και ουσιαστική είναι η αναζήτησή του για την ποιότητα.

Δεν πέφτει στις παγίδες της εύκολης ακρόασης, δηλαδή απλώς της ακοής. Γιατί άλλο ακοή και άλλο ακρόαση. Ακοή είναι απλώς να πέσει στην αντίληψή σου ένα ακουστικό ερέθισμα και να μην το κατανοήσεις, ενώ ακρόαση σημαίνει όχι μόνο να προσέχεις αλλά και να κατανοείς αυτό που ακούς.

Η σχέση κοινού και δημιουργού ή εκτελεστή είναι αμφίδρομη, καθώς υπάρχει πάντα επικοινωνία μεταξύ τους. Άρα και η μόρφωση του κοινού καθορίζει την ποιότητα είτε σε επίπεδο δημιουργίας είτε σε επίπεδο εκτέλεσης.

Ένα πιο μορφωμένο κοινό μπορεί να εκτιμήσει το έργο του καλλιτέχνη και αυτός με τη σειρά του να εξελίσσεται συνεχώς και να προσφέρει υψηλότερου επιπέδου πνευματικό έργο. Κάποτε για τον καλλιτέχνη ήταν πρόκληση να κατακτήσει τους ακροατές του.

Για παράδειγμα, ο Μότσαρτ σε όλη του τη ζωή προσπαθούσε να κατακτήσει το βιεννέζικο κοινό και ήταν πολύ σημαντικό γι’ αυτόν να εκτιμήσει το έργο του, διότι το κοινό αυτό κατείχε υψηλότατη μόρφωση.

Στη σημερινή εποχή, γενικά στον κόσμο αλλά και ειδικά στην Ελλάδα, η διαφήμιση είναι αυτή που κατακτά συνήθως τη μάζα, η οποία κυνηγά την ποσότητα και όχι την ποιότητα. Γι’ αυτό και θα πρέπει οι ακροατές να λαμβάνουν μουσική παιδεία, ώστε να είναι σε θέση να ξεχωρίζουν την πραγματικά καλή μουσική, και όχι να αρκούνται στην άσκοπη μουσική κατανάλωση, αφιερώνοντας χρόνο και χρήμα σε όποιο είδος μουσικής είναι κάθε φορά στη μόδα.

Υπάρχουν Έλληνες αξιόλογοι μουσικοί, με μουσική κατάρτιση και γνώσεις;

Σαφώς και υπάρχουν, όπως υπήρχαν ανέκαθεν. Πάρα πολλοί Έλληνες μουσικοί με εκπληκτικές σπουδές, εξαίρετη κατάρτιση και πολυάριθμες γνώσεις, κάνουν λαμπρή σταδιοδρομία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης, πολλοί εξ αυτών κατέφυγαν στο εξωτερικό και ένα μεγάλο μουσικό δυναμικό ζει και εργάζεται εκεί.

Ποια είναι τα μελλοντικά μουσικά σας σχέδια;

Τα μελλοντικά μου σχέδια φροντίζω να περιέχουν πολλή μουσική. Τώρα σχεδιάζω διάφορα ρεσιτάλ στη Θεσσαλονίκη και στην Κοζάνη, και φυσικά είμαι πάντα ανοιχτός σε νέες προτάσεις και συνεργασίες. Επίσης, εδώ και μερικά χρόνια διδάσκω κλασικό τραγούδι και μου προσφέρει μεγάλη χαρά να μεταδίδω όσες γνώσεις έχω σε όποιον επιθυμεί.